***
Μ' έβγαλες απ' τα σπλάχνα σου, βρε Σύρα μου, μέσα από την καρδιά σου και ξακουστό σου το ‘κανα, πατρίδα μου Σύρα μου τ’ όνομά σου.
***
Στίχος βιωματικός, ήχος ρεμπέτικος. Ο "πατριάρχης" Μάρκος το έγραψε στα μισά του '30. Όχι το πιο δημοφιλές. Σίγουρα όχι τόσο ξακουστό όσο η Φραγκοσυριανή ή τόσο διαχρονικό όσο τα Ματόκλαδα που λάμπουν. Πιθανόν, όμως, το πιο αντιπροσωπευτικό.
Φλερτάρει με ελάχιστους. Τους μυημένους. Στο μπάσκετ έναν. Ο Γιώργος Πρίντεζης είναι ένας ρεμπέτης της σύγχρονης εποχής. Εξίσου ανεπιτήδευτος, σαν ν' ανήκει στην ιερή "Τετράδα του Πειραιά". Σαν να έχει συνθέσει το άσμα για τον ίδιο, αφού πρώτα αντίκρισε τον εαυτό του στον καθρέπτη.
Με τον Βαμβακάρη έλαχε να 'χουν την ίδια ρίζα, στον Πειραιά (κι αυτός) διάλεξε να γίνει μεγάλος και τρανός. Το μουστάκι, ευδιάκριτο ή μη, έγινε προέκτασή του, το τετράχορδο μπουζούκι αποδείχθηκε με τα χρόνια μία από τις δεύτερες φύσεις του.
Ενίοτε γρατζουνά τις χορδές και παράγει μουσική, σπανιότερα ερμηνεύει. Του αρέσει, μολονότι δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα πετύχαινε στον ίδιο βαθμό.
Προτίμησε ν' αφιερωθεί, παντοιοτρόπως, στην πορτοκαλί μπάλα που τον σαγήνευσε από νωρίς. Κι, εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε ότι έπραξε σωστά. Δίχως την ίδια ώρα να κάνει εκπτώσεις στις -λαϊκά ερυθρόλευκες- καταβολές του.
Με το απαιτούμενο διάλειμμα για τη σύμπτυξη του "εκείνου" με το "υπερεγώ" προκειμένου στο τέλος της διαδικασίας να συναντηθεί με το χειροπιαστό "εγώ" του, υπηρέτησε ανιδιοτελώς αυτό με το οποίο είχε ταυτιστεί απ’ όταν θυμάται τη ζωή.
Έως ότου από ένας απλός, λιπόσαρκος στρατιώτης της τελευταίας σειράς έφτασε να 'ναι ο στρατηγός με τ' αμέτρητα παράσημα πολέμου που κρέμονται πια στο μέρος της καρδιάς.
Αυτός που σηκώνει την τελευταία κούπα, αυτός που μπήγει τη σημαία στο σημείο της νίκης.
Στο παιδικό δωμάτιο ενός έφηβου τα όνειρα συγκρούονται σφόδρα με την πραγματικότητα. Η μάχη είναι άνιση εξ αρχής, σχεδόν χαμένη από το πρώτο σάλπισμα.
Ο Γιώργος Πρίντεζης ανέτρεψε τις προβλέψεις κι έδωσε ζωή σε ό,τι φάνταζε εντελώς ουτοπικό, αποκτώντας το δικαίωμα να νιώθει περήφανος για το κατόρθωμά του.
Ο αμήχανος 15χρονος που είχε δίπλα του τον Ντέιβιντ Ρίβερς και τον Ντίνο Ράτζα, είδωλα παιδικών χρόνων, αποτελεί 22 χρόνια αργότερα, έχοντας κλείσει πλέον τα 37, την απόλυτη έννοια ενός franchise player ελληνικού κλαμπ.
Αυτού του οποίου το πρόσωπο θα ήταν -κατά τον Γιώργο Μπαρτζώκα- το καταλληλότερο για ν' αντικαταστήσει τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο στην μπασκετική φανέλα του Ολυμπιακού. Η μέγιστη τιμή..
Ο Γιώργος Πρίντεζης έπλεξε κόμπο - κόμπο την (μπασκετική) ζωή του, διάλεξε τον καμβά με τα χρώματα και με την ανακοίνωση της αποχώρησής του, με τον τρόπο που είχε πλάσει στο μυαλό του, έκλεισε τον μεγάλο κύκλο των 360 μοιρών, έβαλε την τελευταία πινελιά, έπαιξε το τελευταίο ακόρντο.
Για να χαθεί κάπου στης Σύρας τον ανήφορο με τον μπουζούκι του στον ώμο. Κι αν είναι ροκ, αυτόν τον τύπο μην τον φοβάσαι...
Το Άνω Μάννα της Σύρου δεν βρέχεται από θάλασσα, είναι στον λόφο αφημένο, μα το ξεροψήνουν -πότε μαζί και πότε χώρια- το φως του ήλιου κι οι βαθιές πνοές των αέρηδων του πελάγους.
Στα πέντε χιλιόμετρα, μήτε μακριά μήτε και κοντά, από την πρωτεύουσα Ερμούπολη, ήταν εκεί που ο Γιώργος Πρίντεζης άρχισε να φορτώνει τον νου του με αμέτρητες εικόνες. Τη μια ν' ακολουθεί διαδοχικά την άλλη συνθέτοντας όλες μαζί ένα έγχρωμο φιλμ.
Εικόνες αφενός από το βαθύ μπλε της θάλασσας που στο χάσιμο του ματιού έσμιγε με το ανοιχτό γαλάζιο τ’ ουρανού. Αφετέρου από τα σχεδόν πάντα κιτρινισμένα χαμώφυτα της ξέφωτης πλαγιάς.
Κι ας γεννήθηκε, Παρασκευή ήταν, προς τα τέλη του χειμώνα (22 Φεβρουαρίου 1985), όταν το τοπίο είναι ακόμη αγριότερο και εμφανώς πιο αδάμαστο απ' αυτό που έχει συνηθίσει να αντικρίζει το μάτι του καλοκαιρινού επισκέπτη.
Νησιωτόπαιδο από 'κείνη την... κούνια που δίπλα στο ανοικτό παράθυρο λικνιζόταν στο αδιάκοπο ρυθμό του παφλασμού των κυμάτων, ο Πρίντεζης, γιος του ναυτικού Ιωσήφ (που αναγκαστικά έλειπε αρκετά από το σπίτι για να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια) και μιας μάνας, της Χρύσας, για όλες τις δουλειές του σπιτιού, καμαρώνει περήφανα για τη ρίζα του.
Με τις περισσότερες από τις παιδικές αναμνήσεις του να έχουν ζωγραφιστεί με εκείνο βερνίκι μονιμότητας που αποτρέπει τη σταδιακή αλλοίωση από τις θύμησες και το σκουρόχρωμο κορμί να τραβά σαν μαγνήτης τις λαμπερές αχτίδες του φωτός.
Η οριστική εγκατάσταση στην Αθήνα έγινε όταν ο Γιώργος ήταν πλέον 5 ετών, εκεί στους "πρόποδες" των '90s. Θεωρητικά ήταν μια ηλικία ευνοϊκή για την ομαλή ένταξη στο νέο περιβάλλον μέσα από τις πρώτες διασυνδέσεις στο δημοτικό, αλλά και περίπλοκη ταυτόχρονα για ένα παιδί που είχε συνηθίσει να ζει διαφορετικά.
Η οικογένεια έριξε άγκυρα στον Άγιο Δημήτριο. Μπραχάμι ανέκαθεν για τους ντόπιους (και όχι μόνο). Μια γειτονιά λαϊκών στρωμάτων, που βρισκόταν πάντως σε διαδικασία ανάπτυξης και βελτιωτικής εξέλιξης για τους δημότες της.
Το Στρογγυλό, η Πλατεία και το Πανί ήταν σημεία αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή και μετατράπηκαν έκτοτε στο "ορμητήριό" του νεαρού Συριανού.
Για καθετί, οτιδήποτε θα συναντούσε στη συνέχεια της πορεία του. Ορμητήριο από τη μια της ζωής και από την άλλη του μπάσκετ. Ορμητήριο για βόλτες πολλές με φίλους, παλιούς, καλούς και πιστούς.
Φίλους που άλλοι έμειναν κι άλλοι χάθηκαν. Βόλτες για παιχνίδι, αργότερα για σινεμά, μεγαλώνοντας για νυχτερινές περιπλανήσεις. Όλα στην ώρα τους. Άργησε πολύ να φύγει, άλλωστε.
Δεν είναι ψέμα είναι πως το σχολείο, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δεν ήταν ο χώρος που Πρίντεζης ένιωθε στα νερά του.
