Τριάντα χρόνια
"Για την Ελλάδα"

Αυτό το κορμί από τα θεμέλιά του μαρτυρούσε ότι προοριζόταν για αθλητικό ανάκτορο με χρυσοποίκιλτο διάκοσμο. Χρειάστηκε πολλά μερεμέτια μέχρι να προσθέσει την τελευταία πινελιά στις τοιχογραφίες του.

Έκλεισε πολλές ρωγμές στους λαβωμένους τοίχους του. Ώσπου ν' ανασαλέψει η τύχη του, έμοιαζε με το γιοφύρι της Άρτας.

Ολημερίς χτιζόταν η καριέρα του Πύρρου Δήμα στα γυμναστήρια, το βράδυ γκρεμιζόταν πάνω στη χαρτούρα που τον εμπόδιζε να αποκτήσει το ελληνικό διαβατήριο.

Χωρίς αυτό δεν μπορούσε ν' αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Μια προειδοποίηση για ενδεχόμενη παραίτηση του Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού, Κυριάκου Βιρβιδάκη, ήταν ο τελευταίος κρότος που ακούστηκε πριν από το λευκό ήχο της απογείωσης του αεροπλάνου, το οποίο προσγειώθηκε τον Ιούλιο του 1992 στη Βαρκελώνη, με επιβάτη το παιδί από τη Χειμάρρα.

Ήταν η πρώτη φορά που θα ανέβαινε σε πλατό Ολυμπιακών Αγώνων κι ακολούθησαν άλλες τρεις. Τα μετάλλιά του στη διοργάνωση είναι ισάριθμα. Τρία χρυσά και ένα χάλκινο.

Σήμερα, συμπληρώνονται 30 χρόνια από το πρώτο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιό του. Ήταν 31 Ιουλίου 1992 όταν η εξαντλητική δίαιτα που έκανε, η έξυπνη τακτική της ελληνικής ομάδας στα κιλά που δήλωνε στον πίνακα και η σωστή κρίση ενός Άγγλου διαιτητή τον έστειλαν στην κορυφή του βάθρου.

Έκτοτε, η ζωή του άλλαξε ριζικά. Άλλαξε και ο αθλητισμός της Ελλάδας.

Η χώρα αντάμωσε με την αφετηρία που έψαχνε για να βάλει σε ρότα διακρίσεων τους αθλητές των Ολυμπιακών σπορ. Είχε σοβαρό λόγο που έψαχνε αυτή την αφετηρία.

Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1990 η Ελλάδα είχε χάσει από την Ατλάντα στην τελική ψηφοφορία για την ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 και στις 5 Σεπτεμβρίου του 1997 ο πρόεδρος της ΔΟΕ, Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ διάβασε την εισαγωγή ενός νέου rave κομματιού που σκαρώθηκε εκείνη τη στιγμή: "The city who will have the honour and responsibility to organize the Olympic Games of 2004 is… Athens!"

Ο Πύρρος Δήμας αφηγήθηκε στο SPORT 24 όλες τις στιγμές που συνόδευσαν αυτό το μετάλλιο.

Από τότε που τον αποκαλούσαν "Αλβανό" μέχρι που τον παραδέχθηκαν ως το "Λιοντάρι της Χειμάρρας", στο όνομα του οποίου ανώνυμοι πολίτες άνοιγαν λογαριασμούς στις τράπεζες για να του πουν "ευχαριστώ".

Ήρθα στις 7 Φεβρουαρίου του 1991 στην Ελλάδα. Ήταν να πετάξω στις 6 Φεβρουαρίου με το αεροπλάνο.

Είχε ομίχλη και δεν κατάφερε να φτάσει η Ολυμπιακή εκείνη τη μέρα στην Αλβανία. Ήρθε ως ένα σημείο το αεροπλάνο και γύρισε πίσω.

Δεν γινόταν και έτσι πήρα ταξί το βράδυ στις 6 του μήνα προς 7. Έφτασα στις 7 το πρωί στην Κακαβιά.

Από εκεί με περίμενε ο Βασίλης Γεωργιάδης -ο προπονητής του Μίλωνα- με άλλο ταξί, που είχε έρθει από τη Νέα Σμύρνη. Με πήραν και με πήγαν στον Μίλωνα.

