Ήταν 23 ετών όταν φόρτωσε τα όνειρά της στη ράχη του Βαρδάρη και τα άφησε να λυσσομανούν και να ταξιδεύουν. Να τρέχουν εκτός και εντός δακτυλίου αδιαφορώντας για τις τυπικότητες και τις πινακίδες.
Τα όνειρά της ξέφευγαν από τα όρια των κοντόφθαλμων, έμοιαζαν με καρπούς απαγορευμένους. Τα δυνάμωσε με την έντασή του ανέμου, τα έμαθε να μη σταματούν και τα απελευθέρωσε από τη μιζέρια των αμέτρητων άγραφων σελίδων του ελληνικού αθλητισμού.
Η Βούλα Πατουλίδου πίστεψε σε αυτό που όλοι θεωρούσαν ακατόρθωτο. Γέμισε τις τσέπες της με πείσμα, τσαμπουκά, αντοχή και πόνο. Ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να χαλάσει την πιάτσα, όπως λέει.
Και τη χάλασε στις 6 Αυγούστου του 1992, ένα βράδυ στη Βαρκελώνη. Πριν από ακριβώς 30 χρόνια έγινε η πρώτη Ελληνίδα χρυσή Ολυμπιονίκης και εκείνες οι μίζερες σελίδες άρχισαν να γεμίζουν με ήλιους και ζωηρά χρώματα.
Αυτή είναι η γυναίκα που άλλαξε, την ιστορία του στίβου. Αυτό είναι το παιδί που ανέβηκε στο βάθρο με ένα αρκουδάκι, το πρώτο δώρο της μητέρας της, όταν μετανάστευσαν στη Γερμανία.
Εκεί, έπεσε θύμα ρατσιστικού bullying και από τότε άρχισε να σκαλίζει στο μυαλό της πέντε λέξεις, την πιο εμβληματική πρόταση που έχει ξεστομίσει Έλληνας αθλητής. "Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο".
Η Βούλα Πατουλίδου αράδιασε σαν μαργαριτάρια στην άμμο μια - μια τις αναμνήσεις της. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία τις εξιστόρησε στο SPORT24, ανήμερα της επετείου του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου που κατέκτησε στα 100μ. με εμπόδια με νέο πανελλήνιο ρεκόρ (12.64).
Το 1990 ήμουν η καλύτερη αθλήτρια των Βαλκανίων. Δεν ήταν μόνο αυτό το ζουμί της υπόθεσης. Δεν σκεφτόμουν μόνο γι' αυτό το λόγο ότι μπορώ να τα καταφέρω. Το ζουμί ήταν η βελτίωση που έβλεπα.
Είναι σημαντικό να βλέπεις εξέλιξη σε κάτι που επιμένεις, σε κάτι που έχεις επικεντρωθεί. Αν σκεφτείς ότι είναι 10 τα εμπόδια στην κούρσα, ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου να κερδίσεις σε κάθε εμπόδιο, αμέσως - αμέσως η βελτίωση είναι πάρα πολύ ορατή και το επιδιώκεις. Όλο αυτό ήρθε χρόνο με το χρόνο.
Δεν ήταν το αγαπημένο μου αγώνισμα τα 100 μ. με εμπόδια. Το αγαπημένο μου ήταν το μήκος.
Άρχισα με το ύψος, αλλά ο σωματότυπός μου δεν βοηθούσε. Ήμουν κοντή και δυνατή, στο ύψος πρέπει να είσαι μίσχος. Το μήκος ήταν από τα αγαπημένα μου, αλλά δεν με έπαιρναν τότε οι προπονητές.
Έτσι πήγα στον Πλούταρχο Σαρασλανίδη, ο οποίος μου είπε ότι θα κάνουμε μήκος "αλλά αν μάθεις τα εμπόδια θα φτάσεις πιο γρήγορα ψηλά". Ξεκίνησα στα εμπόδια από ένα παιχνίδι. Είχε δει σωστά.
Εγώ στα 23 μου δεν είχα την ίδια ελαστικότητα που είχα όταν ήμουν μικρή και τα εμπόδια είναι δύσκολο αγώνισμα, τεχνικά. Δεν έχει κινήσεις που χρησιμοποιείς στην καθημερινότητά σου. Το "κατούρημα του σκύλου" -έτσι λέγεται η κίνηση που κάνεις με το δεύτερο πόδι που περνάει το εμπόδιο- δεν θα το κάνεις πουθενά.
Στα 21 άρχισα τον πρωταθλητισμό στο στίβο και στα 23,5 τα εμπόδια. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήμουν 27.
Όσο εργάτρια και να είσαι μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, είναι δύσκολο να εξελίξεις την τεχνική σου.
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Τόκιο το 1991 άρχισε με μια μεγάλη αναμονή και ακολούθησε μια τεράστια απογοήτευση. Ενώ έτρεχα πάρα πολύ γρήγορα με 12.50 και 12.54 στην προπόνηση, πήγα εκεί και ήρθαν όλα ανάποδα. Δεν προκρίθηκα.
Σηκώθηκα κι έφυγα με κλάματα. Οδυρμούς! Τι να σου πω. Πολύ άσχημα. Όλα πήγαν ανάποδα.
Έκλαιγα στην κερκίδα και ούρλιαζα, σαν να μου είχαν πάρει το καλύτερο παιχνίδι μέσα από τα χέρια. Σαν μικρό παιδί έκανα.
Τότε, ήρθε ο δημοσιογράφος ο Τάσος Παπαχρήστου που ήταν και ξάδερφος του άντρα μου, του Δημήτρη, και μού είπε: "Δεν είναι η σειρά σου, φέτος. Του χρόνου είναι". "Και γιατί να είναι η σειρά μου του χρόνου; Εγώ, τώρα ήθελα", τού απάντησα και μού είπε ότι ήταν πιο γρήγορες οι άλλες. "Και γιατί να είναι πιο γρήγορες οι άλλες;".
Ένα ατελείωτο γιατί. Ένα θυμωμένο γιατί, επειδή οι άλλες μπόρεσαν κι εγώ όχι ακόμη.
Και μετά αρχίζεις να αναρωτιέσαι: "Πού είμαι λειψή; Σε τι είμαι λειψή; Τι πρέπει να βελτιώσω;".
