Η Γελένα Λεουτσάνκα νίκησε τη φυλακή

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι για τη Λευκορωσίδα (πρώην του Παναθηναϊκού) μπασκετμπολίστρια Γελένα Λεουτσάνκα "ακόμα ένας λόγος για να είμαι παρούσα στην προσπάθεια να μαθαίνει ο κόσμος την αλήθεια και να μάχεται για την ελευθερία του δίχως να φοβάται".

Άλλωστε η δική της περιπέτεια, την οποία τόσο γλαφυρά και λεπτομερώς εξιστορεί μέσω του SPORT24, είναι μία από τις πολλές τις οποίες άνθρωποι που αντιστέκονται βιώνουν σε ολοκληρωτικά και απολυταρχικά καθεστώτα, δίχως την ευκαιρία που εκείνη έχει ώστε να τη μοιράζεται: έξω από τη φυλακή και μακριά από το θάνατο.

Το κουβάρι της ιστορίας μου θ' αρχίσει να ξετυλίγεται από την Άνοιξη του 2020 κι όσα συνέβαιναν τότε στην πατρίδα μου, στη Λευκορωσία. Για όλα όσα εκεί αρχίσαμε να επαναστατούμε και να μαχόμαστε, για την ελευθερία γενικότερα, την ελευθερία του λόγου, το να μπορείς να εκφράζεις χωρίς φόβο τη γνώμη σου, δίχως να μπαίνεις στη φυλακή γι' αυτό. Ήταν τότε που ένιωσα ότι έφτασε η στιγμή να κάνω κάτι για όλους εμάς, για τους συμπατριώτες μου.

Η Λευκορωσία, επί της ουσίας λειτουργούσε -κι εξακολουθεί να το κάνει- υπό την καθοδήγηση της Ρωσίας, ο Λουκασένκο είναι μια μαριονέτα του Πούτιν, το καθεστώς που ζουν οι άνθρωποι εκεί δεν έχει σχέση με τις αρχές της δημοκρατίας. Έτσι πήρα την απόφαση ότι θα πάψω να είμαι σιωπηλή με όλα αυτά που συμβαίνουν.

Ξέρετε, την περίοδο εκείνη, το 2020, ούτε καν οι εγνωσμένης αξίας αθλητές είχαν το θάρρος της γνώμης τους, την επιθυμία να μιλήσουν ανοιχτά.

Το πνεύμα ήταν, "σκάστε και καρφώστε την μπάλα", "σκάστε και φέρτε μετάλλια στη χώρα", "σκάστε και πηδήξτε ψηλά, τρέξτε γρήγορα".

Λάθος! Εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε τη δύναμη και την ευκαιρία να εκφραζόμαστε δημόσια, εμείς πρέπει να το αλλάξουμε για όλους εκείνους που έρχονται στο γήπεδο και φωνάζουν το όνομά μας, πανηγυρίζουν για εμάς, δίνουν σημασία σε αυτό που κάνουμε. Κι εμείς, πώς θα τους το ανταποδώσουμε; Παραμένοντας σιωπηλοί; Φτάνουν η φήμη και τα χρήματα για να έχουμε καλά τις ζωές και τις ψυχές μας; Όχι, δεν είναι αποδεκτό.

Το περασμένο καλοκαίρι ήθελα τόσο πολύ να γυρίσω πίσω, το είχα σχεδόν αποφασίσει. Όμως όλοι οι φίλοι μου, οι γονείς μου, με προέτρεπαν να μην το κάνω, διότι τρελά πράγματα εξακολουθούν να συμβαίνουν εκεί. Σταματούν ανθρώπους στον δρόμο και τους ζητούν τα κινητά τηλέφωνά τους.

Αν δεν το δώσεις, σε συλλαμβάνουν. Αν το δώσεις και βρουν στοιχεία ότι για παράδειγμα είχες πάει σε μια ανοιχτή συγκέντρωση διαμαρτυρίας, τότε αντιμετωπίζεις ποινή φυλάκισης δύο ετών. Έτσι απλά, βρίσκεσαι σε ένα κελί και εκεί διαλύεται η ζωή σου.

Δεν υπάρχει καν κάποιος να σε υποστηρίξει, οι νόμοι εξαρτώνται από το παιχνίδι εξουσίας του δικτάτορα Λουκασένκο κι επιβάλλονται από την αστυνομία και τον στρατό. Ακόμα και το να βρεις δικηγόρο, είναι πλέον ουτοπικό, διότι όσοι προσπαθούν να βοηθήσουν αποβάλλονται από το σώμα.

Άνθρωποι μπαίνουν στη φυλακή επειδή φορούν ασπροκόκκινες κάλτσες, δηλαδή τα χρώματα της κανονικής σημαίας της Λευκορωσίας. Μένουν εκεί για 30 ημέρες, ως ποινή παραδειγματισμού. Για κάποιους επινοούν επιπρόσθετες, ανυπόστατες, κατηγορίες για να μείνουν μέσα περισσότερο.

Αδυνατώντας να επιστρέψω στην πατρίδα μου, αποφάσισα να χρησιμοποιώ τα προσωπικά μου social media για να μεταφέρω την αλήθεια στον κόσμο.