Όλα αυτά σε συνεννόηση με τον Γιάννη Σγουρό. Η επαφή με την Ελλάδα είχε γίνει το 1990 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, στη Δανία, εκεί μίλησα με τον Σγουρό. Δεν ήταν συχνή η επικοινωνία.

Ο Γιάννης είχε έρθει και τον Αύγουστο του 1990 στην Κορυτσά, όπου έγινε η Βαλκανιάδα των Εφήβων. Τότε, μίλησε με τον αδερφό μου, τον Οδυσσέα.

Πριν από μένα ήρθε ο Οδυσσέας, στις 15 Ιανουαρίου. Έφυγα κι εγώ μετά, τάχα μου να κάνω μια επέμβαση στο γόνατο. Όλοι στην οικογένεια ήταν ενήμεροι.

Είχαμε βγάλει και βίζα για τη μαμά και τον μπαμπά. Τις είχαμε έτοιμες και όταν μάθαμε ότι κάτι πάει να γίνει -τότε που έριξαν το άγαλμα του Χότζα- φέραμε τους γονείς μας άρον άρον στην Ελλάδα.

Το σύστημα είχε ξηλωθεί, δεν υπήρχε κάτι για να μείνεις πια εκεί, κάτι που να σε κρατάει. Με το που άνοιξαν τις πρεσβείες όλη η νεολαία μπήκε σ' αυτές.

Ο μεγάλος φόβος μας ήταν αν θα πείραζαν τις οικογένειές μας, στην περίπτωση που φεύγαμε.

Έπαιρνες βίζα κανονικά στην ελληνική πρεσβεία, για να φύγεις για την Ελλάδα. Πριν, ούτε που σκεφτόσουν ότι μπορείς να έρθεις στην Ελλάδα.

Το "Αλβανός τουρίστας" ήταν ανέκδοτο, μέχρι τότε, ήταν όλα κλειστά. Δεν επιτρεπόταν να το σκεφτείς αυτό.

Η Χειμάρρα είναι απέναντι στην Κέρκυρα, όλοι μιλάνε ελληνικά. Η γιαγιά μου μιλούσε μόνο ελληνικά. Αυτό μας κρατούσε.

Στο σπίτι δεν μιλούσαμε πολύ ελληνικά, ούτε έξω, απαγορευόταν

Πήγαινες κάθε καλοκαίρι στο χωριό και ήσουν σαν νέος μαθητής και τον Αύγουστο έφευγες καθηγητής πανεπιστημίου στην ελληνική γλώσσα.

Επέστρεφες στα Τίρανα, πάλι τα ίδια. Του χρόνου πάλι. Τα ξεχνάς. Όταν δεν μιλάς τη γλώσσα δεν είναι εύκολο.

Μετά μπήκε και η τηλεόραση σε μας, η ΕΡΤ. Μας κρατούσε πολύ η τηλεόραση. Ακόμα και οι Αλβανοί που ήρθαν στη Χειμάρρα έμαθαν ελληνικά λόγω της τηλεόρασης, επειδή δεν πιάναμε τα αλβανικά κανάλια στην περιοχή.

Είναι πιο κοντά η Ελλάδα από τα Τίρανα και το ελληνικό σήμα ήταν πιο δυνατό.

Έβαζαν μηχανήματα να το κόψουν το σήμα της ΕΡΤ και δεν τα κατάφερναν, το πιάναμε καμπάνα, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και αυτό μας κράτησε όρθιους

Όταν ήρθα στην Ελλάδα έπρεπε να φτιάξω τα χαρτιά μου. Ζητούσαν και τα χαρτιά της βάφτισης. Έλα όμως που ο Χότζα είχε κλείσει τις εκκλησίες από το 1967, κι εγώ γεννήθηκα το 1971.

Ναι, μεν η γιαγιά μου με είχε βαφτίσει κρυφά στο σπίτι, με τον παπά του χωριού, αλλά δεν υπήρχε χαρτί.

Είμαι δεύτερη φορά βαπτισμένος, με βάφτισε ο Σγουρός, ο Γιάννης είναι ο νονός μου.

Ήταν πολύ δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Κάποιοι μάς έβαζαν εμπόδια. Μάλιστα, αυτοί που έβαζαν τα εμπόδια ήρθαν μετά στη φιέστα.