Αυτό που σίγουρα έπρεπε να βελτιώσω ήταν κάτι που δεδομένα δεν το έχουν οι Έλληνες αθλητές, σήμερα. Τα νέα παιδιά που πάνε στο εξωτερικό για ν' αγωνιστούν δεν νιώθουν ότι μειονεκτούν, έναντι των άλλων.
Τότε, το μόνο που έκαναν ήταν να σου τονίζουν ότι μειονεκτείς απέναντι σε όλους τους άλλους.
Μού έλεγαν: "Πού πας;", "Δεν μπορείς", "Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα", "Οι άλλες είναι καλύτερες, δες τον εαυτό σου". Συν το φοβερό: "Μην ονειρεύεσαι, για να μην απογοητευτείς".
Όλα αυτά τα ισοπεδωτικά.
Έβλεπα τις άλλες και αναρωτιόμουν: "Ρε 'συ είναι τόσο καλές; Εγώ δεν υπάρχω;". Διορθώθηκε όμως και το ψυχολογικό σκέλος. Με βοήθησε ο Δημήτρης Κουντούρης, ένας ψυχολόγος που είχε ερωτευτεί την τρέλα που είχα, την προσπάθειά μου και την πολύ μεγάλη επιμονή μου. Κάναμε τον έλεγχο των συναισθημάτων όλο το χειμώνα του 1991 - 1992.
Δυνάμωσα. Ήρθε ο έλεγχος του φόβου και της απαξίωσης, δεν με άγγιζε το γεγονός ότι οι άλλοι δεν πίστευαν σε αυτό που πίστευα εγώ. Απέκτησα αυτοπεποίθηση.
Βέβαια, είχα σκαλιά να πατήσω. Πολλή δουλειά, χρόνους, ήμουν πολύ καλή στα πόδια. Δεν έβγαιναν όπως ήθελα τότε, αλλά ο Θεούλης το κράτησε για την καλύτερη στιγμή.
Έφτιαξα ένα νοερό γυαλί γύρω μου. Όποιος δοκίμαζε να το διαπεράσει και να μου πει ξανά: "Μπορείς, δεν μπορείς, είσαι καλά, δεν είσαι καλά", δεν κατάφερνε να με αγγίξει. Χτυπούσε και έφευγε πίσω. Δεν με ακουμπούσε, πια. Με όλα αυτά απαξίωναν και την Ελλάδα, ταυτόχρονα. Όχι, οι ξένοι. Εμείς!
"Πού πας, ρε καημένο!". Αυτό το "Πού πας, ρε καημένο" ή το "Άντε μέχρι τη Θήβα είσαι" το έλεγαν και μεγάλοι αθλητές, οι οποίοι είχαν γίνει παράγοντες. Και αναρωτιόμουν: "Το λες εσύ; Εσύ που πάλεψες και πόνεσες;".
Και το αναφέρω αυτό επειδή υπάρχουν και παράγοντες που ίδρωσαν μόνο όταν χάλασε το air condition. Δεν ίδρωσαν στο γήπεδο. Και υπήρξαν και άλλοι που ίδρωσαν στο γήπεδο, ήταν καταξιωμένοι αθλητές. Όμως, και αυτοί είχαν ενσωματώσει τη νοοτροπία του "Ώχου μωρέ τώρα... Πού πας;".
Ήταν η καθημερινή τους κουβέντα αντί να μου πουν: Έλα ρε, πήγαινε και πάρτα σβάρνα και ό,τι γίνει. Αφού μπορείς".
Αυτό που παρατηρούμε τώρα είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Λέμε: "Ο Τεντόγλου θα μπορέσει να βρεθεί στην πρώτη θέση; Με παγκόσμιο ρεκόρ; Με ρεκόρ Ευρώπης;". Δεν υπήρχε αυτό, τότε. Πλέον, είναι κεκτημένο. Πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα για να γίνει κεκτημένο.
Γι' αυτό και ο Παυλακάκης νομίζω, αλλά και ο Παναγιωτόπουλος είχαν πει: "Εποχή προ Πατουλίδου και μετά Πατουλίδου εποχή", όσον αφορά τη νοοτροπία μας κυρίως, αλλά και το πώς διεκδικείς το δίκαιο του δικού σου αγώνα.
Κι όμως, όλα αυτά δεν ήταν ο λόγος που είπα: "Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο", μετά το χρυσό μετάλλιο. Αυτή η κουβέντα έχει μακρά διαδρομή. Άρχισε από το χωριό μου, από τον Τριπόταμο Φλώρινας που είχε έντονο στοιχείο μετανάστευσης.
Έχω ζήσει και στα Γρεβενά, ως παιδί, το οποίο το άφησαν οι γονείς του και πήγαν στη Γερμανία, προκειμένου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας.
Δούλευαν στα ανθρακωρυχεία. Όμως, προέκυψαν δυσκολίες και πήγα κι εγώ στη Γερμανία. Νομίζω το 1973. Εκεί, έβγαλα το Δημοτικό.
Εγώ όμως ήμουν πολύ μελαχρινό παιδάκι σε σχέση με τα γερμανάκια.
Τότε, δεν ήξερα πώς το έλεγαν αυτό που πέρασα. Τώρα, που μεγάλωσα ξέρω ότι λέγεται bullying. Τώρα, έμαθα τι ήταν εκείνο που είχα υποστεί κι ερμήνευσα σωστά τα υποτιμητικά βλέμματα που με κοιτούσαν περίεργα.
Ευτυχώς, είχα ένα δάσκαλο, ο οποίος στάθηκε βράχος στην αγωνία που είχα ως παιδάκι. Έλεγα ότι ήμουν από έναν άλλο κόσμο, από μια άλλη φυλή. Έτσι, σκεπτόμουν τότε.
Αυτός ο άνθρωπος μάς δίδασκε ιστορία και μέσα από την ιστορία της Ελλάδας μάς έκανε να νιώθουμε υπερήφανοι που προερχόμασταν από αυτή τη χώρα. Έλληνας ήταν ο δάσκαλος. Ο Δημήτρης Βαβουκλής από την Καλλονή της Λέσβου.