Εγγεγραμμένος εξ αρχής σε ιδιωτικά ιδρύματα με αυστηρούς κανόνες και "θρησκευτική" δομή, "βασανιζόταν" κάμποσο.
Δεν ήταν εύκολο να μπει σε τέτοιο καλούπι ένας πιτσιρικάς που 'χε μάθει… να κολυμπά τα καλοκαίρια ξέγνοιαστος στη Βάρη ή στις (αγαπημένες του) Αγκαθωπές. Ρηχά τα νερά τους, αλλά παράλληλα αδέσμευτα, αχαλίνωτα, χωρίς σημαδούρες που θέτουν συγκεκριμένα όρια.
Από μικρός ήταν ένα ατίθασο κι ελεύθερο πνεύμα, που πότε - πότε έμπλεκε σε μικρο-περιπέτειες, απόρροια του παιδικοεφηβικού στάτους του. Οι αταξίες και οι πλάκες ήταν μια αγνή συνήθεια που δεν απαρνήθηκε όσο μεγάλωνε, φροντίζοντας να διασκεδάζει όσους τον περιτριγύριζαν. Φίλους και συμπαίκτες.
Αλκοόλ δεν είχε δοκιμάσει πριν από τα 20 του, δεν ήξερε τη γευστική διαφορά της μπύρας από το κρασί ή της βότκας με το ουίσκι. Μόνο χρωματικά τα ξεχώριζε.
Αντιθέτως ήξερε τα πάντα γύρω από μηχανάκια, μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα. Τον εξίταρε ανέκαθεν η ταχύτητα, άλλη μια αίσθηση ελευθερίας, και του άρεσε πολύ να βρίσκεται πίσω από το τιμόνι κι ας ήταν επικίνδυνο δεδομένου ότι αρχικά κυκλοφορούσε χωρίς άδεια οδήγησης.
Παιδιόθεν, άλλωστε, επέλεγε να πράττει πάνω απ' όλα με το ένστικτο και την ψυχολογία της στιγμής. Γι' αυτό δεν του ταίριαζαν τα… ρούχα και η κυρίως η κουλτούρα που 'θελαν να του "φορέσουν" όσο φοιτούσε σε σχολεία με... σχολαστικότητα.
Ψηλόλιγνος από πιτσιρικάς, πήρε πολύ γρήγορα μπόι, δυσανάλογο μάλιστα με την ηλικία του, κι αναπόφευκτα δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητος.
Μέσα κι έξω από την κεντρική πύλη των ιδρυμάτων και την ψηλή μάντρα που χώριζε το αποκομμένο εσωτερικό από τον... υπόλοιπο κόσμο. Τον δικό του κόσμο.
Το μπάσκετ δεν ήταν μεμιάς η αρχική επιλογή του. Τένις και ποδόσφαιρο πρωτόπαιξε ψάχνοντας τον αθλητικό δρόμο που τον έβαλαν οι γονείς του για να τον κοντρολάρουν.
Στο πρώτο θα μπορούσε, πιθανόν, να διαπρέπει σήμερα χάρη σ' ένα δυνητικά δυνατό σέρβις που θα ερχόταν από ψηλά. Ούτε πέντε προπονήσεις πάντως άντεξε, εγκαταλείποντας πολύ γρήγορα τα κορτ για πιο ομαδικές απόπειρες.
Στο δεύτερο έπαιζε στο τέρμα. Βόλευε πολύ για να καλύπτει την εστία και η ομάδα του να 'χει αυτόματο πλεονέκτημα για την τελική επικράτηση. Πολύ ψηλός από νωρίς, σκέπαζε κάθε κίνδυνο.
Ο μακρύς κορμός του κάλυπτε τον χώρο και τα μεγάλα άκρα του απέτρεπαν γκολ της άλλης ομάδας. Οι αντίπαλοι δυσανασχετούσαν, γιατί ανέτρεπε τις ισορροπίες. Δεν έφταιγε.
Αφού έπιανε που έπιανε την μπάλα με τα χέρια, ο "Πρι" δοκίμασε να διαβεί την πόρτα του μπάσκετ. Γύρω στα 8 του πλέον. Ήταν η στιγμή της σύμπτυξης με το γραμμένο του.
Δεν μπορούσε πλέον να ξεφύγει από κάποια αόρατη έξοδο που θα του προσέφερε μια εναλλακτική. Ούτε θέλησε πάντως, αφού είχε έρθει η ώρα. Το αντιλήφθηκε απευθείας, σαν να μην είχε τρίτες ή τέταρτες επιλογές.
Ένα βέλος είχε καρφωθεί στο μέσον της καρδιάς του, δεν το έβγαλε όσο ήταν νωρίς και αφοσιώθηκε (πρώτα) ψυχή και (κατόπιν) σώμα.
Ήταν μακράν ο κορυφαίος παίκτης της τάξης του, αυτός που ήθελαν όλοι για συμπαίκτη. Διότι η ομάδα του, από το τμήμα του, κέρδιζε πάντα.
Μέχρι σήμερα παραμένει στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Ισόποσα ερωτευμένος με το σπορ που αφήνει πίσω. Με το σπορ που του γέμισε και του άλλαξε τη ζωή του, αφότου η δική του είχε επηρεαστεί εξίσου απότομα.
Εκ των υστέρων θα κατανοούσε πως η Αθήνα τον ωφέλησε. Πως η απόσταση Σύρος - Πειραιάς δεν ήταν μονάχα τα 70 ναυτικά μίλια (λιγότερα έως τη Ραφήνα), αλλά πολύ μεγαλύτερη έτσι ώστε ένα ταλαντούχο -ή λιγότερο- παιδί να βρει ανοικτούς τους δρόμους για τις επόμενες, μεγάλες δρασκελιές του στο μπάσκετ.
Χρειάστηκε να παλέψει πολύ για να μπει σε τροχιά επαγγελματικής καριέρας και να... γυρίζει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
Έσκυψε όμως το κεφάλι, έβαλε πρώτα απ' όλα το πείσμα του και δεν άφησε μέρα που να μην αδράξει την ευκαιρία για σκληρή προπόνηση.
Τα δικά του βασικά βήματα, σε συνέχεια της επαφής με τ' ανοικτά γήπεδα που πλημμύριζαν εκείνη την εποχή κάθε συνοικιακή γωνιά, θα γίνονταν σε μια ομάδα γειτονιάς.
Όπως δηλαδή κατά κόρον γινόταν με τα συνομήλικα παιδιά που μεγάλωσαν στη μετά του '87 περίοδο και ταυτίστηκαν με τις τρανές επιτυχίες Εθνικής ομάδας και ακολούθως των συλλόγων.
Ο Αστέρας Αγίου Δημητρίου, με έτος ίδρυσης το 1988, ήταν από τα σωματεία εκείνα που ξεπήδησαν μέσα από την ανάγκη των παιδιών για περισσότερες ευκαιρίες ένταξης σ' ένα σύνολο οργανωμένης δουλειάς και ανέλιξης.
Ο Πρίντεζης φόρεσε την κυανέρυθρη στολή με το αστέρι στο στήθος κι άρχισε να δείχνει ότι η πρώτη ύλη υπάρχει εκεί και περιμένει τον πλάστη της.
Καλό κορμί και πλούσια θέληση συνδυάζονταν αρμονικά, χωρίς... καβγάδες, για να δώσουν ένα αρκούντως ικανοποιητικό αποτέλεσμα που, στην πορεία των επόμενων ετών κι όχι πολύ αργότερα, θα ξεκλείδωνε την πρώτη αμπάρα του ΣΕΦ, προκειμένου να του επιτραπεί η πρόσβαση στην κεντρική σάλα. Το νήμα είχε αρχίσει να ξετυλίγεται.
Το καλοκαίρι του 2000 ο Ολυμπιακός και το ΣΕΦ υποδέχθηκαν έναν σχεδόν ασθενικό έφηβο με τα καρφάκια κοκκαλομένα από το τζελ που απείχε αρκετά ακόμη από το σημείο διαμόρφωσης ενός επαγγελματικού προφίλ.
"Θέλεις πολλή δουλειά", του 'χε διαμηνύσει ο Ηλίας Ζούρος που 'ταν ο πρωτοπλάστης της απλαστης ζύμης. Θα είχε υπερβάλει, αν του 'χε πει κάτι διαφορετικό, πιο αρεστό στ’ αυτιά του, απ' αυτό που έβλεπε, γιατί θα τον έριχνε σε μια μαύρη τρύπα αυτοϊκανοποίησης δίχως κάποιο νόημα.
Ήταν, άλλωστε, ο Έλληνας κόουτς αυτός που έπειθε τον πολύ διστακτικό Σωκράτη Κόκκαλη, που είχε σταματήσει τις σπατάλες, να ενδώσει και να καταβάλει το αντίτιμο στην ομάδα που είχε το δελτίο του.