Πήγαινα από γραφείο σε γραφείο, για να βγάλουμε τα χαρτιά. Στο Ευρωπαϊκό αγωνίστηκα με διπλωματικό διαβατήριο, για να μπορέσω να πάρω την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Το κανονικό διαβατήριο μού το έβγαλε ο Κυριάκος Βιρβιδάκης με τον Γιάννη.

Την τελευταία στιγμή πριν πετάξω για Βαρκελώνη μού έφερε το διαβατήριο ο οδηγός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο παλιό αεροδρόμιο

Πριν πετάξω μου το έφερε, με εντολή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη βγήκε το διαβατήριο και δεν ήταν εύκολο να το κάνει.

Ήμουν στο αεροδρόμιο με το εισιτήριο στο χέρι και δεν ήξερα αν θα μπορέσω να πάω στη Βαρκελώνη. Είχα το εισιτήριο, αλλά δεν είχα το διαβατήριο.

Μου είπαν λοιπόν ''περιμένουμε το διαβατήριο, πήγαινε στο αεροδρόμιο και βλέπουμε''

Μπορεί να μην πήγαινα στους Αγώνες. Είχα προετοιμαστεί και έλειπε αυτό.

Μέρες πριν, ο Βιρβιδάκης -που ήταν Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού- είχε πάρει τηλέφωνο τον Μητσοτάκη και τού είχε πει: "Εγώ παραιτούμαι! Αν αυτός ο Χειμαρριώτης δεν μπορέσει να πάρει το διαβατήριο ν' αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, εγώ δεν έχω κανένα ρόλο εδώ".

Πίεσε αρκετά τα πράγματα. Πάντα ευχαριστώ και τον Σγουρό και τον Βιρβιδάκη για όσα έχουν κάνει για μένα. Τους είμαι ευγνώμων.

Μπήκα εντέλει στο αεροπλάνο και έπειτα από όλα αυτά ήμουν πολύ πεσμένος. Με είχε επηρεάσει πάρα πολύ.

Έπρεπε να αποδείξω τι; Ότι είμαι Έλληνας;

Όταν φτάσαμε στη Βαρκελώνη μάς πλησίασε μια κάμερα της ΕΡΤ.

Με ρώτησε ο δημοσιογράφος “τι θα κάνεις”, απάντησα "θα πάρω το χρυσό μετάλλιο" κι ο καμεραμάν έκανε "αϊντέεεεε" και κούναγε το κεφάλι του

Σου λέει ''παλαβός θα είναι αυτός, μας δουλεύει". Καλύτερα βέβαια που δεν με ήξεραν.

Την ημέρα του αγώνα μπήκα στο ασανσέρ με τον Ιακώβου και ήταν μαζί μας και ο Γιάννης Παπαδογιαννάκης, τον οποίο εκτιμώ πάρα πολύ.

Ήταν αρχηγός αποστολής. Δεν έχω γνωρίσει καλύτερο άνθρωπο.

Και είπε ο "Αλβανός", δεν το εννοούσε ο άνθρωπος. Δεν εννοούσε ότι δεν είμαι Έλληνας, ήθελε να πει “αυτός που ήρθε από την Αλβανία”.

"Αυτός είναι ο Αλβανός;". Κάπως έτσι το είπε, δεν θυμάμαι ακριβώς. Γύρισα και τον κοίταξα, ήθελα να τον πλακώσω στο ξύλο. Τελείωσε ο αγώνας και τον είδα να έρχεται προς το μέρος μας.

Είπα στον Χρήστο: "Πες του να φύγει, γιατί θα πάρω κανένα δεκάκιλο και θα του το ρίξω στο κεφάλι!".

Φώναξα "για την Ελλάδα!" και ήταν κι ένα ξέσπασμα για όσα είχα περάσει με τα χαρτιά και όσα είχα υποστεί

Έλεγαν: "Είναι Αλβανός, μην τον κάνετε Έλληνα". Είχα φτάσει ως εδώ!

Και τα καταφέραμε την τελευταία στιγμή, αλλά είχα μπουχτίσει ρε παιδί μου.

Μου ζητούσαν ν' αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Είναι ένα μόνιμο παράπονο των Βορειοηπειρωτών αυτό.