Αν με ρωτήσεις για άλλους δασκάλους δύσκολα θα τους θυμηθώ. Αυτόν δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.
Λειτούργησε και αυτός ως ψυχολόγος, τότε. Σ' έκανε να νιώθεις ότι έχεις υπόσταση.
Και μού έλεγε "όταν αντιμετωπίζεις κάποιο πρόβλημα θ' ανατρέχεις στην ιστορία μας και πάντα θα βρίσκεις ένα παράδειγμα, για να μπορείς να παίρνεις δύναμη και να σηκώνεσαι".
Τα παιδιά λειτουργούν με παραδείγματα, έτσι και αλλιώς. Αυτό έκανα μέχρι που έφτασα στον Καζαντζάκη και στα θαύματα που μπορεί να κάνει μια ψυχή, η οποία το θέλει πολύ. Και αυτό έζησα. Συνεπώς, το “Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο” είχε ρίζα βαθιά, δεν ήταν της μιας δραχμής το γιασεμί.
Αυτή η ρίζα με ακολουθούσε όπου και αν πήγαινα, παράλληλα με την αγωνία μου να επιβεβαιώσω ότι γι' αυτή τη μικρή θαυματουργή χώρα δεν υπάρχει πισωγύρισμα, όταν είναι οργανωμένη, όταν λειτουργεί στοχευμένα και είναι καθαρή στα θέλω της.
Υπάρχει μόνο η διαδρομή προς την κορυφή και την επιτυχία. Δούλευα πολλές εργατοώρες. Απίστευτες, ατελείωτες.
Πολύ πριν να έρθει η ώρα της Βαρκελώνης. Τον τελευταίο χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες επικεντρώθηκα στα δεδομένα του αγώνα, στα δεδομένα της ημέρας του αγώνα.
Ο προκριματικός είναι η πιο ζόρικη κούρσα και αυτή που σε βάζει στο κλίμα. Συνήθως, ο προκριματικός γίνεται το πρωί. Εγώ έτρεχα στις 9 το πρωί; 9.05; Κάπου εκεί.
Έπρεπε να κάνω την καλύτερή μου κούρσα. Όμως, τους καλύτερους χρόνους μου τους έβγαζα το απόγευμα.
Για ένα διάστημα, κοντά δύο με τρεις μήνες, μπορεί και τέσσερις -ούτε θυμάμαι- ξυπνούσα στις 4.30 το πρωί, για να ετοιμάσω το πρωινό μου και να φύγω για την προπόνηση.
Ήθελα στις 9.00 το πρωί να είναι τόσο ξύπνιο το κορμί μου, ώστε να μπορέσω να κάνω την καλύτερη κούρσα μου.
Ήμουν συνέχεια στο γήπεδο. Στις 7 το πρωί ήμουν στο γήπεδο, 2 το μεσημέρι πάλι στο γήπεδο, 5 το απόγευμα ξανά στο γήπεδο, πήγαινε 10 το βράδυ και ήμουν στο γήπεδο. Σάββατο και Κυριακή, εκεί. Κάποιος που το παρατηρεί μπορεί να καταλάβει ότι ένας τέτοιος άνθρωπος κάτι οργώνει εκεί μέσα.
Εγώ δεν έκανα κάτι άλλο. Ετοίμαζα το κορμί και την ψυχή μου στο Καυτανζόγλειο και στο Παλέ ντε Σπορ. Δυο πράγματα όργωνα, το κορμί και την ψυχή μου, για να αντέξουν.
Και να κάνει κρύο! Είχαμε αυτές τις σομπίτσες του υδρογόνου και πήγαινα από δίπλα σαν το σκυλάκι.
"Αχ" έλεγα "να κάτσω λίγο εδώ να πάρω μια ανάσα και να ζεσταθώ". Το Παλέ έμπαζε από παντού.
Στη Βαρκελώνη έφτασα μετά το χρυσό μετάλλιο του Πύρρου. Τον είδα, του είπα συγχαρητήρια και του ζήτησα ακουμπήσω λίγο το μετάλλιο.
Όταν είσαι γενναιόδωρος στην ψυχή, χαίρεσαι με τη χαρά των άλλων. Δεν είναι εύκολο να χαρείς με τη χαρά του άλλου.
Τον Πύρρο τον ήξερα από την Ελλάδα. Ο άντρας μου, ο Δημήτρης (Ζαρζαβατσίδης) ήταν στην άρση βαρών, ο Τάσος Παπαχρήστου ήταν επίσης ένας σύνδεσμος. Όλοι ήμασταν μια παρέα.
Να φανταστείς ο Πύρρος ερχόταν στο δικό μου ξενώνα στο ΟΑΚΑ, μαζί με την Αναστασία. Θεός σχωρέστην. Οπότε μετά τα "μπράβο" και τις χαρές λες και ένα "Έλα εδώ ρε, να το ακουμπήσω λίγο!". Εννοώντας να πάρω λίγο από την τύχη του.
Όταν μια αποστολή πετύχει την πρώτη της διάκριση νωρίς αυξάνονται οι πιθανότητες να υπάρξουν και άλλες επιτυχίες, επειδή ο ένας αθλητής μπορεί να παρασύρει τον άλλο.
Η Νίκη Μπακογιάννη αφότου πήρα το χρυσό έλεγε: "Γιατί ρε σκασμένη δεν αγωνιζόσουν πιο νωρίς;".
Τη ρώτησα για ποιο λόγο και εξήγησε ότι με τη διάκρισή μου θα μπορούσε να παρασύρω κι άλλους. Είχε δίκιο η Νίκη, όπως και οι Αμερικανοί που το πιστεύουν αυτό.
Θυμάμαι, το moto των Αμερικανών πριν από τη Βαρκελώνη ήταν "No pain, no Spain".
Αυτό το ενσωμάτωσα τόσο πολύ, που πραγματικά ο πόνος έγινε ο οδηγός μου για την Ισπανία. Πονάς; Κουράζεσαι; Ξανά!
Υπήρχε μια στρατηγική και όλο αυτό το οικοδόμημα που έφτιαχνα με τις προπονήσεις στην Ελλάδα παραλίγο να διαλυθεί, από ένα ζευγάρι γόβες. Αυτές που φορούσα όταν έφτασα στη Βαρκελώνη, ήταν σετ με τα ρούχα της Ολυμπιακής ομάδας.