Εκεί το καθεστώς είναι πιθανό να με θεωρήσει ως προδότρια κι έτσι με το που γυρίσω να μπω στη φυλακή για 10-15 χρόνια. Για ποιο λόγο; Επειδή απλώς έχω φωνή και την εκφράζω δημόσια.

Είναι κάτι που ήδη συμβαίνει με άλλους, που δεν είναι καν διάσημοι. Μια γνωστή μου για παράδειγμα, πριν από μερικές ημέρες αποφάσισε να επιστρέψει στη Λευκορωσία για να είναι εκεί στη συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο της μητέρας της.

Δεν πρόλαβε καν να κάνει 10 βήματα στα σύνορα και την συνέλαβαν. Τώρα αντιμετωπίζει ποινή από 5 έως 10 χρόνια στη φυλακή. Γιατί; Επειδή το 2020 μετείχε σε μια απλή διαδήλωση εναντίωσης στον τρόπο που η χώρα κυβερνάται.

Θέλουν να σε λυγίσουν, να σε κάνουν να σωπαίνεις, να έχεις το φόβο ακόμα και να συζητήσεις δημόσια ότι τώρα γίνεται πόλεμος στην Ουκρανία, επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν θέλουν να ζουν σε ένα σύστημα όπως αυτό που βιώνει η Λευκορωσία, πλήρους ελέγχου από τη Ρωσία. Γι' αυτό είμαι εδώ, στο SPORT24, για να τα μοιραστώ όλα μαζί σας και αυτή η ιστορία να ταξιδέψει όσο πιο μακριά γίνεται.

"Ήταν γραφτό αυτό που μου συνέβη γιατί σιχαίνομαι τον φόβο"

Τον Ιούνιο του 2020, περίπου δύο μήνες πριν από τις εκλογές του Αυγούστου, προέκυψαν καινούργιοι υποψήφιοι, κάτι πολύ σπάνιο για τη συγκεκριμένη διαδικασία στη χώρα. Για να κερδίσει κάποιος το δικαίωμα να λογίζεται ως υποψήφιος θα πρέπει να συγκεντρώσει έναν συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών.

Και τότε άρχισε να συμβαίνει κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ στη Λευκορωσία. Χιλιάδες κόσμου σχημάτιζαν ουρές για να υπογράψουν και να τους δώσουν την ευκαιρία να κοντράρουν επιτέλους τον Λουκασένκο, ο οποίος πέραν της πρώτης φοράς που εξελέγη, όλες τις υπόλοιπες το πετύχαινε με απάτη γι' αυτό και δεν επετράπη ποτέ μια διεθνής επίβλεψη της διαδικασίας.

Την περίοδο εκείνη ήμουν στην Ελλάδα για θεραπεία μετά από τραυματισμό στο γόνατο. Ήταν αρχές του έτους, πολύ πριν έρθω στον Παναθηναϊκό. Τότε άρχισε ο σταδιακός αποκλεισμός λόγω covid-19, η βίζα μου για τις ΗΠΑ είχε λήξει και η μόνη μου επιλογή ήταν να επιστρέψω στη Λευκορωσία. Ήταν γραφτό να γίνει, να συμβούν όλα όσα θα διαβάσετε, να ζήσω αυτή την εμπειρία που με οδήγησε στο να είμαι αυτή που είμαι σήμερα.

Επιστρέφοντας, εντρύφησα στην καθημερινότητα εκείνων των μηνών, άρχισα να διαβάζω για τους υποψηφίους, είδα την κινητοποίηση των απλών ανθρώπων, την πολυπληθή παρουσία τους στα περίπτερα των άλλων υποψηφίων προκειμένου να καταθέσουν την επιθυμία τους ώστε να υπάρξει μια αλλαγή στη χώρα.

Ένας από εκείνους που ξεχώρισα ήταν ο Όλεγκ Μπαμπαρίκο, πρώην τραπεζίτης. Το ρεύμα του ολοένα και αυξανόταν, ήταν ξεκάθαρο πως θα επρόκειτο για το βασικό αντίπαλο του Λουκασένκο. Μέχρι που μια ημέρα έγινε αυτό που πολλοί υποψιαζόμασταν. Κατασκευάστηκε μια ιστορία γύρω του, συνελήφθη και μπήκε στη φυλακή.

Θυμάμαι να διαβάζω τα νέα με τόση οργή, ήταν το turning point της ιστορίας. Συνδέθηκα στο instagram και ανέβασα ένα story: "Μην μας το κάνετε αυτό άλλο, δώστε μας την ευκαιρία να αποφασίσουμε εμείς ποιος θέλουμε να διοικεί τη χώρα".

"Οι απειλές και η παρακολούθηση των τηλεφώνων μας"

Ασφαλώς, σε ένα κράτος με δικτατορικό καθεστώς, αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. Για τους περισσότερους έως και απερίσκεπτο. Ήταν μαζί και η αφετηρία για όσα θα ακολουθούσαν.