Δεν είναι ότι μας θεωρούν Έλληνες β' κατηγορίας, αλλά δεν μας θεωρούν καν Έλληνες

Είναι κρίμα. Οι άνθρωποι ήρθαν το 1991 – 1992 και δεν τους κολλούσαν ένσημα και τους έδωσαν μια πράσινη κάρτα Βορειοηπειρώτη κι άρχισαν να τους γράφουν μετά το 1997.

Να το ξαναπώ μην παρεξηγηθώ, ο Παπαδογιαννάκης είναι χρυσός άνθρωπος.

Μάλιστα τότε, μετά τη Βαρκελώνη, είχε προτείνει στην Ολυμπιακή Επιτροπή να πάρουν οι Ολυμπιονίκες σπίτι και έτσι πήρα το σπίτι για τη μάνα μου και τον πατέρα μου, στη Νέα Σμύρνη.

Όχι απλά μας αγκάλιασε, μας βοήθησε, μας στήριξε πάρα πολύ. Αυτό το περιστατικό που ανέφερα ήταν η κακιά στιγμή.

Το ξέσπασμά μου δεν είχε να κάνει με εκείνη την κουβέντα του, ούτε προσωπικά με τον ίδιο, αλλά με το γεγονός ότι εγώ είχα ήδη μαζεμένα μέσα μου πολλά απ' όσα είχαν προηγηθεί.

Και έτσι όταν μπήκα στα 207.5 κιλά, φώναξα “Για την Ελλάδα!”. Δεν κατάφερα να το σηκώσω αυτό το βάρος.

Αγωνίστηκα στο Α' γκρουπ. Από τους Πανευρωπαϊκούς πήγα κατευθείαν στο Α' γκρουπ των Ολυμπιακών Αγώνων, σύμφωνα με την επίδοση που είχα στο σύνολο.

Ήμουν στα 82.5 κ, σε αυτή την κατηγορία. Στην τελευταία βαριά προπόνηση που έκανα στην Ελλάδα ζύγιζα πολλά, ήμουν 88 κιλά!

Αυτό ήταν πάντα το μεγάλο πρόβλημά μου, πριν από τους αγώνες.

Έχανα πολύ δύσκολα βάρος, επειδή είχα κυρίως μυϊκή μάζα, δεν είχα τι να χάσω

Τα 88 κιλά που ζύγιζα ήταν πάρα πολλά γι' αυτήν την κατηγορία.

Γι' αυτό αργότερα, με βόλεψε πολύ η αλλαγή της κατηγορίας από τα 82.5 κιλά στα 85 κιλά.

Όταν έφυγα από την Αθήνα για την Ισπανία ήμουν 85 με 86 κιλά. Ήμουν στα 85 μία εβδομάδα πριν από τους αγώνες, όταν έκανα τη δυνατή προπόνηση στη Βαρκελώνη.

Ο Αλεξέγιεφ με είδε να σηκώνω 170 και 207 κιλά σε εκείνη την προπόνηση και είπε στον Οραζντούρντιεφ ''μάζεψέ τα, δεν κατεβαίνεις''.

Τον έδιωξε από την προπόνηση, κατάλαβε ότι ήταν χαμένοι από χέρι.

Την ημέρα του αγώνα ανέβηκα στη ζυγαριά για τη ζύγιση. Όπως ήμουν πάνω, η ζυγαριά έπαιζε.

Μία με έδειχνε 81.850 κιλά, μία με έδειχνε 81.800, έτσι πήγαινε, από 81.850 στα 81.800.

Οι διαιτητές ήταν ένας Άγγλος, ένας Πολωνός και ένας Ρώσος. Και ο Πολωνός και ο Ρώσος είπαν "81.850 είσαι".

Τότε, ο Άγγλος διαιτητής τους διέκοψε: "όχι!" και μού είπε: "κατέβα κάτω και ηρέμησε, ανέβα τώρα”

Η ζυγαριά έδειξε 81.800 κιλά, σταθερά.

Οι διαιτητές ήξεραν τι γίνεται με τους άλλους, επειδή πιο πριν είχαν ζυγιστεί και ο αθλητής των Ρώσων (Σαμάντοφ) και ο Πολωνός (Σιέμιον).