Η τελευταία αποστολή του στίβου στην πόλη έφτασε στις 2 Αυγούστου, ήταν Κυριακή. Μόλις φτάσαμε μας παρέλαβαν και περπατήσαμε σε όλο τον παραλιακό δρόμο που οδηγούσε στην ενδεκαόροφη πολυκατοικία, όπου έμενε η ελληνική ομάδα. Ήταν 200 με 250 μέτρα απόσταση.
Έβγαλα τις γόβες και περπάτησα ξυπόλυτη πάνω στο πυρωμένο τσιμέντο. Είχε 40 βαθμούς Κελσίου και 90% υγρασία.
Γέμισαν τα πόδια μου φουσκάλες. Και λέω τώρα τι κάνουμε; Όμως, αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν η σωτηρία μου.
Τη Δευτέρα και την Τρίτη δεν έκανα καθόλου προετοιμασία, μόνο χαλάρωμα με κάλτσες. Δεν μπορούσα να βάλω παπούτσια. Πήγα στον γιατρό και μού είπε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι.
Πήρα και τη μάνα μου τηλέφωνο και μού είπε να βάλω τα πόδια μου στο αλατόνερο "για να σφίξουν". Δια πάσα νόσο αλατόνερο! Τα ούλα πονάνε; Αλατόνερο!
Τα γιατροσόφια της μαμάς τελικά ήταν σωτήρια. Μέσα σε δυο μέρες δεν επουλώθηκαν οι πληγές -δεν γίνεται τόσο γρήγορα-, αλλά τουλάχιστον είχαν σφίξει.
Λες και ψήθηκαν με το αλάτι και μπορούσα να βάλω τα χανζαπλάστ. Σε κάθε δαχτυλάκι έπρεπε να βάλω και από ένα χανζαπλάστ. Σαν τους μποξέρ που δένουν τα δάχτυλά τους. Έτσι ήταν και τα πόδια μου δεμένα.
Παπούτσια έβαλα πρώτη φορά την Τετάρτη, που πήγα στον προκριματικό. Δευτέρα και Τρίτη ήμουν με παντόφλες. Δεν έκανα καθόλου προπόνηση, μόνο περπάτημα και δύο – τρία ανοίγματα φορώντας κάλτσες.
Περπατούσα πάνω στο γρασίδι με τις κάλτσες. Τελικά, αυτό λειτούργησε θετικά. Χαλάρωσα και τα έδωσα όλα στον αγώνα.
Η αγωνία μου πριν από τους αγώνες ήταν να μην πονέσουν τα πόδια μου, οι πληγές. Ευτυχώς, δεν είχα πολλές μέρες να το επεξεργαστώ. Πέρασε η Δευτέρα και η Τρίτη και Τετάρτη πρωί ήταν ο προκριματικός, ενώ ο προημιτελικός έγινε το ίδιο απόγευμα.
Ήμουν πολύ συγκεντρωμένη στις κούρσες μου. Δεν έβλεπα μπροστά μου, δεν άκουγα κανέναν. Αν ήσουν μπροστά μου θα σε πατούσα και δεν θα το καταλάβαινα.
Την ημέρα του προκριματικού ξύπνησα στις 5 το πρωί. Ο Δημήτρης, ο προπονητής μου κι εγώ, πήγαμε σε ένα προθερμαντήριο, στο οποίο βρίσκονταν αυτοί που ήταν να τρέξουν.
Κανένας δικός μας. Τότε, ένιωσα περίεργα. Σκέφτηκα κανένας δεν θα έρθει για μένα;
Και ξαφνικά είδα ένα δικό μας φυσιοθεραπευτή, ο οποίος μού είπε ότι είχε έρθει για 'μένα. Δεν χρειαζόμουν να μου κάνει κάτι. Η χαρά που πήρα με τη σκέψη ότι αυτός ο άνθρωπος ήρθε εκεί για να στηρίξει την προσπάθειά μου ήταν ανάσα βαθιά.
Ένιωσα ότι δεν ήμουν μόνη. Έβλεπα τις άλλες αποστολές και πήγαιναν γκρουπ – γκρουπ και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Έγινε η κούρσα. Προκρίθηκα, χάρηκαν οι άλλοι. Όμως, για μένα μόλις είχαν αρχίσει όλα. Γύρισα στο δωμάτιο και ξεκουράστηκα για τον προημιτελικό. Δεν θυμάμαι τι ώρα ήταν, 6 ή 7. Όλα πήγαν τέλεια. Έκανα 13.05 και άρχισαν πια όλοι να με κοιτάνε. Έσκυψα το κεφάλι κάτω.
Δεν ήθελα να αναλωθώ σε κουβέντες. Αν το κάνεις αυτό αποδυναμώνεσαι, αποσυντονίζεσαι. Λειτούργησε το γυαλί που είχα φτιάξει γύρω μου.
Έκανα λίγο μασάζ, έφαγα και πήγα στο δωμάτιο απ' ευθείας. Έμενα με την Άννα Βερούλη, το θεριό!
Την άλλη μέρα το πρωί ξυπνήσαμε και βάψαμε τα νύχια μας. Κόκκινα τα έφτιαξα. Έτοιμη για τον αγώνα. Ιεροτελεστία. Σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Πώς να το κάνουμε;
Το πιο ωραίο ραντεβού που μπορείς να δώσεις είναι αυτοί οι Αγώνες. Ήμουν και της περιποίησης, φτιαχνόμουν. Άσχετα με το πώς έβγαινα από το γήπεδο μετά τον αγώνα.
Τότε, η Άννα μού είχε δώσει το φυλαχτό της. Φάνηκε αυτό το φυλαχτό, στο τερματισμό μου. Όταν νίκησα στον τελικό, πίσω στην πλάτη μου στη δεξιά τιράντα φαίνεται μια αλυσιδούλα. Από εκεί κρέμεται ένας σταυρός, καλογερικός.
Ήταν διαβασμένος σταυρός και μου τον είχε δώσει η Άννα για να με βοηθήσει περισσότερο ο Θεούλης.