Ενόσω το story ταξίδευε στο διαδίκτυο και διαβαζόταν, το τηλέφωνό μου χτυπούσε διαρκώς. Όλοι με ρωτούσαν αν κατάλαβα τι έχω κάνει, αν φοβάμαι, μήπως θα έπρεπε κάπου να κρυφτώ. Μα γιατί να φοβάμαι; Επειδή έχω δική μου άποψη;

Η αλήθεια είναι ότι ήμουν κάπως νευρική για την οικογένειά μου, για τους γονείς μου, να μην συμβεί κάτι σε εκείνους, διότι κάνουν και τέτοια. Όμως ακριβώς εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποιούσα παράλληλα πως αυτός είναι ο τρόπος που μας εξουσιάζουν όλα αυτά τα χρόνια: με τον φόβο.

Σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, έζησα για χρόνια στις ΗΠΑ και δεν έχω μάθει να φοβάμαι για κάτι. Δεν το αποδέχομαι.

Ήταν περίοδος μεγάλης έντασης, συνεχόμενων διαδηλώσεων κι όταν έφτασε η 9η Αυγούστου, η ημέρα διεξαγωγής των εκλογών, ο Λουκασένκο νίκησε και διέταξε να πέσει το ίντερνετ για τρεις ημέρες. Ταυτόχρονα, η εντολή προς την Αστυνομία ήταν να καταστείλει τις εναντίον του αποτελέσματος διαδηλώσεις με κάθε τρόπο, καθώς ήμασταν πάρα πολλοί όσοι πιστεύαμε ότι επρόκειτο ξανά για κλοπή.

Όταν το ίντερνετ επέστρεψε, μετά από τρία 24ωρα, είδαμε πολύ άσχημες φωτογραφίες και βίντεο να κυκλοφορούν, ενέργειες που παρέπεμπαν σε τακτικές των ναζί. Άνθρωποι χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία, ξυλοκοπήθηκαν αγρίως, συνελήφθησαν χωρίς να προκαλούν. Επικράτησε χάος.

Με τον καιρό όμως οι δράσεις μας εντάθηκαν. Δημιουργήθηκε το κίνημα SOS-BY από αθλητές της χώρας, οι οποίοι διαδηλώναμε κάθε Κυριακή. Στην αρχή πιο λίγοι, αργότερα περισσότεροι μετά από ένα διάστημα κοιτούσες πίσω κι έβλεπες 50 χιλιάδες ανθρώπους να μας ακολουθούν στους δρόμους. Οι απλοί πολίτες βρήκαν τους επικεφαλής που θα απομάκρυναν το φόβο τους, υπήρχαν μπροστάρηδες πλέον εδώ, είχαν πάψει να νιώθουν μόνοι και αβοήθητοι.

Ταυτόχρονα όμως γιγαντώθηκε μεταξύ μας η ανησυχία ότι κάποιοι από εμάς θα καταλήξουμε στη φυλακή. Γνωρίζαμε ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να παρακολουθούν τα τηλέφωνά μας, δεχόμασταν απειλές στο διαδίκτυο, κοιτούσαμε πάντοτε πίσω μας όταν οδηγούσαμε ή την ώρα που μπαίναμε και βγαίναμε από τα σπίτια μας. Για μένα, ήταν σε ένα βαθμό αναμενόμενο αυτό που θα ακολουθούσε.

"Η σύλληψή μου έγινε σκοπίμως σε δημόσιο χώρο"

Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να με είχαν συλλάβει οπουδήποτε. Όμως επέλεξαν έναν τρόπο που πίστευαν ότι θα μ' έκανε να αντιδράσω. Ήταν η ημέρα που ετοιμαζόμουν να έρθω στην Ελλάδα ξανά, τέλη Σεπτέμβρη του 2020.

Στη διαδρομή προς το αεροδρόμιο, οδηγούσε ο πατέρας μου, είδαμε ένα περιπολικό να είναι σταματημένο στην πλευρά μας, αλλά κοιτάζοντας ανάποδα. Ο οδηγός με κοίταξε έντονα.

Τότε ένιωσα κάτι πολύ περίεργο. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Μινσκ, ο πατέρας μου γύρισε να περιμένει μέχρι να μπω μέσα στο αεροπλάνο, σ' ένα κοντινό βενζινάδικο. Το κάναμε πάντα αυτό όταν έφευγα από τη χώρα, καθώς έχω παίξει σε πολλές ομάδες στο εξωτερικό.

Όταν πέρασα τον έλεγχο των διαβατηρίων, ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου. Γύρισα και είδα δύο αστυνομικούς. Έμοιαζαν να μην θέλουν να κάνουν αυτό που θα ακολουθούσε, όμως η εντολή ήταν να με συλλάβουν.

Ήμουν σε σοκ, όμως δεν έπρεπε να αντιδράσω, παντού τριγύρω υπήρχαν κάμερες και θα ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν. Για να δείξουν μετά στον κόσμο ότι η κακή Γελένα δημιούργησε πρόβλημα.

Και μαζί, να συνεχίσουν το έργο της απεχθούς προπαγάνδας τους. "Κοιτάξτε τι συνέβη στη Λεουτσάνκα, σκεφτείτε τι μπορεί να συμβεί σ' εσάς".