Ο Πολωνός είχε ζυγιστεί 81.800, όσο κι εγώ δηλαδή. Ο Σαμάντοφ -Τσετσένος ήταν αυτός- ζύγιζε 81.850.

Σηκώσαμε και οι τρεις αθλητές το ίδιο βάρος, 370 στο σύνολο. Όμως, ήμουν πιο ελαφρύς από τον Σαμάντοφ και ο Σιέμιον σήκωσε δεύτερος κατά σειρά τα 370 στο σύνολο.

Τι έγινε... Εγώ από τα 167.5 που σήκωσα στο αρασέ πέρασα αρχικά στα 202.5 στο ζετέ. Και τότε έκανα τα 370, στην πρώτη προσπάθεια.

Ο Σιεμίον πήρε το αργυρό επειδή από τα 165 κιλά που είχε στο αρασέ μπήκε στο ζετέ με 200 κιλά και στη δεύτερη προσπάθειά του σήκωσε 205, για να φτιάξει σύνολο 370.

Συνεπώς, έκλεισα πρώτος στα 370 και νίκησα.

Η ιστορία με τον Άγγλο με έσωσε

Τον ξαναείδα μετά τη Βαρκελώνη, εννοείται. Tου είχα πάει μάλιστα ένα μπουκάλι ΜΕΤΑΧΑ, από αυτά τα παλαιωμένα, τα καλά, τα ακριβά, είχε τρελαθεί.

Η κρίση του και το καθαρό μυαλό του μού χάρισαν το χρυσό μετάλλιο, δεν μπορούσα να μην του είμαι ευγνώμων

Σιγά, ένα ΜΕΤΑΧΑ τού πήγα. Αλίμονο! Όμως, το εκτίμησε.

Δεν μου χάρισε κάτι, δεν με ευνόησε. Απλά, φέρθηκε δίκαια και η στάση του έκρινε τον αγώνα και τα μετάλλια.

Έτσι πρέπει να είναι ο διαιτητής. Η κρίση του με έσωσε.

Έμαθα ότι πέθανε από καρκίνο ο καημένος.

Ο Ιακώβου φώναζε από τότε πίσω από τις κουρτίνες. Mού είχε πει μια ιστορία, πώς έχασε το χάλκινο στους Ολυμπιακούς του 1972.

Ο Χρήστος είχε χάσει μια προσπάθεια και έτσι δεν μπήκε στα μετάλλια στο Μόναχο, πάνω στον αγώνα της Βαρκελώνης τη θυμήθηκα την ιστορία του

Σήκωσα αρχικά στο αρασέ 162.5 κιλά κι έπειτα έγιναν περίπου επτά άκυρες στη σειρά.

Είχα κι εγώ μία άκυρη στα 167.5. Στο μεταξύ, ο Βούλγαρος ο Μπρατόιτσεφ γύρισε τον αγκώνα του.

Μπήκα για δεύτερη φορά στα 167.5κ.. Αυτή ήταν η τρίτη και τελευταία προσπάθειά μου στο αρασέ.

Και βλέπεις εκείνη τη στιγμή ένα Ιακώβου...

Δεν μου φώναξε με αυστηρό τόνο, σαν να έλεγε "πρέπει να το κάνεις".

Ήταν σαν με παρακαλούσε να σηκώσω τα κιλά, σαν να μου έλεγε "μην το πάθεις κι εσύ όπως κι εγώ"

Αν δεν σήκωνα τα 167.5, θα έμενα στα 162.5 και μάλλον μακριά από το μετάλλιο.

Δεν είχα φτάσει στο σημείο να βλέπω στον ύπνο μου τον Ιακώβου να φωνάζει, αλλά να σου πω κάτι, τον είδα πέρυσι, στο Τόκιο!

Είδα όνειρο ότι άρχιζαν οι Αγώνες, ότι είχα την αμερικανική ομάδα και ήρθε ο Χρήστος και μου είπε: "Έχουμε πρόβλημα. Δεν έχουμε άλλη λύση, δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε. Πρέπει να κατέβεις στον αγώνα και πρέπει να χάσεις και τα κιλά άμεσα. Άντε πάμε!".

Του απάντησα στο όνειρο: "Ρε Χρήστο τι λες; Είμαι 112 κιλά, δεν έχω κάνει προετοιμασία. Πώς να πάω 85 κιλά τώρα; Πλάκα μου κάνεις; Τι πάμε;".