"Μα, κύριε Ζούρε, είναι δυνατόν να δώσουμε 90.000 ευρώ για ένα ανήλικο παιδί από το Μπραχάμι;" αναρωτιόταν φωναχτά ο τότε διοικητικός ηγέτης των ερυθρόλευκων, εκφράζοντας τις ενστάσεις του. Στην πορεία αποδείχθηκαν λίγα (τα ενεντήντα).
Αλήθεια είναι πως ο ακατέργαστος Γιώργος Πρίντεζης διέθετε πολλά από εκείνα τα χαρακτηριστικά που όσων το μάτι τους κόβει διέκριναν από απόσταση.
Ο Δημήτρης Ιτούδης είχε τύχη να τον τσεκάρει το '99 σ' ένα κλιμάκιο και να εντυπωσιαστεί από την κορμοστασιά του.
Ένα 14χρονο παιδί με ύψος που ξεπερνούσε ήδη τα δύο μέτρα και μακριά χέρια - πόδια ήταν αδύνατον να μην κεντρίσει το ενδιαφέρον του νέου συνεργάτη του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, που ζήτησε από τον Μάνο Παπαδόπουλο να κοιτάξει την περίπτωσή του.
Ανεβοκατέβαινε τότε το παρκέ με τη δρασκελιά περήφανου αλόγου κούρσας και άφηνε πίσω συμπαίκτες κι αντιπάλους, τελειώνοντας αρχοντικά τις φάσεις.
Παρά το μπόι του, στον Αστέρα άρχιζε από την περιφέρεια ως ένας all around παίκτης με ορμή ταύρου που στο διάβα του μπορούσε να παρασύρει κάθε εμπόδιο, ψηλό ή χαμηλότερο. Είχε πολλή ενέργεια μέσα του και τη διοχέτευε στο γήπεδο.
Ο Παναθηναϊκός δεν τον απέκτησε πάντως κι ένα χρόνο αργότερα παρουσιαζόταν ως το νέο μεγάλο ταλέντο των ερυθρόλευκων, που εκείνη την περίοδο άφηναν πίσω τη δεύτερη, περιπετειώδη και επεισοδιακή, θητεία του Γιάννη Ιωαννίδη.
Η φαντασία ενός γυμνασιόπαιδου, που έπλαθε μελλοντικές εικόνες με τον ίδιο να φορά τον έφηβο στο στήθος και να πανηγυρίζει ως άλλος Μίλαν Τόμιτς ή... Κούλης Καραταΐδης, είχε μόλις αρχίσει να αποκτά υπόσταση, την ώρα που τρία χρόνια νωρίτερα έκανε σαν τρελός για το triple crown, παρόλο που ήταν περικυκλωμένος από συγγενείς πράσινων αποχρώσεων.
Ποτέ του όμως δεν άλλαξε μυαλά κι ας τον έψαχναν την ημέρα που επρόκειτο να υπογράψει για να ολοκληρωθεί η αγορά του.
Λογικό ήταν αρχικά ο Πρίντεζης να ενταχθεί στα τμήματα υποδομής του πειραϊκού κλαμπ, αφενός για να δυναμώσει τα αντίστοιχα τμήματα αφετέρου για να δουλέψει, να βάλει όγκο και να βελτιώσει τις δικές του ατέλειες σε αρκετά κομμάτια του παιχνιδιού του.
Η μητέρα του είχε αναλάβει την υποχρέωση να τον πηγαινοφέρνει στην προπόνηση και ο μικρός ν' ακούει τις παρατηρήσεις, να ρουφάει την πληροφορία και δαμάζοντας πάνω απ' όλα το ένστικτό του να προχωρά ένα βήμα τη φορά.
Δεν βιαζόταν, είχε την υπομονή και την εσωτερική δύναμη ν' αντέξει. Σε κείμενό του ο Βασίλης Σκουντής τον έχει χαρακτηρίσει "βραδυφλεγή".
Ταυτόχρονα ήταν επίμονος, σχεδόν ξεροκέφαλος. Με τον Παντελή Δορκοφίκη, τον Νίκο Πέττα και τον Βασίλη Ξανθόπουλο, ως μεγαλύτερους, να βρίσκοντα πιο μπροστά τόσο ιεραρχικά όσο και αγωνιστικά, ο Πρίντεζης όφειλε να δουλεύει πολλαπλάσια για να καλύψει την απόσταση και να κερδίσει τη "μονιμότητα" στην πρώτη ομάδα.
Δεν τον ένοιαζε πόση προσπάθεια θα βάλει ή πόσο χρόνο θα ξοδέψει. Του αρκούσε να πείσει ότι αξίζει την προσοχή των ανωτέρων του.
Ταγμένος στο μπάσκετ, έβλεπε πρώτα το δέντρο και μετά το δάσος, θέτοντας συνεχώς μικρούς - μικρούς στόχους. Ενόσω οι άλλοι της ακαδημίας έφευγαν μήπως βρουν τον δρόμο τους, αυτός τον είχε χαράξει ήδη. Αχνά στην αρχή, πιο ευδιάκριτα στη συνέχεια.
Επαγγελματική αφετηρία θα αποτελούσαν τα λεπτά που έπαιξε σ' έναν (άνευ αξίας) αγώνα κυπέλλου: τον μικρό τελικό του Final Four του 2001 με αντίπαλο τον Ηρακλή του Διαμαντίδη. Από τον οποίο κόπηκε σε θαρραλέα προσπάθεια για σουτ.
Οι περισσότεροι, πάντως, έχουν αποθηκεύσει στη μνήμη τους τα 120 δεύτερα στο παιχνίδι με την πολωνική Σλασκ στη Χάλα Λουντόβα του Βρότσλαβ, το Οκτώβριο του 2002 - έναντι των έτερων μικρών Μαντζάνα και Κατράνα που δεν σηκώθηκαν εκείνο το βράδυ από τον πάγκο.
Αυτή ήταν η απόφαση του Λευτέρη Σούμποτιτς και σημάδεψε το μέλλον. Το αποτέλεσμα είχε κριθεί, αλλά ο 17,5 ετών Πρίντεζης προλάβαινε ν' αρπάξει μια μπάλα μετά από άστοχο σουτ αντιπάλου και ν' αφήσει το πρωτόλειο αποτύπωμά του στη στατιστική.
Στο υπόλοιπο της σεζόν θα έπαιζε σε άλλα τρία ευρωπαϊκά παιχνίδια (χωρίς να σκοράρει) και σε άλλα έντεκα του πρωταθλήματος με σχεδόν επτά λεπτά παραμονής στο παρκέ, αλλά όχι περισσότερους από 2 πόντους κατά μέσο όρο.
Αφού όμως είχε γίνει η αρχή, η συνέχεια ήταν ένα value for money στοίχημα που δεν θα έχανε.
Επειδή η επόμενη διετία (2003-05), το τέλος δηλαδή της εποχής Κόκκαλη, ήταν ένα πείραμα επιβίωσης του Ολυμπιακού, ο Πρίντεζης ήταν, ενδεχομένως, τυχερός που δεν συμμετείχε εκτενώς.
Αντιθέτως, πήρε τον χρόνο να επεξεργαστεί το σώμα του, να κερδίσει μυϊκή μάζα και ν' αρχίσει να εξελίσσει το παιχνίδι του. Ακόμη κι αν έμενε εκτός κανονικών προπονήσεων, γιατί δεν τον υπολόγιζαν.
Ο Γιόνας Καζλάουσκας πήρε την πρωτοβουλία να τον εντάξει στο ροτέισον κι από τον Δεκέμβρη (2005) να του αυξάνει σταδιακά τον χρόνο συμμετοχής.
Ήταν ένα 20χρονο παιδί που ταίριαζε στο run 'n gun στιλ παιχνιδιού που πρέσβευε ο αναγνωρισμένος Λιθουανός κόουτς, καθώς έτρεχε, πηδούσε και κάρφωνε στο ανοικτό γήπεδο. Ελάφι σωστό.
Το πρόβλημα ήταν πως δεν χωρούσε ο νους του ότι ο Πρίντεζης τελείωνε πολλές φάσεις μ' έναν ανορθόδοξο τρόπο, έξω από το ακαδημαϊκό του μπάσκετ πρωτόκολλο. Επιχείρησε να τον νουθετήσει, πιθανόν άγαρμπα, αλλά έπεσε σε τοίχο.
Ο μικρός δεν νέρωσε το κρασί προτιμώντας να μάθει πώς θα ελέγχει το σουτ του παρά να εγκαταλείψει το signature στιλ και να ψάξει κάτι άλλο από την αρχή.
Ο δανεισμός (καλοκαίρι του 2006) στην Ολύμπια Λάρισας ίσως να έμοιαζε με εξορία. Αποδείχθηκε παράδεισος.