Τους ακολούθησα, αφού τους ζήτησα να μου επιτρέψουν να τηλεφωνήσω. Μπορώ να πω ότι ήταν ευγενικοί. Ήταν η περίοδος που όλοι οι αθλητές του SOS-BY είχαμε δικηγόρους, διότι έπρεπε να ήμασταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, αυτό ακριβώς που μου συνέβαινε εκείνη τη στιγμή. Πήρα τη μητέρα μου και της είπα να πει στον μπαμπά να φύγει από το βενζινάδικο, θυμάμαι ακόμα τη φωνή της να τρέμει. Έπρεπε να πάρω εκείνη για να με ακούσει, να το μάθει από μένα.

Μπόρεσα να πάρω κι έναν φίλο μου για να ενημερώσει τον δικηγόρο. Μετά μου πήραν το τηλέφωνο, όμως είχα και δεύτερη συσκευή. Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα και κάλεσα την Ελένη Καπογιάννη στην Ελλάδα, την προπονήτρια του Παναθηναϊκού. Με περίμενε στην Αθήνα κι έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν θα τα καταφέρω.

Στη συνέχεια με μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα. Ήταν απέναντί μου δύο άνδρες, οι οποίοι είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους και του ζήτησα να βγάλουν αυτά που φορούσαν, διαφορετικά δεν θα έμπαινα σε καμία διαδικασία να μιλήσω μαζί τους.

Έφεραν μπροστά μου κάποια χαρτιά και απαίτησαν να τα υπογράψω. Προσπαθούσαν επί περίπου δύο ώρες να με πείσουν ότι θα έπρεπε να το κάνω, όμως εγώ ούτε καν τα διάβασα, απαιτώντας να έρθει ο δικηγόρος μου. Δεν ήρθε ποτέ.

Όταν κατάλαβαν ότι δεν θ' αλλάξω άποψη, με πήραν από εκεί και ξαφνικά βρέθηκα στις φυλακές. Θυμάμαι φεύγοντας να λέω στον έναν ότι "θα έρθει η ημέρα που θα πρέπει να λογοδοτήσεις γι αυτό, δεν θα το αφήσω έτσι". Εκείνος απλώς με κοιτούσε!

Μέσα στην ημέρα, δικάστηκα με ρυθμούς αστραπής μέσω Skype και μου ανακοινώθηκε ποινή φυλάκισης 15 ημερών. Η περιπέτεια μόλις ξεκινούσε.

"Μύριζε απαίσια, σαν κάποιος να είχε ουρήσει παντού"

Φτάνοντας στις φυλακές, έπρεπε να περάσω ένα βράδυ στην πρώτη πτέρυγα μέχρι να παρθεί η απόφαση για το πού θα οδηγηθώ.

Να σημειώσω εδώ ότι πριν από τη σύλληψή μου, είχα δώσει μια συνέντευξη στην οποία αναφερόμουν σε θηριωδίες που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του τριημέρου, όταν δεν υπήρχε ίντερνετ στη χώρα, δίνοντας έμφαση και σε μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες κάποιες γυναίκες αποχωρούσαν από τα αστυνομικά τμήματα μετά από προσαγωγές ή συλλήψεις, δίχως να φορούν εσώρουχα.

Από εκείνες τις ημέρες, η αστυνομία με απειλούσε με σύλληψη, μάλιστα μου είχε ζητηθεί να μεταβώ στο τμήμα για να δώσω εξηγήσεις κι εγώ τους παρέπεμψα στον δικηγόρο μου.

Όταν λοιπόν εμφανίστηκα στις φυλακές, όλοι οι αστυνομικοί και σωφρονιστικοί υπάλληλοι γνώριζαν ποια είμαι και τι είχα πει για εκείνους. Το έβλεπα στις συμπεριφορές τους.

Ο δε επικεφαλής της διαδικασίας -μέχρι να με οδηγήσουν στο πρώτο κελί- ήταν ο πιο σκληρός της ιστορίας. Με το ζόρι με άφησε να πάρω ένα-δύο πράγματα, ένα βιβλίο και μια αλλαξιά ρούχα και με οδήγησαν στο χώρο που θα περνούσα το πρώτο βράδυ μου.

Μύριζε απαίσια, σαν κάποιος να είχε ουρήσει παντού. Όταν μπήκα στο κελί, αντίκρισα μια ηλικιωμένη κυρία, πρέπει να ήταν άστεγη. Φαινόταν μεθυσμένη, μύριζε εξίσου άσχημα με το δωμάτιο, έντονη ήταν επίσης η οσμή του αλκοόλ.

Ακολούθησε ο εξής διάλογος:

"Καλησπέρα σας".

"Γεια, εγώ η Λουντμίλα".

"Αλήθεια; Τη μητέρα μου λένε Λουντμίλα. Εγώ είμαι η Γελένα".

"Α ναι; Την κόρη μου λένε Γελένα". Τότε σκέφτηκα ότι καλά θα πάει αυτό.

Βέβαια η νύχτα ήταν πολύ δύσκολη. Υπήρχε μια ξύλινη κουκέτα, χωρίς στρώματα. Έπρεπε να ξαπλώσω επάνω, η Λουντμίλα είχε ήδη πάρει το κάτω κρεββάτι. Είχα ένα σεντόνι και προσπάθησα να βολευτώ, αλλά ήταν αδύνατο, ούτε καν χωρούσα.

Απλώς από την κούραση, καθώς είχα μείνει άυπνη το προηγούμενο βράδυ ετοιμάζοντας τις βαλίτσες μου για την Ελλάδα και με όλο το στρες της ημέρας, κάποια στιγμή πρέπει να λιποθύμησα.