Ν' αγωνιστώ με την Ελλάδα μού έλεγε. Ξύπνησα μέσα στο άγχος. Συνειδητοποίησα ότι ήταν όνειρο, αλλά ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα

Άγχος να δεις. Να χτυπάει η καρδιά μου, να σπάσει! Μάλλον, είχα άγχος για την ομάδα και μου βγήκε έτσι.

Είδα στον ύπνο μου τον Ιακώβου, τόσα χρόνια μετά, φοβερό.

Όταν γύρισα με το χρυσό μετάλλιο στο Ολυμπιακό Χωριό της Βαρκελώνης, αρχίσαμε να χορεύουμε, πίναμε, βγάζαμε φωτογραφίες.

Εγώ δεν ήξερα τι γινόταν στην Ελλάδα. Εκεί που ήμασταν -ναι-, έγινε χαμός μετά τον αγώνα κι εγώ έλεγα ''εντάξει, πήραμε ένα μετάλλιο''. Αυτό έλεγα μέσα μου.

Μετά, το πάρτι του μεταλλίου πήγαν όλοι για ύπνο κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Έφυγα.

Είχε κάτι γέφυρες μέσα το Ολυμπιακό Χωριό που ήταν γεμάτες παγωτά.

Πήγα που λες σε μια γέφυρα με παγωτά. Αν έφαγα; 37! Έφαγα 37 παγωτά!

Ήταν κάτι πύραυλοι τυλιγμένοι με χαρτί. Άνοιγα τον έναν, τον έτρωγα, άφηνα το χαρτί. Τον επόμενο, το ίδιο.

Πέρασαν δυο αστυνομικοί κατά τις 4 με 5 τα ξημερώματα, είδαν ένα βουνό δίπλα μου από τα χαρτιά και έλεγαν "τρελός είναι αυτός".

Τους έδειξα το μετάλλιο και ζήτησαν να βγουν φωτογραφία, επί τόπου.

Πριν από τον αγώνα πήγαινα κάθε μέρα στο εστιατόριο, έπαιρνα ένα μήλο, έβλεπα τα φαγητά και έλεγα φεύγοντας ''θα σας δείξω εγώ''.

Έπρεπε πάση θυσία να χάσω τα κιλά κι έτρωγα μόνο ένα πράσινο μήλο και δύο λεμόνια -αντί για νερό- την ημέρα

Το μήλο το έκανα οκτώ κομμάτια, το έτρωγα κομμάτι – κομμάτι, για να ξεγελιέμαι.

Αν έπινα νερό θα έβαζα γραμμάρια από τα υγρά. Ήμουν στην τελική ευθεία πριν από τον αγώνα, έπρεπε να χάσω κι άλλο βάρος και έτσι πιπίλιζα τις φέτες από το λεμόνι, για να ξεδιψάω.

Όλες αυτές τις μέρες έμπαινα στο εστιατόριο και έβλεπα τα φαγητά. Ήταν όλα βουνά. Όλα βουνά!

Εδώ ήταν η ασιατική κουζίνα, εκεί η ιταλική, είχε μεσογειακή. Έβαζα έτσι το χέρι μου δίπλα στα μάτια μου να μην τα βλέπω, επειδή λιμοκτονούσα.

Άρπαζα γρήγορα το μήλο και τα λεμόνια και φεύγοντας μουρμούριζα "δεν θα τελειώσω με τον αγώνα, θα σας δείξω εγώ"

Τελείωσε ο αγώνας και πήγα στο εστιατόριο. Έβαλα δύο δίσκους μπροστά μου! Επιτέλους να φάω, είπα.

Το μυαλό μου και μια λίρα. Το στομάχι μου είχε κλείσει. Πώς να φάω;

Έκατσα εκεί, ήπια μια coca cola, αλλά δεν μπορούσα να φάω. Υγρά ήθελα μόνο, παγωτά.

Μόνος μου πήγα να φάω τα παγωτά. Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το βράδυ.

Την επόμενη ημέρα έλεγα στον Τάσο Παπαχρήστου τι είχα κάνει με τα παγωτά. Με είχε πάρει με τον φωτογράφο τον Πάρη Σαρρηκώστα, για να πάμε στο κέντρο της Βαρκελώνης.