Το πρώτο συναπάντημα με τον Γιώργο Μπαρτζώκα είχε ευεργετικά αποτελέσμα. Παράλληλα προχωρούσαν, ο ένας παικτικά και ο άλλος προπονητικά.
Ο Πρίντεζης, ισορροπώντας την επιθετικότητα του Ματ Γουολς με την αμυντική συνέπεια του Κόρι Μπέλσερ, τελείωσε τη σεζόν ως ο καλύτερος νέος του πρωταθλήματος (11.5π, 4ρ).
Σε παιχνίδι με το Αιγάλεω σταμάτησε στους 31 πόντους με 10/11 σουτ και αθροιστικά σε 14 ματς είχε τουλάχιστον δέκα! Ό,τι χρειαζόταν για την αυτοπεποίθησή του.
Τον Ιούνιο του '07 μάλιστα έγινε και draft από τους Σαν Αντόνιο Σπερς στα... χασομέρια του β' γύρου (Νο58), που παραχώρησαν εν τέλει τα δικαιώματά του στους Τορόντο Ράπτορς. Στο "2" ήταν ο Κέβιν Ντουράντ και στοο "3" ο Αλ Χόρφορντ που παίζουν ακόμα!
Οι Αμερικανοί δεν επέλεγαν τυχαία πρόσωπα και η εκτίμηση σ' έναν νεαρό Έλληνα φανέρωνε τουλάχιστον εμπιστοσύνη και όραμα για το μέλλον.
Είναι από εκείνα τα τεστ που ο Πρίντεζης έχει, μεγαλώνοντας, μετανιώσει που δεν δοκίμασε να βάλει τον εαυτό του. Θα ήταν ακόμη σοφότερος.
Όχι πως η συνύπαρξη με τον Πίνι Γκέρσον δεν του έκανε καλό. Ο χρόνος του συμβάδιζε με των "βασικών", ο ρόλος του αντίστοιχα. Η πρόοδος υπήρξε ραγδαία.
Ούτε η αλλαγή προπονητή τον επηρέασε. Ίσως τον ευνόησε κιόλας, γιατί ο Παναγιώτης Γιαννάκης ήταν ακόμη ομοσπονδιακός προπονητής κι έφτιαχνε στο νου του την ομάδα που θα διεκδικούσε πρόκριση στους Ολυμπιακούς του Πεκίνου.
Ο Πρίντεζης ήταν 23ων, αλλά είχε θέση και εκεί, ζώντας από μέσα τη "μαλαματένια" φουρνιά του Βελιγραδίου και της Σαϊτάμα. Έγινε κομμάτι της.
Κυρίως στον πάγκο ήταν, αλλά είχε περίσσευμα ενέργειας για την επόμενη, σούπερ, χρονιά του. Την... τελευταία της πρώτης θητείας στον Ολυμπιακό.
"Aντρα σε κάνουν πράγματα μέσα στο γήπεδο. Όταν όμως έχεις ένα παίκτη από μικρό πάντα τον βλέπεις σαν μικρό. Όχι ότι ο Ολυμπιακός με έχει δει έτσι μόνο, αλλά όπου και να είσαι πάντα έτσι συμβαίνει. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Να σε βλέπουν σαν το Γιωργάκη που θα μείνει έτσι κι αλλιώς. επειδή είσαι βαμμένος Ολυμπιακός", έλεγε σε ραδιοφωνικό σταθμό ο Πρίντεζης, επιχειρώντας να εξηγήσει την απόφασή του ν' αφήσει τον Πειραιά για την (επίσης παραθαλάσσια) Μάλαγα τον Ιούλιο του 2009.
Το μυθικό τριετές συμβόλαιο (άνω του εκατομμυρίου για κάθε χρόνο συνεργασία) και οι πολυτέλειες στην ανδαλουσιάνικη πόλη δεν ήταν οι αποκλειστικοί παράγοντες επιρροής της απόφασής του.
Ήταν κυρίως η μέθοδος προσέγγισης που ένιωσε από τη μία και την άλλη πλευρά. Ο Ολυμπιακός "ήταν και είναι η ομάδα της καρδιάς μου", όπως επίσης σημείωνε στη γραπτή δήλωση αποχώρησής του, αλλά "πιστεύω πως με βάσει τις επιλογές που είχα στα χέρια μου και το σκεπτικό της κάθε πρότασης, ο καθένας στη θέση μου θα έπραττε το ίδιο".
Έβγαλε πίκρα, αλλά έτσι είναι οι μεγάλες αγάπες. Αφήνουν και τις πληγές του, σημάδια να θυμίζουν.
Αν και είχε προηγηθεί μια χρονιά με πολύ καλά νούμερα ως βασικό 4άρι, κυρίως στο δεύτερο μισό της με φανταστικές εμφανίσεις στη νικηφόρα σειρά με τη Ρεάλ (10π, 64%δ, 50%τρ, 4.8ρ) και παρουσία στο Final Four του Βερολίνου, ο Πρίντεζης αισθάνθηκε ότι κάτι είχε σπάσει.
Τότε (και μετά τους χαμένους τελικούς στην Ελλάδα) αναζητούνταν εξιλαστήρια θύματα και δεν ήθελε να 'ναι ένα. Άρα έπρεπε να δράσει προτού διαλυθεί εντελώς. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πως οι Ισπανοί τού υποσχέθηκαν πολλά, το ίδιο και ο Αΐτο Ρενέσες, μα του έδωσαν πολύ λιγότερα.
Λογικό ήταν να πιστεύει πως το ισπανικό πρωτάθλημα τού ταίριαζε. Έτσι ήταν. Είχε τη σιγουριά ότι θα πετύχει. Πήρε και το "7" στην πλάτη για να παλαντζάρει το ασυνήθιστο πράσινο της φανέλας. Άρχισε ορμητικά. Με 18 πόντους απέναντι στη Ρεάλ για την 3η αγωνιστική!
Απλώς μετά τον σοκαριστικό τραυματισμό του που αποφεύγει να βλέπει, όταν από θαύμα απέφυγε ένα σοβαρό χτύπημα στο αυχένα σε προσπάθεια για κάρφωμα αλλά έμεινε ακίνητο, οι αποστάσεις μεταξύ παρκέ και πάγκου μεγάλωσαν απότομα.
Δημιουργήθηκε ένα χαώδες κενό ανάμεσά τους που δεν γεφυρώθηκε ξανά. Είχε υποστεί κάταγμα του ακρωμίου (στην ωμοπλάτη) με ρήξη του οπίσθιου συνδέσμου, μα το ράγισμα ήταν αλλού. Στις σχέσεις με τον οργανισμό.
Δεν θυμόμουν ούτε ποιος είμαι, ούτε πού είμαι. Όταν ξυπνάς και ακούς τον ήχο της σειρήνας στο ασθενοφόρο είναι φυσικό να φοβάσαι.
Μέρα με τη μέρα, ομάδα και παίκτης πλησίαζαν όλο και πιο κοντά σ' ένα αναπόφευκτο αδιέξοδο. "Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο". Το καταλάβαινε, το βίωνε.
Τα σχεδόν 80 παιχνίδια με την Ουνικάχα δεν ήταν λίγα σε καμία περίπτωση, αλλά ήταν μάλλον βασανιστικά. Ένα μαρτύριο που έπρεπε να περάσει.
Δεν τον χωρούσε ο τόπος πια. Το "ούτε η ομάδα ούτε κι εγώ είχαμε υπομονή", που ομολόγησε λίγα χρόνια αργότερα, αντανακλά την πραγματικότητα της εποχής.
Από τις αρχές του 2011 έψαχνε... πτήση και εισιτήριο άνευ επιστροφής. Η Μάλαγα δεν συναινούσε αρχικά στην αποδέσμευσή του, ήταν το πιο ακριβό περιουσιακό στοιχείο της, αλλά η λύση βρέθηκε.
Ειδοποίησε κάποιους φίλους που θα φιλοξενούσε να μην κάνουν άδικο κόπο, ν' ακυρώσουν το ταξίδι. Θα τους προλάβαινε ο ίδιος στην Αθήνα την Τετάρτη του Πάσχα. Ανάσταση, πυροτεχνήματα και βεγγαλικά με καθυστέρηση τριών ημερών.
Πίστεψα ότι το καλύτερο ήταν να αποχωρήσω, δεν κρατάω κακία σε κανέναν.
Σ' ένα άκρως φιλόξενο μέρος όπως το ΣΕΦ ο Γιώργος Πρίντεζης δεν έψαχνε διέξοδο από το σκοτεινό τούνελ της απραξίας, αλλά μια φωλιά που θα κουρνιάσει σε μια γωνιά της, νιώθοντας τη θαλπωρή οικείων προσώπων, συμπαικτών ή στελεχών.