"Έπρεπε να καθαρίζουμε τις ακαθαρσίες χωρίς καζανάκι"

Την επόμενη μέρα με πήγαν στην κανονική πτέρυγα με τους φυλακισμένους. Ήμουν μαζί με τρία άλλα κορίτσια, συστηθήκαμε, μοιραστήκαμε τις περιπέτειές μας, σχεδόν όλες βρισκόμασταν εκεί για τον ίδιο λόγο: επειδή τολμήσαμε να διαδηλώσουμε κατά της κυβέρνησης. Ήταν κάπως ανακουφιστικό το να βιώνεις αυτή την κατάσταση με ανθρώπους που σκέφτονταν το ίδιο και προσδοκούσαν σε κάτι καλύτερο, οπότε μπορώ να πω ότι το πρώτο βράδυ πέρασε ευχάριστα.

Βέβαια το κελί, ήταν τρομερά μικρό και περιοριστικό. Τα δύο διπλά κρεβάτια με τον τοίχο, στον οποίο υπήρχαν ένας πάγκος κι ένα μικρό τραπέζι, χώριζε ένας μικρός διάδρομος που με δυσκολίες μπορούσες να τον διασχίσεις, δεν ήταν εφικτό καν να περπατήσεις εκεί.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο φρουρός, ο οποίος απαίτησε να σηκωθούμε όρθιες αμέσως και να τυλίξουμε τα στρώματά μας. Δεν υπάρχουν αντιρρήσεις σε αυτά, όποιος δεν συμμορφώνεται, θα έχει ποινή. Η οποία μπορεί να είναι επιπλέον ημέρες φυλάκισης έως και απομόνωση σε υπόγειο κελί χωρίς θέρμανση και με φιλόξενους αρουραίους για συντροφιά. Ουδείς θέλει να το ζήσει αυτό, οπότε απλώς είσαι υπάκουος και κάνεις ότι σε προστάζουν.

Βγαίνοντας από το κελί μάς είπαν ότι τα στρώματα θα πάνε για απολύμανση, διότι εκεί κοιμούνται διαρκώς διαφορετικοί άνθρωποι και υπάρχει ο κίνδυνος για ψείρες, κοριούς και άλλα ζωύφια. Ωστόσο, όταν επιστρέψαμε στις 9 το βράδυ σε αυτά, τα στρώματα δεν υπήρχαν πια στο κελί, δεν είχαν επιστρέψει ποτέ. Δεν υπήρχαν επίσης μαξιλάρια, σεντόνια, τίποτα!

Προσπαθήσαμε να αντιδράσουμε, όσο κόσμια έπρεπε ασφαλώς για να μην έχουμε περισσότερα προβλήματα. Όμως μόλις μία ώρα μετά ήρθε η συνειδητοποίηση της νέας πραγματικότητας. Τα φώτα έσβησαν, οι φρουροί εξαφανίστηκαν και ήμασταν εκεί, μόνες σε ένα κρύο κελί, καθώς στα μέσα του Οκτώβρη δεν ανοίγουν ακόμα τη θέρμανση στις φυλακές. Έπρεπε να κοιμηθούμε πάνω στις σιδερένιες σούστες που μεταξύ τους έχουν μεγάλα κενά.

Τα δύο κορίτσια ξάπλωσαν στο πάτωμα, εγώ διπλώθηκα πάνω στον μικρό ξύλινο πάγκο, μήκους περίπου ενός μέτρου, ενώ είμαι 1.95μ. Η τέταρτη κοπέλα κουλουριάστηκε πάνω σε αυτό το πράγμα που υποτίθεται ότι ήταν τραπέζι. Εννοείται ότι καμία από εμάς δεν κοιμήθηκε.

Ασφαλώς νερό ζεστό δεν προβλεπόταν στον νιπτήρα μας. Δεν ήταν καν το σύνηθες νερό της βρύσης, ήταν κρύο. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Μέσα στο κελί υπήρχε ένα μικρό χώρισμα και πίσω από αυτό, η λεκάνη. Το "φλας" (σ.σ. το καζανάκι ελληνιστί) δεν λειτουργούσε, οπότε ό,τι κάναμε, θα έπρεπε να πάει κάτω με νερό που εμείς ρίχναμε γεμίζοντας πλαστικά μπουκάλια, όμως δεν υπήρχε και η απαραίτητη πίεση.

Αν την επόμενη ημέρα η λεκάνη δεν ήταν καθαρή, θα είχαμε πρόβλημα. Έτσι λοιπόν, στις 6 το πρωί με το που άναβαν τα φώτα, έπρεπε να παρουσιάσουμε το κελί όσο πιο καθαρό γινόταν για τον καθημερινό έλεγχο.

"Κλείναμε τις τρύπες στις σούστες με τις σερβιέτες μας"

Όταν ο φρουρός ερχόταν έπρεπε να βγούμε από το κελί και να κολλήσουμε τα πρόσωπα μας στον τοίχο, ν' ανοίξουμε τα πόδια διάπλατα για να μας ψάξουν, να βγάλουμε τα παπούτσια μας για να τα ελέγξουν. Σαν να ήμασταν βαρυποινίτες εγκληματίες. Κάποιες φορές ήταν πάνω από ένας, έμπαιναν μέσα θυμωμένοι, χτυπούσαν τα πάντα για να μας διαλύσουν το ηθικό.