Το ίδιο πρωινό -μετά το βράδυ του προημιτελικού- ένιωσα έναν πόνο όταν ξύπνησα, στο δεξί δικέφαλο. Το απόγευμα ήταν ο ημιτελικός και το βράδυ ο τελικός και αναρωτήθηκα γιατί πονάω.
Με έζωσαν τα φίδια. Είχα τραυματιστεί και πήγα στον γιατρό, τον Αβερκίου. Εκεί, ήταν ο αρχηγός της αποστολής, ο Γιάννης Παπαδογιαννάκης. Μου είπε: "Μπράβο! Μπράβο!".
Μου γύρισαν τα μάτια. Αφού, δεν τον κλότσησα τον κυρ Γιάννη πάλι καλά.
"Τι μου λες μπράβο; Δεν έχει τελειώσει ο αγώνας" του απάντησα. Μου έκανε ο Αβερκίου μία διπλή παυσίπονη, αφού προηγήθηκε ο εξής διάλογος:
- Γιατί τη θες διπλή;
- Για να κρατήσει μέχρι τις 8 μ.μ.
- Γιατί μέχρι τις 8 μ.μ.
- Επειδή, τότε είναι ο τελικός.
Κοίταξαν τον Δημήτρη, επειδή ήταν και ο άντρας μου μαζί και του είπαν: "Άστην! Άστην!". Σαν να του λένε μην της κάνεις κουβέντα, γιατί θα σκοτωθούμε.
Ο Δημήτρης στο μεταξύ, είχε γκανιάσει, είχε σκάσει μέχρι να προκριθώ στον τελικό. Διότι, αυτός είναι ο αγώνας που θα διεκδικήσεις το μετάλλιο, όλα τα άλλα είναι προκρίσεις.
Πήγε στους δημοσιογράφους, που τον ήξεραν, επειδή ήταν αθλητής και τούς είπε: "Να σας πω λεβέντες, τώρα πάμε για μέταλλο". Κόντεψαν να πνιγούν, όπως έπιναν τον καφέ τους. "Άντε, ρε μ... Τι είναι αυτά που μας λες;" του απάντησαν και γελούσαν.
Πριν από τους Αγώνες η Ναροζιλένκο ήταν από τα φαβορί, η Ντίβερς επίσης. Η Ντίβερς είχε έρθει με δυνατό χρόνο, αλλά στη Βαρκελώνη δεν ήταν καλά. Γι' αυτό στον τελικό αγωνίστηκε στον πρώτο διάδρομο.
Μπορεί όλοι να λένε "Α, έπεσε η άλλη και κέρδισε η Πατουλίδου", όμως την ημέρα του αγώνα δεν ήταν από τα φαβορί.
Ο Αμερικάνος σπίκερ έλεγε "θα πρέπει η αθλήτριά μας να προσέξει πολύ, επειδή κάτι δεν γίνεται καλά και πέφτει πάνω στα εμπόδια". Δεν την αδικούμε με αυτό που λέμε, δεν την απαξιώνουμε.
Ήταν μεγάλη αθλήτρια η Ντίβερς, με σπουδαίους χρόνους. Όμως, σε όλες τις κούρσες της Βαρκελώνης χτυπούσε τα εμπόδια. Και στο τέλος είναι και αυτό που είπε ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ: "ΟΚ, αυτό δεν είναι τύχη. Το αγώνισμα είναι 100 μέτρα με εμπόδια¨".
Αυτό που έλεγαν τότε, ότι έπεσε η Ντίβερς και γι' αυτό νίκησα, με ενόχλησε πάρα πολύ. Ήταν η συνέχεια αυτής της μικροψυχιάς, η συνέχεια του "Πού πας μωρέ; Μπορείς;".
Ξαφνικά κάποια μπόρεσε. Έσπασε τα φράγματα και πέρασε τις κόκκινες γραμμές.
Όχι απλά διέψευσε αυτό που οι άλλοι θεωρούσαν βεβαιότητα, ότι δηλαδή οι Έλληνες δεν μπορούμε, αλλά πέτυχε το απόλυτο. Πώς να το αντέξεις; Έπρεπε να το μειώσεις. Πώς θα το μειώσεις; "Έπεσε η Ντίβερς". Αυτό είναι τελείως ελληνικό φαινόμενο.
Έβλεπα τώρα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Όρεγκον, μια - δυο αθλήτριες έφευγαν από τις κούρσες, συνέχεια. Είναι εμπόδια, παιδιά! Πρέπει να τα περάσεις. Διαφορετικά το αγώνισμα θα ήταν 100 μέτρα, σκέτα, απλά. Σε αυτό το αγώνισμα πρέπει να περάσεις τα εμπόδια, για να τερματίσεις.
Μόλις τερμάτισα σήκωσα τα χέρια μου και ρώτησα "τι έκανα;". Φαίνεται σαν ρωτάω πρώτη ή δεύτερη.
Οι άλλοι πάνω έχουν δει τον τερματισμό, ήταν ξεκάθαρο ποια νίκησε. Αλλά, το ξαναείδαν. Σαν να είχαν απορία, επειδή δεν πίστευαν ότι έχω νικήσει.
Εγώ ήξερα ότι πήγα πάρα πολύ καλά, αλλά δεν ήξερα πόσο καλά. Δεν ήξερα ότι ο χρόνος που φαινόταν είναι δικός μου, δεν είχα καταλάβει ότι είμαι πρώτη.
Όμως, δεν είχα δει ούτε το χρόνο το 12.64, ούτε είχα αντιληφθεί ότι έχω νικήσει. Λιποθύμησα μετά την κούρσα. Με έσφιγγαν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Παπαγεωργόπουλος, ο Διαθεσόπουλος.
Έχει πιάσει αυτό το στιγμιότυπο ένας Ισπανός σκηνοθέτης που γύρισε ένα ντοκιμαντέρ νομίζω. Με σήκωσε ένας από τους γιατρούς μας και του απάντησα: "Άσε με χριστιανέ μου να πεθάνω σήμερα εδώ μέσα". Αλλά αυτός επέμενε να με σηκώσει ντε και καλά.
Τελειώνει η κούρσα που λες κι εγώ έψαχνα να βρω τον Δημήτρη και ο Δημήτρης είχε κρυφτεί! Ήθελε να με αφήσει να το διασκεδάσω, να το χαρώ.