Οι πρώτες φωτογραφίες του από τις καρέκλες για τους παίκτες που βρίσκονται εκτός αποστολής δίπλα στον ερυθρόλευκο πάγκο εξέπεμπαν ακριβώς αυτήν του την τεράστια ανάγκη για τη δεύτερη ευκαιρία που όλοι δικαιούνται να λάβουν. Είτε την καταφέρουν να την εκμεταλλευτούν είτε όχι.
Στις 27 Απριλίου του 2011 η Μάλαγα υπέγραφε τη λύση του εν ισχύ συμβολαίου του και παράλληλα ο Ολυμπιακός ενεργοποιούσε την προφορική συμφωνία που είχε ήδη μαζί του προκειμένου να προφτάσει τη διορία κατάθεσης των απαιτούμενων εγγράφων στον ΕΣΑΚΕ και ο... νέος παίκτης του να 'χει δικαίωμα συμμετοχής στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Την ημέρα που ο πλανητάρχης Μπαράκ Ομπάμα έμπαινε στη διαδικασία να εμφανίσει τις αποδείξεις που απαιτούσαν με μανία οι αμφισβητίες του για τον τόπο γέννησής του (Χαβάι), χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σε μια ελληνική γειτονιά ένας άλλος νησιώτης με τρομερή αγάπη για το μπάσκετ "γεννιόταν" για δεύτερη φορά.
Ενόψει των πλέι οφ στην Α1, μια και στην Ευρώπη ο Ολυμπιακός είχε μείνει εκτός στη σειρά με τη Σιένα, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς χρειαζόταν ακόμη έναν παίκτη για τη φροντ λάιν.
Αυτόματα η επιλογή του Πρίντεζη, παρότι δεν ήταν του μεγέθους του τραυματία Ράσο Νεστέροβιτς, που είχε βγάλει τον ώμο του και θα έχανε το υπόλοιπο της σεζόν αφήνοντας κενό στη γραμμή των ψηλών, προξένησε απορίες.
Ουδόλως πάντως απασχόλησε και ενδιέφερε τον δυναμικό φόργουορντ η στάμπα του "τελειωμένου". Τον κάλυπτε μόνο και μόνο το γεγονός ότι τα δεσμά του θα λύνονταν και από το βαθύ σκοτάδι ενός πηγαδιού χωρίς πάτο θα έβγαινε μέρα με τη μέρα στο φως.
Ο φόβος μην τυφλωθεί από την απότομη έκθεση στον ήλιο του Πειραιά δεν τον τρόμαζε. Αντιθέτως αδημονούσε. Γι' αυτά τα πρώτα 11 λεπτά που έπαιξε κόντρα στον Κολοσσό (6 πόντοι), για όλα τα υπόλοιπα πολλά που θα έρχονταν μετά το καλοκαίρι.
Ο Ολυμπιακός έφτασε άνετα στους τελικούς του πρωταθλήματος, αλλά χάνοντας το πρώτο ματς στο ΣΕΦ, ξόδεψε το πλεονέκτημα έδρας και μαζί τις περισσότερες από τις πιθανότητες κατάκτησης του τίτλου.
Το 101-94 από τον Παναθηναϊκό, τη βραδιά που ο Αντώνης Φώτσης μετρούσε 6/6 τρίποντα, θα 'ταν το σαθρό τέλος της σεζόν, μα και το βασταγερό ορμητικό εφαλτήριο μιας ασύγκριτης διετίας που έχει καθιερωθεί στις συνειδήσεις ως η πιο σαρωτική της ερυθρόλευκης ιστορίας, τουλάχιστον στη σύγχρονη εκδοχή της. Του ίδιου του Πρίντεζη συμπεριλαμβανομένου.
Ο σχεδόν διστακτικός παίκτης που εξαφανιζόταν από προσώπου γης εκείνο το καλοκαίρι θα παρέδιδε τη σκυτάλη σ' έναν αποφασισμένο χαρακτήρα που έμοιαζε μόνο εξ όψεως στον προκάτοχό του.
Τόσο σωματικά όσο και πνευματικά ήταν ένας άλλος. Δρούσε και σκεφτόταν εντελώς διαφορετικά.
Μόνο ο ίδιος και όσοι ήταν κοντά του, φροντίζοντάς τον, γνωρίζουν τι μεσολάβησε για να μεταμορφωθεί από ένα ήρεμο αρνί σε αδάμαστο αγρίμι του παρκέ.
Ο Πρίντεζης, που δεν είχε επιλεγεί για το Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας (καλοκαίρι του 2011) και είχε "σκάσει", πείσμωσε. Λέγεται πως και ο Ίβκοβιτς είχε κάνει δεύτερες σκέψεις για το... μίνιμουμ συμβόλαιο που πήρε.
Αλλά ο 26χρονος ήταν αποφασισμένος και ο άφθονος χρόνος που εξασφάλιζε κομμένος από την Εθνική βοήθησαν να διορθώσει κάθε μικρότερη ή μεγάλη ατέλεια.
Από το ξεκίνημα κιόλας της νέας περιόδου τράβηξε black jack με 21 πόντους σε νίκη του Ολυμπιακού επί της Φενέρμπαχτσε. Ήταν οι περισσότεροι δικοί του έως τότε στη διοργάνωση.
Επίδοση που δεν άφηνε αμφιβολίες για την οριστική μεταπήδησή του στο ελίτ stage των πάουερ φόργουορντ της Ευρώπης, προσφέροντας στον "Ντούντα" το μειδίαμα της δικαίωσης που εν τέλει τον προτιμούσε λίγους μήνες νωρίτερα από άλλες διαθέσιμες επιλογές.
Εκείνη τη βραδιά ο Πρίντεζης έστελνε το προειδοποιητικό μήνυμά του. Μέχρι που, μαζί με όλους τους άλλους ερυθρόλευκους κι αφού προηγήθηκε η καλά σχεδιασμένη εκδίκηση από τη Σιένα, οργάνωναν το τελειότερο ριφιφί στην ιστορία της EuroLeague.
Τυχαία ή καρμικά, αυτός ήταν που ολοκλήρωσε τη μεγάλη ανατροπή στον τελικό του Final Four της Πόλης (2012) και ο εκκωφαντικός ήχος της κραυγής που έβγαλε πανηγυρίζοντας μετά τον θρίαμβο επί της ΤΣΣΚΑ ταξίδεψε ως το Φάληρο.
Στ' αποδυτήρια του Σινάν Ερντέμ, σε μια γωνιά δίπλα στον Βαγγέλη Μάντζαρη, ήταν ξέπνοος, μα κι αυτή του η παχιά σιγή από τα ρουθούνια του μετέδιδε ισόποσα αμπέρ ηλεκτρισμού για όποιον περνούσε από δίπλα του.
Ο εγχώριος τίτλος, ο πρώτος ερυθρόλευκος ύστερα από το 1997, με τον ίδιο να κάνει απίθανη σειρά πέντε αγώνων (13.4π, 4ρ), ήταν απλώς ένα είδος προσωπικής εξιλέωσης για όσα δεν είχε κατορθώσει να δώσει ένα χρόνο νωρίτερα.
Με τη σταθερότητα να 'ναι το ζητούμενο πια στην καριέρα του, μιας και με τον εαυτό του τα 'χει βρει ήδη, ο 27χρονος Πρίντεζης δούλευε μεθοδικά και στοχευμένα για να μειώσει σκαμπανεβάσματα και κενές μέρες.
Η έλευση του Γιώργου Μπαρτζώκα δεν επέδρασε θετικά ή αρνητικά, δεδομένου ότι ο διεθνής φόργουορντ εγγυούταν μέρα - νύχτα, εντός ή εκτός συνόρων, για το μίνιμουμ της απόδοσής του.
Τέτοιος παίκτης ήταν. Κυρίως ήταν σπουδαίος από τα μέσα της σεζόν, φτάνοντας σε career high απέναντι στην Εφές (26 πόντοι στο πρώτο ματς των playoffs), προτού στο λονδρέζικο Final Four του Μαΐου (2013) προσφέρει με την "οικονομία" του (5/7 σουτ, 8 ριμπάουντ) κι όχι τόσο με την παραγωγικότητά του.
Θα 'θελε σίγουρα δε να 'χε τελειώσει αλλιώς και η σειρά των τελικών του ελληνικού πρωταθλήματος (2013), που το φινάλε της αναβίωσε άλλες εποχές, αλλά μπροστά του είχε φρέσκιες προκλήσεις.
Ο Ολυμπιακός κι ο εαυτός του είχαν συνάψει μια -άτυπη πλην ιερή- συμμαχία που γιγάντωνε μέρα με τη μέρα τον μπασκετικό χαρακτήρα του.
Ανεξαρτήτως αριθμών ή ατομικών επιδόσεων, ο Γιώργος είχε παραδώσει, με δόξα και τιμή, τη θέση του στον Πρίντεζη και κάθε προπονητής λαχταρούσε να τον έχει μαζί του.