Όλα γίνονταν για να φοβόμαστε ή για να "σπάσουμε" και να αντιδράσουμε, όμως εκεί πρέπει να έχεις αυτοέλεγχο, ψυχραιμία.

Μια μέρα όταν γύρισα στο κελί έλειπε η Βίβλος που είχα, στην οποία μέσα κρατούσα ένα γράμμα που ετοίμαζα για τους γονείς μου. Την πήραν, έτσι απλά, χωρίς εξήγηση.

Κάθε φορά που ρωτούσαμε για στρώματα, σεντόνια και μαξιλάρια, η απάντηση ήταν ίδια: "δεν γνωρίζουμε". Κι έτσι, για 13 βράδια, ξαπλώναμε πάνω σε σιδερένιες σούστες με κενά ανάμεσά τους, προσπαθώντας να εφευρίσκουμε τρόπους για να κερδίσουμε το ελάχιστο ίχνος άνεσης.

Στην αρχή είχαμε κάποιες εφημερίδες και γεμίζαμε τις τρύπες με αυτές για να μη βουλιάζουμε. Αντιλαμβάνεστε βέβαια ότι ήταν εφημερίδες της προπαγάνδας για να επιτρέπονται μέσα στη φυλακή. Εγώ κοιτούσα να καλύπτω έστω τον χώρο που ακουμπούσαν η πλάτη και η μέση μου έτσι ώστε τουλάχιστον να ξαπλώνει το κομμάτι αυτό του σώματος σε κάπως επίπεδη επιφάνεια.

Χρησιμοποιούσα κάλτσες, φανελάκια, τα φούτερ που είχα πάρει από ένα πακέτο που η μητέρα μου έστειλε, έως και τις σερβιέτες μου.

Ναι κι όμως, τις σερβιέτες μου, ακριβώς επειδή είχαν το αυτοκόλλητο κι έτσι κολλούσαν στις σούστες για να καλύπτονται τα κενά.

Περισσότερο τις χρησιμοποιούσα στα σημεία των ποδιών, ώστε τουλάχιστον όταν ακουμπούσα στο σίδερο, να μην το νιώθω τόσο παγωμένο.

Κι ασφαλώς, κάθε πρωί έπρεπε όλα αυτά που χρησιμοποιούσαμε να τα μαζέψουμε με προσοχή, να τα διπλώσουμε για να τα έχουμε προς χρήση και το επόμενο βράδυ.

Σε αυτές τις στιγμές δεν έχεις κάτι περισσότερο να κάνεις από το να αυτοσχεδιάσεις. Για 15 ημέρες στη φυλακή δεν είχαμε ποτέ ζεστό νερό, λουζόμασταν στο νιπτήρα με κρύο και δεν κάναμε ποτέ ντους. Κάθε κελί είχε δύο κάμερες, οπότε ακόμα κι όταν ήθελα να πλυθώ κάπως στο σώμα μου, θα έπρεπε να σκέφτομαι ότι κάποιος μπορεί να με κοιτάζει.

Από ένα σημείο και μετά είπα "άντε γαμ...ε" και σταμάτησα να το έχω στο μυαλό μου. Τα ρούχα μας δεν τα πλέναμε, μόνο τα εσώρουχά μας μ' ένα απλό σαπούνι. Αν βρέχαμε τα ρούχα μας, δεν θα είχαμε τρόπο να μένουμε ζεστές τα βράδια.

"Είχα ψείρες στο κεφάλι και στα ρούχα, αλλά μου έδιναν βαλεριάνα"

Μέσα σε όλα αυτά σκέφτεσαι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Σε κελιά όπως το δικό μου, αυτό που βλέπετε εδώ στη φωτογραφία, συνήθως κρατούνται 10 και 15 άτομα ταυτόχρονα. Τα Μέσα της προπαγάνδας δημοσίευσαν αυτή τη φωτογραφία για να πείσουν ότι δεν κρατούνται ποτέ περισσότερα από τρία ή τέσσερα και βλέποντάς την, αναγνώρισα το κελί μου.

Κάποιες φορές έφερναν σε αυτό για ένα βράδυ ανθρώπους άστεγους, πολύ βρώμικους και αβοήθητους. Ένα πρωί ξύπνησα με τρομερή φαγούρα στο σώμα και στο κεφάλι, γρήγορα κατάλαβα ότι είχα πιάσει ψείρες! Ζήτησα ιατρική περίθαλψη και μου την αρνήθηκαν. Μετά από πίεση μου έδωσαν ένα μικρό μπουκαλάκι, δεν ξέρω καν τι ήταν, απλά για να λουστώ. Όμως είχα πολύ μακριά μαλλιά τότε, δεν βοήθησε σε κάτι.

Την επόμενη ημέρα η φαγούρα ήταν ακόμα εκεί, παρακάλεσα να μου δώσουν περισσότερο. Γυναίκα προς γυναίκα, σε μια φρουρό. Η απάντησή της ήταν "έλα τώρα, όλα είναι στο μυαλό σου, πάρε ένα ηρεμιστικό χάπι για να χαλαρώσεις και να το ξεχάσεις" και μου έδωσε βαλεριάνα.