Στο μεταξύ, όλοι νόμιζαν ότι είχα τρελαθεί. Όλοι οι αθλητές κάνουν το γύρο του θριάμβου φυσιολογικά. Φεύγουν από τον τερματισμό και πάνε γύρω γύρω.
Εγώ από τον τερματισμό γύρισα ανάποδα. Έτρεχα προς την εκκίνηση.
Εγώ ήξερα τι έκανα, οι ξένοι όμως νόμιζαν ότι είχα τρελαθεί. Όχι, ότι δεν είχα τρελαθεί δηλαδή, αλλά είχα λόγο που το έκανα αυτό. Πήγαινα προς την εκκίνηση, επειδή εκεί καθόταν πάντα ο Δημήτρης. Εκεί, τον θες τον δικό σου άνθρωπο, για να σε εμψυχώσει.
Είχαμε ένα σύνθημα. Μού φώναζε στην εκκίνηση: "Αξίζει ρε να 'ρθώ;". Αυτό προέκυψε, επειδή σκεφτόταν να έρθει στη Βαρκελώνη, αλλά ήταν πολλά τα έξοδα. Ξέρεις, φτώχεια καταραμένη. Πού θα μείνω; Πώς θα τα πληρώσουμε;
Με ρώτησε ο Δημήτρης: "Αξίζει ρε να 'ρθώ;". Περισσότερο αυτός πίστευε σε μένα και μετά έλεγε μόνος του: "Ναι, αξίζει". Κι έτσι βγήκε αυτό το σύνθημα.
Στον τελικό δεν μίλησε, όμως. Τότε, ήταν η σειρά μου να μιλήσω και σταμάτησε. Είδε το βλέμμα μου. Ήμουν αποφασισμένη. Πριν μου πει οτιδήποτε του μίλησα εγώ.
"Για την Ελλάδα θα τρέξω", τού είπα με βαθιά πίστη ότι θα φέρω ένα καλό αποτέλεσμα, αλλά δεν ήξερα πόσο καλό.
Πρέπει να είχε γυρίσει τελείως το μάτι μου όταν του είπα ότι θα τρέξω για την Ελλάδα. Εγώ δεν με θυμάμαι καθόλου. Μετά μού είπε ο Δημήτρης: "Μόλις σε είδα έτσι σκέφτηκα: Θεέ μου κράτησέ τη νηφάλια να μην τα πάρει όλα σβάρνα".
Όταν στάθηκα στην εκκίνηση δεν σκεπτόμουν τίποτε. Είχα προσηλωθεί στον τερματισμό. Τελείως ρομπότ. Αυτοματοποιημένη.
Μάλλον προσπαθούσα να αποκτήσω την αυτοματοποίηση που είχαν στο τσεπάκι τους οι άλλες αθλήτριες επειδή έκαναν 15 χρόνια το ίδιο αγώνισμα, ενώ εγώ σχεδόν τρία. Εγώ που δεν είχα φτάσει στο σημείο να αυτοματοποιήσω κινήσεις, ήμουν σε κάθε κούρσα καλύτερη.
Το 12.88 με το 12.64 έχει διαφορά. Στον τελικό φτάνουν όλοι οι καλά προετοιμασμένοι. Όμως, τότε μιλάει η ψυχή. Ποιος θα αντέξει την πίεση; Ποιος θα έχει τόσο καθαρό μυαλό, ώστε να κάνει καλά τις κινήσεις;
Ήμουν βυθισμένη σε αυτό που είχα πει στον Δημήτρη πριν από την εκκίνηση, ότι δηλαδή θα τρέξω για την Ελλάδα.
Αν υπήρχε κι άλλη κούρσα θα έτρεχα κι άλλο και με ένα πόδι.
Πραγματικά, δεν θυμάμαι πότε βρέθηκα με τον Δημήτρη. Στη μικτή ζώνη αγκάλιασα τον Τάσο Παπαχρήστου που μού είπε δυο - τρεις φορές "Eίσαι κότα με λειρί" και γελούσε. Και τού απάντησα "Πιστεύεις τώρα;".
Όλοι ήταν φίλοι μου. Εκεί στη μικτή ζώνη είπα το "Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο", στον Νίκο Τσώνη. Αφού, δεν είπα και τίποτε χειρότερο πάλι καλά να λες.
Οι ξένοι δημοσιογράφοι στο μεταξύ δεν με ήξεραν και έλεγαν στο σπικάζ "Θα μάθουμε μετά ποια είναι η Πατουλίδου".
Περίμενα την απονομή, απίστευτα χαρούμενη που θα άκουγα τον Εθνικό Ύμνο. Ο Λάμπης Νικολάου είχε έρθει ναι μεν στο στάδιο, αλλά για τον Κώστα Κουκοδήμο, όχι για 'μένα.
Ο Κώστας αγωνιζόταν με προοπτική ένα μετάλλιο. Η πρόκρισή του στον τελικό αυτό είχε δείξει, ότι θα μπορούσε. Όμως, ο τελικός είναι ένας άλλος αγώνας.
Ο Νικολάου ήρθε χαλαρός να δει έναν πάρα πολύ καλό αγώνα του Κουκοδήμου. Και ξαφνικά νίκησα εγώ, άρα θα είχαμε απονομή και μάλιστα με εθνικό ύμνο. Και έκανε αλλαγή με αυτόν που είχε οριστεί να κάνει την απονομή του χρυσού μεταλλίου στα 100μ. με εμπόδια.
Δεν θυμάμαι ποιος ήταν αυτός. Τον παρακάλεσε και τού άφησε τη θέση. Δεν θα μπορούσε να μην τον αφήσει. Δανείστηκε ένα σακάκι και για μαντηλάκι έβαλε μια διπλωμένη ελληνική σημαία.
Πριν από τους Αγώνες, έλεγα "Θεέ βόηθα με να νιώσω το συναίσθημα του βάθρου". Για 'μένα το βάθρο ήταν η πρώτη θέση. Επειδή, έτσι ακούς τον Εθνικό Ύμνο της πατρίδας σου.
Δεν υποβαθμίζω τα άλλα μετάλλια, αλλά θέλεις να ακούσεις τον Εθνικό Ύμνο και να καταλάβεις πώς είναι αυτό το συναίσθημα.