Τον ίδιο δεν τον ξελόγιασαν άλλη φορά, είχε προαποφασίσει για τις εκάστοτε κινήσεις του. Τον Ιούλιο του 2014 η τριετής ανανέωση του συμβολαίου, κι ας ήρθε με μείωση αποδοχών που δεν τον πείραξε, έκλεισε τις πόρτες σε όποιο άλλο ενδιαφέρον (Φενέρμπαχτσε, Μπαρτσελόνα), την ώρα που η αντίστοιχη του 2017, ανήμερα της συμπλήρωσης των 30 χρόνων από το Ευρωμπάσκετ του '87, για άλλα τρία χρόνια, συνδυαζόταν μ' εκείνα τα δάκρυα αγαλλίασης που άφησε πίσω της μια κουβέντα σεβασμού στην έδρα των αδερφών Αγγελόπουλων.
Εκείνο το απόγευμα ο Γιώργος Πρίντεζης ζητούσε συγγνώμη από τους δημοσιογράφους για το γεγονός πως "σας είχαμε μέσα στον ήλιο", αλλά του ήταν αδύνατο, ούτε ήθελε όμως, να κρύψει την τρελή χαρά του "γιατί έτσι όπως δείχνει το πράγμα θα τελειώσω εδώ την καριέρα μου".
Συμβάσεις με τη μορφή ανταμοιβής για το σύνολο αυτών που πρέσβευε τόσο ως φιγούρα στον πειραϊκό οργανισμό όσο και ως ο αθλητής στο παρκέ, κατακτώντας ενδιάμεσα άλλα δύο πρωταθλήματα (2015, 2016).
Μια ανεξάντλητη πηγή ερυθρόλευκης δύναμης και υψηλού μπασκετικού IQ που προέκυψε μέσα από τη σταδιακή βελτίωση σε μικρές λεπτομέρειες και δικαιολογημένα εκτόξευσαν τη φήμη του.
Η αμφιδέξια ικανότητα του Πρίντεζη και οι ζαλιστικές προσποιήσεις έγιναν θεμελιώδες σημείο αναφοράς που σχεδίου που ο εκάστοτε προπονητής έφτιαχνε στο μεσοδιάστημα, είτε ήταν (κυρίως) ο Γιάννης Σφαιρόπουλος είτε (σε δεύτερο πλάνο) ο Ντέιβιντ Μπλατ.
Μέσα σ' αυτά τα χρόνια, άλλωστε, ο "Πρι" έπαιξε σε άλλους δύο τελικούς σε Final Four (2015, 2017), σφραγίζοντας στο κολασμένο ΣΕΦ το ένα εισιτήριο με το αγιωργίτικο buzzer beater απέναντι στην Μπαρτσελόνα, κέρδισε άξια μια θέση στην κορυφαία πεντάδα της σεζόν στην EuroLeague (2016-17) και ψηφίστηκε μέλος της καλύτερης ομάδας της διοργάνωσης για τη δεκαετία 2010-2020, όντας τέταρτος στις προτιμήσεις προπονητών, παικτών, δημοσιογράφων και φιλάθλων που συμμετείχαν στη διαδικασία.
Θα ακολουθούσε άλλη μια τζίφρα με το ονοματεπώνυμο του βετεράνου φόργουορντ, πέρυσι το καλοκαίρι (2021) σε μονοετή σύμβαση, ως η τυπική επιβεβαίωση ενός πανίσχυρου δεσμού που δοκιμάστηκε, άντεξε προσπερνώντας ένα - ένα τα εμπόδια και δεν αλλοιώθηκε από ελάχιστες αφορμές που δόθηκαν σε όλον αυτόν το πλαίσιο.
Πάντα μεριμνούσε προς το συμφέρον του οργανισμού, προστατεύοντας τα στεγανά, κι αν κάποτε, χειμώνας του 2019, διέρρευσαν λόγια που ο ίδιος δεν σκόπευε ν' ακουστούν ποτέ δημοσίως ,διότι όπως και να 'χει "ήταν παράνομο" να συμβεί, δεν άφησε οτιδήποτε να λεκιάσει μια σχέση άφθαρτης αγάπης. Διαφορετικά "θα είχα ζητήσει εκατοντάδες συγγνώμη και θα είχα θέσει τον εαυτό μου προ των ευθυνών".
Ισότιμα, είναι βέβαιο πως, θα έπραττε για τον οποιονδήποτε, τον ισχυρότερο αντίπαλό του. Ο Πρίντεζης ανάσαινε κι ανασαίνει για τον Ολυμπιακό, στο αίμα του έρρεε, ρέει και θα ρέει αίμα ερυθρόλευκο που δεν θα στερέψει.
Φανατικότερος των φανατικών σ' ένα παράλληλο σύμπαν, αλλά σ' αυτόν τον κόσμο είχε θέσει τα όριά του. Να προσβάλλει τον αντίπαλο δεν του πήγαινε ποτέ κι αν έχει έρθει -ενίοτε- σε άβολη κατάσταση έχει κοιτάξει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, αποδίδοντας τα του... μοντάζ στο μοντάζ για την παρεξηγημένη φράση σε τηλεοπτική εκπομπή "εκείνου του πράγματος" που δεν φανταζόταν να βάλει πάνω του, υπονοώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού.
Ο Πρίντεζης έτσι ήταν κι έτσι είναι, ξεκάθαρος και διαυγής σε κάθε έκφανση του. Οτιδήποτε άλλο θα τον έφερνε απέναντι σε ηθικές αρχές που οι δικοί του δεν θα 'θελαν να παραβεί. Του το αναγνώριζαν φίλοι και εχθροί.
Συμπολεμιστές και αντίπαλοι. Σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν ξεκάθαρα υπόλογος. Κυρίως στον πατέρα του που θα έφευγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα.
Ο (μπαμπάς) Ιωσήφ νικήθηκε από τον καρκίνο σε ηλικία 63 ετών, ακριβώς πριν από τους ιστορικούς τελικούς του 2016. Ο θάνατός του προκάλεσε κύμα συμπόνοιας για τον Πρίντεζη, τόσο στο ΣΕΦ όσο και στο ΟΑΚΑ.
"Η μάνα μου ήξερε τα νέα από τις 23:30 το βράδυ. Δεν μου το είπαν γιατί ξέρανε ότι αν το μάθαινα δεν θα κοιμόμουν καθόλου. Στις 9:45 είχαμε ξύπνημα. Όταν ξύπνησα είδα μια κλήση της μάνας μου από τις 9:25. Κατάλαβα ότι κάτι άσχημο θα είναι. Είδα μετά ότι είχε έρθει από κάτω στο ξενοδοχείο με τη θεία μου για να μου ανακοινώσει το συμβάν αυτό.
Πέρασε από το μυαλό μου να μην παίξω, γιατί ήδη εκείνη την στιγμή δεν ήμουν καθόλου καλά, αλλά όπως έχω ξαναπεί, επειδή ο Ολυμπιακός είναι η δεύτερη οικογένεια μου, δεν ήθελα να την αφήσω σε αυτό το καθοριστικό παιχνίδι. Δεν ήθελα να αφήσω τους συμπαίκτες μου μόνους τους. Ό,τι έκανα ήθελα να το κάνω.
Ήταν σίγουρα κάτι δύσκολο, καθώς όταν ξέρεις ότι μετά από 12 ώρες θα πρέπει να αποχαιρετήσεις τον πατέρας σου και επίσημα είναι δύσκολο. Γενικά σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, όταν είσαι απέξω το βλέπεις αλλιώς. Όταν είσαι από μέσα το βλέπεις τελείως διαφορετικά. Όταν ένας ξένος έχει χάσει ένα δικό του πρόσωπο λες 'πως μπορεί και κάνει αυτό, πως μπορεί και κάνει το άλλο, πως μπορεί και είναι χαμογελαστός'.
Για να φτάσεις σε ένα σημείο να τα κάνεις αυτά, έχουν περάσει εκατομμύρια σκέψεις από το μυαλό σου. Γενικά κάθεσαι και ζυγίζεις πάρα πολλά πράγματα. Από τη μία σκέφτεσαι πως θα ήθελες να σε βλέπει ο πατέρας σου, από την άλλη λες πως θα ήθελες να σε βλέπει η μάνα σου, από τη μία σκέφτεσαι μη σε πάρει από κάτω και κάνεις και τους άλλους χάλια. Οπότε κάθεσαι και τα ζυγίζεις αλλιώς", ομολογούσε σε συνέντευξή του ο Πρίντεζης για την περίοδο εκείνη.