Είδα όλο το σύστημα από μέσα, είναι τόσο ανήθικο, τόσο βρώμικο. Σου λένε μονίμως ψέματα, προσπαθούν να σε κάνουν να νιώθεις ότι είσαι ένας ηλίθιος, ότι βρίσκεσαι εκεί μέσα επειδή φταις εσύ χωρίς να έχεις κάνει τίποτα και παρόλα αυτά σού φέρονται πιο ευνοϊκά από ό,τι θα έπρεπε, διότι είναι καλοί!

Μου μένουν όμως και κάποιες σπουδαίες στιγμές, όταν τα βράδια με τα κορίτσια τραγουδούσαμε για τη Λευκορωσία, παλιά ή νεότερα τραγούδια. Αργότερα, όταν είχα πλέον αποφυλακιστεί, υπήρχαν άνθρωποι που μου έστελναν μηνύματα στο instagram ότι με είχαν ακούσει στη φυλακή, από τα διπλανά κελιά! "Γελένα, σε ακούγαμε τα βράδια, μας έδινες δύναμη, ξέραμε ότι ήσουν εσύ".

"Όταν για λίγο πίστεψα ότι θα μείνω για πάντα στη φυλακή"

Την 14η ημέρα περίμεναν μέχρι την τελευταία στιγμή για να μου κάνουν την επόμενη δυσάρεστη έκπληξη. Φυσιολογικά το άλλο πρωί θα ήταν η ημέρα της αποφυλάκισής μου. Το προηγούμενο βράδυ με πήγαν σ' ένα δωμάτιο. Εκεί ένας τύπος μου είπε ότι πρέπει να ελεγχθώ για ακόμα μία υπόθεση.

Τότε πίστεψα, έστω για εκείνες τις στιγμές, ότι θα μου κάνουν συνεχώς το ίδιο πράγμα. Θα περιμένουν να φτάσει η 15η ημέρα και θα βρίσκουν κάτι καινούργιο για να με πηγαίνουν πίσω στο κελί μου. Ζήτησα ξανά τον δικηγόρο μου, όμως σε κανέναν άνθρωπο που κρατείται στη Λευκορωσία για πολιτικούς λόγους δεν επιτρέπεται η εκπροσώπηση.

Γυρνώντας στο κελί, σκεφτόμουν τι θα κάνω το επόμενο πρωί που θα δικαζόμουν, πάλι μέσω Skype. Η μεγαλύτερη έννοια μου ήταν ότι, ακριβώς στις 7:20 οι γονείς μου θα περίμεναν έξω για να βγω, όμως εγώ δεν θα ήμουν εκεί. Και πράγματι, αργότερα βγήκε στον Τύπο η φωτογραφία που ο πατέρας μου αγκαλιάζει τη μητέρα μου έχοντας μάθει ότι θα παραμείνω στη φυλακή για νέα δίκη.

Εκείνο το βράδυ ήταν αδύνατον να ηρεμήσω. Είχα τέτοια οργή, ένιωθα τόσο αδικημένη, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι που κρατούνταν δίχως λόγο και αιτία βέβαια.

Τότε πήρα την απόφαση ότι θα τα γράψω όλα σε ένα κείμενο. Στην αρχή, έκλαιγα στην αγκαλιά της συγκρατούμενής μου, όμως για μια στιγμή, σκέφτηκα ότι όλα θα πάνε καλά. Της είπα "τι διάολο, δεν έχω δικηγόρο, δεν ξέρω καν γιατί θα δικαστώ, οπότε θα πω ό,τι ακριβώς έχω βιώσει από τη στιγμή που με έπιασαν και μετά. Τουλάχιστον θα έχω την ευκαιρία να μιλήσω και να ακουστώ".

Το επόμενο πρωί με πήγαν σ' ένα δωμάτιο. Ήταν ο φρουρός και ένα laptop εκεί. Συνδεθήκαμε μέσω Skype με το δικαστήριο και κατάλαβα ότι υπήρχε κόσμος τριγύρω, είχαν πάει να με ακούσουν. Ήξερα ότι κάπου ανάμεσά τους θα είναι και οι γονείς μου, όμως δεν τους έβλεπα. Όταν ολοκληρώθηκαν οι περιττές και στημένες ερωτήσεις, είχα την ευκαιρία μου. Άνοιξα το χαρτί και διάβασα όλο τοn λόγο μου, όσα είχα καταθέσει εκεί.

Πιστεύω ότι τους αιφνιδίασα. Ο δικαστής προσπαθούσε να με διακόψει λέγοντάς μου ότι όσα ανέφερα δεν σχετίζονταν με τη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως εγώ επέμεινα μέχρι το τέλος, αυτό ήταν το "παράθυρο" της διαφυγής μου, έστω αν μέσα μου πίστευα ότι -όπως και να έχει- στο τέλος θα μου δώσουν επιπλέον 15 ημέρες για μια άλλη διαδήλωση στην οποία ανακάλυψαν ότι συμμετείχα. Κι ότι αυτό το πράγμα θα συνεχιζόταν για καιρό.