Ήθελε ο Τάσος να γράψει ένα αφιέρωμα στην εφημερίδα, στο "ΕΘΝΟΣ". Βγήκα φωτογραφία όπως ήμουν ντυμένος στον αγώνα, με το μαγιό και τα αγωνιστικά παπούτσια, σε μια πλατεία με συντριβάνι.

Μου είπε ο Τάσος ''βάλε και το μετάλλιο''. Βγάζω το μετάλλιο για να το φορέσω και... Να, ανατρίχιασα τώρα. Κάθε φορά που το θυμάμαι αυτό ανατριχιάζω.

Βγάζω το μετάλλιο σε κοινή θέα κι άρχισα να ακούω τους Ισπανούς να ψιθυρίζουν αριστερά – δεξιά “medalla de oro”, “medalla de oro”, “medalla de oro”

Δεν υπήρχε πιο όμορφο πράγμα. Και να το ακούς αυτό να απλώνεται ψιθυριστά σε όλη την πλατεία.

Μετά τη συνέντευξη έφυγα και πήγα στη Βιτόρια. Εκεί, είναι ένα αδελφό σωματείο του Μίλωνα. Πήγα και δεν ήξερε κανείς πού ήμουν.

Πέρασα πολύ ωραία, δεν με έβρισκαν οι δημοσιογράφοι, κινητά δεν υπήρχαν και λίγο ησύχασα. Όσο ήμουν στη Βιτόρια έβαλαν στο αεροπλάνο τους γονείς μου και τους έφεραν στη Βαρκελώνη.

Γύρισα κι εγώ άρον άρον στο Ολυμπιακό Χωριό, η μάνα μου έκανε σαν μωρό , όταν με είδε

Με πτήση τσάρτερ επιστρέψαμε στην Αθήνα. Η Βούλα Πατουλίδου ήταν μπροστά μου, όπως ετοιμαζόμασταν να κατέβουμε.

Μου λέει η Βούλα "κάτσε, ξέχασα να περιποιηθώ" και έφυγε τάχα μου να περιποιηθεί. Μπήκα εγώ μπροστά και είδα κάτω από το παράθυρο να γίνεται της τρελής.

“Μας την έκανε η Βούλα”, είπα. Έβαλε εμένα μπροστά και πήγε πίσω

Χαμός γινόταν. Ήταν πολύ ωραίο! Πάρα πολύ ωραίο αυτό που έβλεπα.

Τότε, κατάλαβα τι είναι να είσαι Ολυμπιονίκης. Μέχρι να δω τον κόσμο που μας περίμενε ένιωθα, όπως νιώθει ένας αθλητής που έχει πάρει ένα παγκόσμιο, ευρωπαϊκό μετάλλιο.

Ήξερα πώς είναι να έχεις πάρει ένα μετάλλιο, αλλά όχι αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ, τότε συνειδητοποίησα τι είχα κάνει

Και μετά γινόταν όλο και καλύτερο, μέχρι και το χάλκινο της Αθήνας που το ένιωσα σαν χρυσό με τον κόσμο που ήρθε στον αγώνα.

Τότε, -στην Αθήνα- έλεγα στον Παπαχρήστου ''αν πάρω το χρυσό, θα πάω με τα πόδια ως την Ακρόπολη''.

Και μετά σκεφτόμουν ''πώς θα καταφέρω να περπατήσω ως την Ακρόπολη, αν το πάρω;''.

Πριν από τους Αγώνες δεν έλεγα κάτι επειδή ήμουν τραυματίας. Το μόνο που είχα πει ήταν ότι ''με ένα χέρι, με ένα πόδι θα αγωνιστώ''.

Αφού φτάσαμε στην Ελλάδα μετά τη Βαρκελώνη, με έκρυψε ο Βιρβιδάκης στα Χανιά και δεν έλεγαν από την ομοσπονδία πού ήμουν.

Ήμουν στο ξενοδοχείο ενός φίλου του. Ήταν μόνο ξένοι, εκεί.

Δεν υπήρχε Έλληνας στο ξενοδοχείο και έτσι ηρέμησα. Γινόταν χαμός, τότε.

Τα είχα χάσει με τις αντιδράσεις του κόσμου. Πήρα πολλή αγάπη, ένιωθα τη χαρά του κόσμου.