Ε, το έζησα. Μωρέ, δεν κολλούσαν τα πόδια μου πάνω στο βάθρο να είμαι ακόμα εκεί; Να το χορτάσω!
Δεν χορταίνεται αυτό. Είναι τέτοιο το εύρος των θετικών συναισθημάτων που συγχωρείς τα πάντα όταν βρίσκεσαι εκεί πάνω.
Να σε σκοτώσουν, θα πεις ευχαριστώ. Γίνεσαι άυλος, ψηλώνεις, φτάνεις στον ουρανό και αγγίζεις τις πατούσες του Θεούλη.
Στα λέω με υπερβολή, επειδή δεν έχω άλλο τρόπο να το περιγράψω.
Τότε, κανείς στην Ελλάδα δεν περίμενε μετάλλιο από γυναίκα! Χάλασα την πιάτσα. Αυτό στο λέω με υπογραφή, χάλασα την πιάτσα! Και σε δρομικό αγώνισμα! Θαύματα.
Τα θαύματα αν δεν τα πιστεύεις θυμώνουν και εγώ τα πιστεύω.
Υπάρχει μια στιγμή που είναι ωραία. Πριν φύγουμε από τη Βαρκελώνη, βρέθηκα στην παραλία όπου πήγαιναν για βόλτα όλοι οι αθλητές.
Είχε παγκάκια, εστιατόρια, καφετέριες. Περπατούσα μπροστά και φορούσα στη μέση το τσαντάκι, την μπανάνα. Εκεί, είχα το μετάλλιο. Ακολουθούσε από πίσω ο Δημήτρης, ο Παπαχρήστου και άλλοι δημοσιογράφοι, Έλληνες. Κομπανία.
Έφτασε ξαφνικά ένα σμήνος δημοσιογράφων. Μία δημοσιογράφος με ρώτησε: "Πώς σας φαίνεται τώρα που τελειώνει η γιορτή των Ολυμπιακών Αγώνων;". Της απάντησα: "Εγώ είμαι πάρα πολύ χαρούμενη, επειδή νίκησα στα 100μ. με εμπόδια και αυτοί είναι ιδιαίτεροι Αγώνες για μένα". Και έφυγα.
Αυτή πάγωσε. Κατάλαβε τι της έχω πει και ενώ την έχω προσπεράσει συνειδητοποίησε ότι είχε μπροστά της την Ελληνίδα χρυσή Ολυμπιονίκη των εμποδίων.
Έγινε ο πανζουρλισμός. Έτρεξαν όλοι και προσπαθούσαν να μου πάρουν συνέντευξη. Ξένοι δημοσιογράφοι ήταν αυτοί.
Το προκαλεί ο στίβος αυτό. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο λαοφιλές άθλημα, το ξέρουμε όλοι αυτό. Όμως, όταν αρχίζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ο βασιλιάς είναι ο κλασικός αθλητισμός.
Όλοι ξέρουν τα ρεκόρ του στίβου, μπορούν να τα κατανοήσουν. Από αυτό το καταλαβαίνεις. Αν ρωτήσεις κάποιον "Στα 100 μέτρα αν τρέξεις κάτω από 11 δευτερόλεπτα είναι γρήγορος χρόνος;" θα σου απαντήσει "Άντε ρε φύγε από εδώ, κάτω από τα 10 είναι".
Ειδικά, κάποια αγωνίσματα τα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Ξέρει ο κόσμος τι είναι μια επίδοση στα 90 μέτρα για το ακόντιο.
Όταν έφτασε η ώρα να επιστρέψουμε στην Αθήνα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι γίνεται στην Ελλάδα, πριν πετάξουμε.
Ρώτησα τον Δημήτρη και μού απάντησε "Δεν έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Εγώ προβληματίζομαι για το πώς θα είναι τα πράγματα λόγω της χαράς του κόσμου". Πιο παλιός αυτός. Παλιά πουτ..., ήξερε.
Μόλις φτάναμε στην Αθήνα, πήραμε ηρεμιστικό. Μας το έδωσε η μαμά μου.
Όταν ήταν να προσγειωθεί το αεροπλάνο κοιτάξαμε από πάνω. Απίστευτος κόσμος στο Ελληνικό. Η παραλιακή ήταν γεμάτη, η Συγγρού επίσης. Και Αύγουστος τώρα, που συνήθως όλοι πήγαιναν στα χωριά τους ή στα νησιά και στις παραλίες.
Πού στην ευχή ξεφύτρωσαν τόσες χιλιάδες άνθρωποι; Ήρθαν να μοιραστούμε μια χαρά για τη χώρα, ήταν απίστευτο.
Καθόμασταν στο πιλοτήριο. Θυμάμαι τον πιλότο που ζήτησε άδεια να προσγειώσει το αεροπλάνο και από τον πύργο ελέγχου ακούστηκε: "Το αεροπλάνο που κουβαλά...". Συγκινούμαι τώρα
[Παύση... Η φωνή της Πατουλίδου κόμπιασε. Δάκρυσε. Πήρε μια ανάσα και συνέχισε]
"Το αεροπλάνο που κουβαλά την περηφάνια της Ελλάδας προηγείται έναντι όλων!"
Αυτές είναι στιγμές που δεν τις ξεπερνάς. Στάθηκα στην πόρτα του αεροπλάνου και είδα τον κόσμο. Αναρωτήθηκα πού πάω, αν πρέπει να κατέβω ή να γυρίσω μέσα.
Είπα στον Πύρρο πάω να περιποιηθώ τον εαυτό μου κι έφυγα. Ε, μα να βάλω ένα κραγιονάκι, ένα ρουζάκι, ένα κατιτίς.
Μετά, μπήκαμε στο ανοιχτό τζιπ. Παντού είχε κλαδιά ελιάς. Ηλικιωμένοι, παιδιά ήταν στους δρόμους. Δεν υπήρχε αυτό που συνέβη. Το αυτοκίνητο πήγαινε σημειωτόν.
Άνθρωποι έκοβαν το σταυρό από το λαιμό τους και μάς τον έδιναν. "Για να σε φυλάει, παιδί μου", "Εσένα αυτή η χώρα σε έχει ανάγκη περισσότερο". Αυτά ακούγαμε.