Ήταν, η κατάσταση που δεν θα ήθελε, ποτέ του, να έχει διαχειριστεί. Το "για σένα πατέρα" που ψέλλισε φιλώντας το τρόπαιο του πρωταθλητή είναι η εικόνα του, αυτή που δεν θα σβήσει ποτέ.
Η νύχτα τέλειωνε τη βάρδιά της κι άφηνε σιγά - σιγά τη θέση της στη μέρα. Το αλκοόλ εξακολουθούσε να ρέει άφθονο στα ποτήρια των παρευρισκόμενων και το ξέφρενο πάρτι για το φινάλε του μπασκετικού τουρνουά που είχε διοργανώσει για άλλη μια χρονιά στη Σύρο βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Ξημέρωνε η 3η Ιουλίου του 2017.
Αν πεις όχι, τη γαμ@@@με να το ξέρεις. Όλα αυτά πάνε χαμένα.
Άπαντες ξέσπασαν σε δυνατά, ασυγκράτητα γέλια. Η μισή δουλειά είχε γίνει, απέμενε το δεύτερο σκέλος υλοποίησης του μυστικού σχεδίου. Ωμός "εκβιασμός" μπροστά σε ορδές βαρβάρων που καρτερούσαν να πιουν (το) αίμα (του).
Δια μικροφώνου, ο Γιώργος Πρίντεζης είχε μόλις τελειώσει την πιο ανατρεπτική, σχεδόν σουρεαλιστική και αδιαμφισβήτητα αυθεντική πρόταση γάμου που είχε γίνει ποτέ στα χρονικά. Λόγια σταράτα, με ειλικρίνεια, από καρδιάς. Δίχως φτιασιδώματα.
Η εμβρόντητη Στέλλα Κωστοπούλου, το κορίτσι του, που είχε κληθεί στο stage λίγο πριν, στεκόταν μπροστά του προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε ακούσει. Είχε βουρκώσει από συγκίνηση. Το λευκό κουτάκι έκρυβε ένα δαχτυλίδι αρραβώνων που προοριζόταν για το δάχτυλό της.
Η απαίτηση των καλεσμένων, κυρίως δε του (συνοδοιπόρου στις πλάκες) Κώστα Παπανικολάου, ήταν τα πάντα να γίνουν όπως ορίζει η παράδοση. Ν' ακολουθηθεί όλο το πρωτόκολλο και μαζί το τελετουργικό μιας πρόταση.
Ο μέλλων γαμπρός όφειλε να γονατίσει γενναία για ν' αποσπάσει το μεγάλο 'ναι' της υποψήφιας νύφης. Άλλη επιλογή δεν υπήρχε, όφειλε να υπακούσει. Αλλιώς θα τον πετούσαν στα ψάρια.
Η μικρή καθυστέρηση στη θετική απάντηση της συντρόφου του, περισσότερο γιατί δεν μπορούσε ν' ανασάνει και ν' αρθρώσει λέξη, πλημμυρισμένη από τα πολλά διαφορετικά συναισθήματα, είχαν κάνει τον "Πρι-Πρι" να ιδρώσει και να ξεροκαταπιεί μπροστά στον κίνδυνο να τον κοροϊδεύουν εσαεί οι φίλοι του. Σαν να είχε χάσει το πιο εύκολο λέι απ στον αιφνιδιασμό.
Η Στέλλα δέχθηκε φυσικά, ανακουφίζοντας τον σύντροφό της, όπως ξεκάθαρα αποτυπώθηκε τόσο στο γλυκό φιλί όσο και στη αγκαλιά που έκαναν αμέσως μετά.
Η παρέα πανηγύριζε με τρέλα, η αποστολή είχε στεφθεί από απόλυτη επιτυχία. Τίποτα δεν είχε πάει στραβά.
Τον Ιούνιο του 2022 ο Γιώργος Πρίντεζης και η Στέλλα Κωστοπούλου συνεχίζουν μια κοινή πορεία ζωής που είχε "επισημοποιηθεί" έξι χρόνια πριν, λίγο αφού πρώτα τα περιοδικά είχαν προφτάσει να δημοσιεύσουν τις πρώτες κοινές φωτογραφίες τους και ν' απποκαλύψουν το ειδύλλιο.
Ο Πρίντεζης δεν ανήκει ποτέ στην κατηγορία των διάσημων εργένηδων, κρατώντας όσο ήταν εφικτό την προσωπική ζωή του μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Ποτέ του δεν κρύφτηκε, μα δεν νοιαζόταν κιόλας να προβάλει με μανία τις προσωπικές στιγμές του. Όσα ήθελε, όταν ήθελε, όπως ήθελε.
Με τη Στέλλα, που μπήκε στη ζωή του ξαφνικά, επέλεξαν να δώσουν όρκους αιώνιας πίστης σε σύντομο διάστημα.
Ο γάμος τους, προτού συμπληρωθεί ένας χρόνος από την πρόταση (25 Ιουνίου 2018), συνδυάστηκε με τη βάφτιση της μοναχο-κόρης τους.
Στην τελετή με πολλούς και καλούς φίλους, μέντορες και οικείους το χαμόγελο του Πρίντεζη ήταν πιο λαμπερό από το λευκό σακάκι του.
Η Ιωσηφίνα (που πήρε το όνομα του παππού) είχε έρθει στη ζωή τον Αύγουστο του '18. Η Στέλλα ήταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης τη στιγμή που ο Πρίντεζης υπέκυπτε στις πιέσεις των φίλων του και ζητούσε την χείρα της! Σύζυγος και πατέρας μαζί.
Η "Ζόζεφιν" ήρθε για να εμπλουτίσει την καθημερινότητα του ζεύγους με φωτεινές στιγμές και ανεξίτηλες εικόνες που θα φέρουν μαζί τους για μια ζωή.
Στις 3 Αυγούστου του 2018 ο διάδρομος του δωματίου στη μαιευτική κλινική είχε καταληφθεί από μπαλόνια και λουλούδια. Τα κινητά των γονέων δεν είχαν σταματήσει να ειδοποιούν για κλήσεις, μηνύματα και συνομιλίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η διάδοχος είχε αφιχθεί στον κόσμο του ζεύγους.
Ο Γιώργος Πρίντεζης είχε γίνει για πρώτη φορά ο (χαζο)μπαμπάς μιας κόρης. Έμπαινε σ' ένα φρέσκο στάδιο προσαρμογής.
Η καθημερινότητα δεν θα 'ταν πια η ίδια, οι στιγμές θα 'ταν πολύ πιο έντονες, μοναδικές σίγουρα. Οι γυναίκες της ζωής του είχαν γίνει πλέον τρεις.
Από τη μητέρα στη σύζυγο κι από εκεί στο πιο φρέσκο μέλος της συριανής φαμίλιας.
Κάτι κ για σένα λοιπόν που στα δύσκολα ήσουν κ είσαι πάντα εκεί αλλά κ για σένα που 'χεις βγάλει 20 δοντια από ημέρων κ κλαίμε κι εμείς μαζί σου... αλλά κ για σένα που 'σαι στη κουζίνα τώρα κ μαγειρεύεις που κ που... μη νομίζεις ότι σε ξεχνάμε.
Χωρίς πρόσθετα λόγια. Όπως ακριβως είχε γράψει ο ίδιος στην αφιέρωση προς τις γυναίκες της ζωής του. Αυτές που ομορφαίνουν την κάθε μέρα του και είναι εκεί για τις φροντίζει ανιδιωτελώς.
Η κόρη μου θέλω να ξέρει και για την Εθνική.
Ο Γιώργος Πρίντεζης δεν υπήρξε παίκτης των διαχωρισμών. Πάντα προσπαθούσε αν όχι να μένει μακριά τους, τουλάχιστον να τους αποφεύγει με έξυπνο στιλ. Η πορεία του ούτως ή άλλως, θεωρούσε πως, είχε μια ενιαία δομή ανεξαρτήτως χρωμάτων και εμβλήματος, ο "κόσμος" του ήταν ένας κι αδιαίρετος, απαλλαγμένος από διαιρέσεις και διακρίσεις.
Η διάφανη απόκρισή του σε εκπομπή της NOVA μια ημέρα μετά την 127η και τελευταία χρονικά συμμετοχή του με τα γαλανόλευκα στο 72-71 επί της Τουρκίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, δεν απέκλινε εκατοστό από την πάγια θέση του. Μπετόν.
Ναι μεν "στον Ολυμπιακό έχω περάσει όλη μου τη ζωή", όπως συμπλήρωνε στην ίδια συνέντευξή του, αλλά η Εθνική "είναι η μεγαλύτερη χαρά για τον κάθε παίκτη", διότι "πρεσβεύεις την χώρα σου και -κατά τη γνώμη μου- είναι κάτι που απαγορεύεται να έχει σχέση με ομάδες".