Το να είσαι στη φυλακή και να βιώνεις την καθημερινότητά της είναι πνευματικά οδυνηρό. Το να σκέφτεσαι επιπλέον ότι μπορεί να μην βγεις ποτέ από αυτήν, είναι ένας λόγος για να καταρρεύσεις, να τρελαθείς.

Το πιο χρήσιμο πράγμα που έμαθα εκεί είναι πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με τα αντικείμενά μου. Να μου πάρουν το στρώμα, το μαξιλάρι, τα πάντα.

Όμως μόνον εγώ μπορώ να ελέγξω το μυαλό μου, να ορίζω την αντίληψη της αντίδρασής μου. Ήθελαν να με κάνουν να νιώσω απαίσια, όμως μόλις το συνέλαβα και το επεξεργάστηκα, βρήκα το δρόμο. Όχι, δεν θα με λυγίσετε "motherfuckers", εγώ θα σας νικήσω.

"Με μάσκες από τη φυλακή και μετά με Special Car"

Μετά από ένα μικρό διάλειμμα στη δίκη ο δικαστής επέστρεψε για να μου ανακοινώσει την ποινή. Περίμενα τα χειρότερα, αλλά τελικά έλαβα ένα πρόστιμο 380 δολαρίων. Σκέφτηκα ότι όλο αυτό δεν έχει λογική, μού είχαν δώσει 15 ημέρες στη φυλακή για τον ίδιο λόγο.

Ακόμα και μετά από αυτό βέβαια δεν μου επέτρεψαν να αποφυλακιστώ υπό νορμάλ συνθήκες. Με πήραν κάποιοι που φορούσαν μάσκες και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα απ' όπου όλα ξεκίνησαν. Με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο όπου με περίμενε ένας άνδρας, που επίσης φορούσε μάσκα, με μια κάμερα να καταγράφει τα πάντα. Άρχισε να μου μιλάει για όλες αυτές τις προπαγανδιστικές αηδίες, εγώ απλώς τον κοιτούσα.

Όταν τελείωσε, του είπα: "Άκου κάτι. Δεν έχω κάτι να σου πω, δεν έχω κάνει μπάνιο εδώ και 15 ημέρες, δεν είναι παρών ο δικηγόρος μου. Δεν υπάρχει περίπτωση ν' ανοίξω διάλογο μαζί σου. Δώσε μου απλώς το τηλέφωνο να πάρω την μητέρα μου γιατί με περιμένει ακόμα στην άκρη της πόλης και ξέρεις, πληρώνω το πρόστιμο και είμαι ελεύθερη".

Μετά από όλα αυτά με έβαλαν σε ένα αυτοκίνητο, ένα πολύ ακριβό και σπέσιαλ όχημα και με πήγαν πίσω για να παρουσιαστώ στους ανθρώπους που με περίμεναν έξω από τη φυλακή. Ήταν εκεί και οι γονείς μου. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη μετά από 15 ημέρες. Ήμουν καλά γιατί ήμουν χαρούμενη και κυρίως, ένιωθα δικαιωμένη.

"Οι Ουκρανοί δεν θέλουν να ζήσουν όπως οι Λευκορώσοι"

Αυτό που συμβαίνει με την Ουκρανία είναι κάτι που δεν περίμενε κανείς να συμβεί σε τέτοια έκταση παρά μόνον όσοι είχαμε δει χρόνια πίσω αυτό που ερχόταν. Δεν θα μπορούσα να μην βοηθήσω σε αυτή την προσπάθεια, να γίνω αλληλέγγυα για να ακουστεί η φωνή αυτών των ανθρώπων και να κάνω ό,τι περνά από τις δυνάμεις μου για να είμαι στο πλευρό τους.

Άλλωστε, είμαι μισή Ουκρανή, το επίθετό μου είναι ουκρανικό, ο πατέρας μου είναι από εκεί. Πέρασα πολλά καλοκαίρια στη χώρα, τα ξαδέρφια μου είναι ακόμα στο Ντονιέτσκ κι εκεί έχουν πόλεμο εδώ και 8 χρόνια, δεν συμβαίνει ξαφνικά τώρα. Το να μένω σιωπηλή ή απλή παρατηρητής για μένα δεν είναι αποδεκτό πλέον. Γι' αυτό θα συνεχίσω να κάνω το δικό μου, με όποιο κόστος.

Οι άνθρωποι στην Ουκρανία είναι ελεύθεροι, έτσι έμαθαν να ζουν εδώ και δεκαετίες, το ίδιο απαιτούν και τώρα για τις ζωές τους. Είναι επιλογή τους να επιλέγουν το πού θα βρίσκονται και θέλουν να είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Νιώθουν κομμάτι ενός δημοκρατικού πολιτισμού, αρνούνται να δουν τους εαυτούς τους ως όργανα μιας δικτατορικής εξέλιξης.

Αλλά η Ρωσία; Ε, μπορεί να λέει στον κόσμο για το κακό ΝΑΤΟ και τους Ναζί. Προπαγάνδα. Άλλωστε ποιος σε αυτή τη χώρα έχει το δικαίωμα να υποστηρίξει το αντίθετο; Την κατάληξή τους, την ξέρουμε!

Φωτογράφιση: Georgia Panagopoulou / Tourette Photography
Photo Credits: Εurokinissi