Σκηνές που δεν είναι απίθανο να σε τρελάνουν. Μεγάλης ηλικίας άνθρωποι να σκύβουν και να σου φιλάνε τα πόδια; Πώς να αντιδράσεις σε αυτό;
Δεν ήξερα τι να κάνω. Σαν να σκύβει η γιαγιά σου ή ο παππούς σου να σου φιλήσουν τα πόδια από ευγνωμοσύνη γι' αυτό που έκανες για τον τόπο.
Είχα ζήσει το μεγαλείο του 1987 με την Εθνική μας στο μπάσκετ, αλλά σκεφτόμουν ότι είναι ένα ομαδικό σπορ και μπορεί πιο εύκολα να σε παρασύρει. Κόσμος, μιλιούνια.
Έλεγα τα 100μ. με εμπόδια είναι ατομικό αγώνισμα, δεν μπορεί να γίνεται αυτό. Κι όμως το τζιπ δεν περπατούσε όταν πλησιάζαμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Δεν χωρούσε άλλο κόσμο το Καλλιμάρμαρο.
Όσο μείναμε στην Αθήνα μάς πήρε ο Τάσος Παπαχρήστου σπίτι του, επειδή ο Μολυβάς ήθελε να μείνω σε ένα ξενοδοχείο στη Συγγρού. Ένα καλό ξενοδοχείο, όμως εγώ είχα σαστίσει και ήθελα ένα πιο οικείο περιβάλλον.
Ευτυχώς υπήρχε η δυνατότητα και μείναμε στον Τάσο, στην Παλλήνη. Μας "φυγάδευσε" στο σπίτι του με τον Δημήτρη, με τον οποίο ήταν ξαδέρφια.
Έπιναν φραπέδες συνέχεια και τα μαλλιά τους είχαν ανέβει στον ουρανό. Ξυπνούσαν και έλεγαν "Έτσι ήταν;", "Μήπως συνέβη κάτι άλλο;", "Λες να το είδαμε στον ύπνο μας;".
Όλη τη μέρα αυτό γινόταν. "Αμάν πια με τους φραπέδες", τούς έλεγα και εκείνοι συνέχιζαν να κάνουν ανάλυση της παρουσίας μου στη Βαρκελώνη.
Και πάντα έλεγαν: "Κάτι πρέπει να μας ξέφυγε ρε 'συ. Δεν μπορεί". Κοιμόμουν, με κοιτούσαν και απορούσαν.
Είναι στιγμές που τις μοιράζεσαι με τους πολύ φίλους και όταν εσύ τις ξεχνάς στις θυμίζουν εκείνοι. Ο Τάσος μού έλεγε: "Ανάθεμά σε, μετά από 'σένα, όλα μού φαίνονται ανάλατα".
Ήταν τόσο μεγάλη έκπληξη. Τον Πύρρο τον ήξερε. Και η άρση είναι ένα άθλημα που λίγο πολύ το δρομολογείς. Ξέρεις, τι θα κάνεις με τα κιλά. Ο Πύρρος είχε και εμπειρία. Ήταν από μωράκι στα βάρη. Ήταν καταξιωμένος έφηβος.
Μετά την Αθήνα είχαμε και άλλη υποδοχή, στη Θεσσαλονίκη. Ομιλίες, γιορτές, φαγητό. Κάποια στιγμή 3-4 τα ξημερώματα είπα: "Μπορώ να πάω τώρα στο σπίτι μου;".
Απ' έξω μάς περίμεναν τα περιπολικά που μάς συνόδευαν μπρος - πίσω. "Ρε παιδιά, άντε να ξεκουραστείτε κι εσείς", τούς είπα.
"Γιατί κυρία Πατουλίδου μάς διώχνετε; Νομίζετε ότι θα μάς ξαναδοθεί η ευκαιρία να συνοδεύσουμε Ολυμπιονίκη;"
"Ε, τότε πάμε βόλτα όλοι μαζί!"Και φύγαμε με τις σειρήνες ιου, ιου, ιου για το σπίτι μου, στην Τούμπα.
Με το που στρίψαμε από Ανατολικής Θράκης στο στενό, οι γείτονές μου έβαλαν τέρμα ένα τραγούδι που μού άρεσε, τότε. "Του Αιγαίου τα μπλουζ", Μπίγαλης. Ήταν ένα από αυτά που μού άρεσαν.
Έξω από το σπίτι μου ήταν 3.000 κόσμος. Το σπίτι μου; Στολισμένο! Ούτε όταν έφυγα νύφη δεν ήταν έτσι στολισμένο.
Δεν μπορείς να φανταστείς. Μου είχαν ετοιμάσει και τούρτα που πάνω της είχε μια ζωγραφιά, εμένα να περνάω εμπόδια.
Άιντε πάλι γλέντι! Όλη η γειτονιά μου ήταν εκεί. Όσοι χωρούσαν. Εγώ κοίταζα το σπίτι μου, δεν το αναγνώριζα και έλεγα: "Είστε σίγουροι ότι είναι το σπίτι μου, αυτό; Ποιος το στόλισε;". Τούλια να δεις. Σιέλ και άσπρα. Είχαν και την ελληνική σημαία, τι να σου λέω!
Οι δικοί μου άνθρωποι. Η γειτονιά μου. "Ελένη έχεις φακές;". "Όχι, έχω φασόλια". Τέτοιου τύπου γειτονιά, που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο.
Θυμάμαι που ο Γιώργος Λιάνης μού είχε πει ότι ήμουν από τους πολύ σοβαρούς λόγους για το "ναι" που είπε η ΔΟΕ στην Ελλάδα, όταν ανέλαβε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Πρέπει να δείξεις ότι έχεις κι εσύ αθλητές. Δεν αρκούν οι διακρίσεις των ξένων αθλητών για να γεμίσουν τα στάδια.
Σκέψου τώρα, σχεδόν δύο γενιές ακολούθησαν από τότε. Τα νέα παιδιά δεν τα ξέρουν όλα αυτά.
Art Director: Κωνσταντίνος Μπαντούνας
Φωτογραφίες: Πάνος Κονιός
Image credits: Action Images - Eurokinissi / Intime