Σκέψου, ο καπετάν Γιάννης ο Λάτσης είχε βγάλει ένα ποσό από τον προσωπικό του λογαριασμό -όχι της εταιρείας- ως δώρο, επειδή η μητέρα του ήταν από την Κορυτσά.

Βέβαια, είχε δώσει σε όλα τα παιδιά. Αν θυμάμαι καλά από την πρώτη έως την έκτη θέση. Στους πρώτους είχε δώσει 50.000.000 δραχμές.

Ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, επίσης. Με κάλεσαν στο γραφείο τους χωρίς φωτογράφους, χωρίς να το πουν κάπου, χωρίς να το ξέρει κάποιος και μού έδωσαν 30.000.000 δραχμές.

"Εμείς θέλουμε να σου δώσουμε αυτό, ένα δώρο από την οικογένειά μας, επειδή είσαι μάγκας"

Έτσι απλά, χωρίς άλλη κουβέντα.

Νοίκιαζαν οι γονείς μου το σπίτι στη Σόλωνος. Πήγα στην τράπεζα στο Κολωνάκι να κάνω κάτι δουλειές και με φώναξε ο διευθυντής.

"Ελάτε λίγο κ. Δήμα. Κάποια κυρία με το δικηγόρο της άνοιξε λογαριασμό στο όνομά σας. Δεν θέλει να γίνει γνωστό το όνομά της".

Έβρισκα λογαριασμούς στο όνομά μου από 10 μέχρι 50.000 δραχμές, από 100.000 μέχρι 200.000 δρχ..

Με είδε μια γυναίκα στο δρόμο, στο Χαλάνδρι, κατέβηκε απ' το αυτοκίνητο, μού φόρεσε το σταυρό της κι έφυγε

Δεν υπάρχει! Αυτό που συνέβαινε τότε, ήταν τρελό για όλους μας. Η χαρά του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν και άλλες εποχές, ήταν πιο αγνά τα πράγματα.

Είχαν ενθουσιαστεί πολύ με τα μετάλλια. Να μην ξεχνάμε βέβαια ότι το 1992 ήμασταν στα πολύ καλά μας σε οικονομικό επίπεδο, γι' αυτό και υπήρξαν και τέτοιου είδους αντιδράσεις.

Βρήκα μέχρι και μετοχές στο όνομά μου!

Θυμάμαι, είχα πάει κάποια στιγμή στη Σόλωνος και μού είπε ο πατέρας μου, ν' ανέβω στον πάνω όροφο, ότι με ήθελε η σπιτονοικοκυρά.

Μού είπε "είναι και ένας φωτογράφος μαζί". Ανέβηκα κι εγώ στην κ. Πανωραία. Μου είπε ''εγώ παιδιά δεν έχω, όλα αυτά θα μείνουν στους κληρονόμους μου και δεν θέλω να βγάλουν τη φωτογραφία μου από το σπίτι, όταν θα φύγω".

¨"Αν βγάλω μια φωτογραφία μαζί σου, θα την κρατήσουν και δεν θα την πετάξουν”

Όταν άρχιζα την καριέρα μου δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα τα ζούσα όλα αυτά.

Ήξερα ότι είμαι αθλητής υψηλού επιπέδου, ότι είμαι άλογο κούρσας, αλλά το άλογο κούρσας χρειάζεται και τις κατάλληλες υποδομές και τους σωστούς ανθρώπους γύρω του

Αν δεν είχα την Αναστασία, την οικογένειά μου, δεν θα ήταν το ίδιο. Ήταν ένας κύκλος ανθρώπων που με προστάτευαν και νοιάζονταν για μένα.

Και η οικογένεια της Αναστασίας με στήριξε και με στηρίζει ακόμη. Έφευγα για προετοιμασία και έρχονταν στην Αθήνα να μείνουν με την Αναστασία.

Είχε τα παιδιά τότε. Βοήθησαν πολλοί γι' αυτά τα μετάλλια. Δεν είναι ένα πράγμα έτσι που έγινε.

Και τώρα είναι δίπλα μου όλοι και τους είμαι ευγνώμων.

Φωτογράφιση: Georgia Panagopoulou / Tourette Photography
Image credits: Eurokinissi / Intime