Αντιλαμβάνεται εύλογα κανείς γιατί τα καλοκαίρια του υγιούς Γιώργου Πρίντεζη ήταν σταθερά παντρεμένα με τις υποχρεώσεις που είχε το εκάστοτε ηλικιακό κλιμάκιο.
Από το 2000 που, ως ένα γυμνασιόπαιδο ακόμη, πρωτόπαιξε στην Παίδων για ένα διεθνές τουρνουά (απέναντι σε Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία) έως τη συμμετοχή του στην προετοιμασία για το Προολυμπιακό του 2021 στη Βικτόρια του Καναδά, η απάντηση που έδινε στην κλήση του εκάστοτε ομοσπονδιακού ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη καταφατική.
Μόνο για λόγους ανωτέρας βίας, όπως δύο δόλιοι τραυματισμοί σε πέλμα (το 2016) και αστράγαλο (το 2021), τον υποχρέωσαν ν' απέχει από ισάριθμα μεγάλα ραντεβού της Ανδρών, παρά τη σφοδρή επιθυμία του να είναι παρών.
Ο κύκλος έμελλε συμπωματικά ν’ ανοίξει με την έλευση της νέας χιλιετίας. Ο Πρίντεζης ήταν παρέα με τους Σχορτσανίτη και Μαυροειδή όταν ταξίδεψαν στη Λετονία για το Πανευρωπαϊκό Παίδων του 2001 (ήττα στον προημιτελικό από τη... διασπασμένη Γιουγκοσλαβία και 6η θέση).
Προτού ως μέλος της ομάδας που στο Πανευρωπαϊκό Νέων Ανδρών του 2004 στην Τσεχία πήγε ως φαβορί για μετάλλιο, έφτασε στα ημιτελικά με αρχισκόρερ τον Κώστα Βασιλειάδη, αλλά έχασε από Ισραήλ και Λιθουανία στα "κολλητά" ματς κι έμεινε εν τέλει στην τέταρτη θέση.
Η 5η θέση στο Ευρωμπάσκετ Νέων Ανδρών της Ρωσίας ένα χρόνο αργότερα (2005), δίπλα σε Ντούσαν Σάκοτα και Ίαν Βουγιούκα, ήταν το τελευταίο ένσημο του δυναμικού φόργουορντ στις μικρές εθνικές, καθώς μέσα στην επόμενη τριετία θα κέρδιζε επάξια το χρίσμα του διεθνούς άνδρα ως επιλογή του εκλέκτορα Παναγιώτη Γιαννάκη.
Ο "Δράκος" έπαιρνε πάντα θαρραλέα ρίσκα στην Εθνική και το 'χει αποδείξει. Παράλληλα επιζητούσε τον δυναμισμό με την αθλητικότητα στα σύνολα που έφτιαχνε, για να έχει αντίκτυπο στην άμυνα, και ο 23χρονος Πρίντεζης, με τα γερά πόδια, τη φλογερή έκρηξη και το μεγάλο άλμα, κάλυπτε ξεκάθαρα τις προδιαγραφές του.
Ήδη άλλωστε έπαιζε σταθερά στον Ολυμπιακό με ενεργό ρόλο στο ροτέισον, είτε υπό τον Πίνι Γκέρσον είτε υπό τον ίδιο τον Γιαννάκη (που είχε αναλάβει τους ερυθρόλευκους τον Φλεβάρη του 2008).
Η συμμετοχή του στο Προολυμπιακό της Αθήνας ήταν η πρώτη ένδειξη πίστης στις ικανότητες του νεαρού, ο οποίος πήγε κανονικά με την υπόλοιπη αποστολή στο Πεκίνο, κάνοντας μάλιστα ατομικό ρεκόρ με 14 πόντους στην ευρεία νίκη επί της Αγκόλα στην πρώτη φάση των Ολυμπιακών.
Κι αν ο αποκλεισμός από την Αργεντινή στον προημιτελικό του τουρνουά, για ένα σουτ, πλήγωσε το εθνικό φρόνημα, ο Πρίντεζης (των 20 πόντων στο σύνολο) είχε βαφτιστεί σε αυτήν την κολυμπήθρα με τη φωτιά, με συνέπεια έκτοτε η άφθαρτη σχέση του με τη γαλανόλευκη να χαλυβδωθεί.
Φυσικό ήταν η πρόσληψη του Γιόνας Καζλάουσκας στο πόστο του ομοσπονδιακού να μην σπάσει την ισχυρή σμίξη των δύο (που είχαν συνεργαστεί στον Ολυμπιακό) κι έτσι ο 24χρονος, σε μια πειραματική 12άδα με ηγέτη τον Σπανούλη αλλά πολύ φρέσκο αίμα, είχε τη δική του συνεισφορά, με 62% στο δίποντο (16/26) στο χάλκινο μετάλλιο.
Ή αλλιώς την τελευταία μέχρι σήμερα τόσο τρανταχτή επιτυχία για το ελληνικό μπάσκετ.
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2010 στην Τουρκία έμελλε να 'ναι το φινάλε εκείνης της εποχής για την Εθνική, μια και η απόσυρση του Διαμαντίδη έγινε η αναπόφευκτη αφετηρία μετάβασης στο επόμενο στάδιο. Στάδιο ωρίμανσης των νεότερων.
Ο Συριανός είχε πάρει λιγοστό χρόνο από τον Λιθουανό εκλέκτορα στα ματς της Άγκυρας και της Πόλης, αλλά τούτο δεν τον εμπόδισε να συντηρήσει το αγωνιστικό status του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, εξαιρουμένης της απουσίας του από το Ευρωμπάσκετ του 2011, καθώς δεν είχε προλάβει να πείσει τον Ηλία Ζούρο πως άξιζε μια θέση στην προετοιμασία, πόσο μάλλον στους τελευταίους δώδεκα.
Κάτι που συνέβη με καθυστέρηση ενός έτους, στο Προολυμπιακό του Καράκας. Μάλιστα ο "Πρι" ήταν ο δεύτερος σκόρερ της ομάδας με 42 πόντους στα 3 παιχνίδια της σύντομης διαδικασίας κι ας μην συνδυάστηκαν οι σούπερ παραγωγικές εμφανίσεις του (16, 16, 10) με την εξασφάλιση του πολυπόθητου εισιτηρίου για το τουρνουά του Λονδίνου, εξαιτίας του "σεσημασμένου" Νταγκουντούρου!
Ο Φώτης Κατσικάρης, ο τέταρτος εκλέκτορας από το 2008, θα ήταν εκείνος που θα μετέτρεπε, εν τέλει, τον Πρίντεζη στον βασικό πάουερ φόργουορντ της Εθνικής.
Είχε μεσολαβήσει η πολυσυζητημένη συνύπαρξη των 4αριών (Φώτση, Καϊμακόγλου, Μαυροκεφαλίδη, Πρίντεζη) στην ομάδα που ο Αντρέα Τρινκιέρι παρέταξε στο Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας (2013), επιλογή που άφησε τον φόργουορντ του Ολυμπιακού πίσω ιεραρχικά και αναγκαστικά εκτός ρυθμού σ' όλο το τουρνουά.
Η οριζόντια διαφοροποίηση του ρόλου και η αύξηση των ευθυνών, κυρίως επιθετικά, βελτίωσαν αυτομάτως τα νούμερα του Πρίντεζη, ο οποίος ήταν σαν έτοιμος πανέτοιμος ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα.
Με 11.7 πόντους ήταν η κύρια πηγή σκορ για την Εθνική στο Παγκόσμιο του 2014, απόρροια και του ατομικού ρεκόρ των 25 πόντων στη νίκη επί των Φιλιππίνων, την ώρα που διψήφιος ξανά (10.6) ήταν και στο Ευρωμπάσκετ του 2015, χωρίς σε καμιά εκ των δύο περιπτώσεων η Εθνική να αγγίξει το ταβάνι των φιλοδοξιών - προσδοκιών, χάνοντας τη μία από τη Σερβία και την άλλη από την Ισπανία!
"Είμαστε ομάδα. Για ό,τι γίνεται φταίνε όλοι ή αποθεώνονται όλοι. Το εύκολο είναι να πούμε ότι φταίει ο προπονητής.
Όταν χάνω, εγώ κάνω πρώτα αυτοκριτική, ψάχνω πού έφταιξα εγώ.
Θέλω να είμαι ρεαλιστής. Να βλέπω το σύνολο της εικόνας. Πού φταίω εγώ, η ομάδα, ο προπονητής", υποστήριζε επιμερίζοντας τις ευθύνες.
Ακολούθησε το "δυστυχώς δεν μπορώ να πάω" που είπε πριν από το (νέο χαμένο) Προολυμπιακό του '16 στο Τορίνο. Μια μερίδα την ενόχλησε, αλλά η πραγματικότητα δεν χωρούσε αμφισβήτηση.
Αφενός μεν όφειλε να προστατεύσει το λαβωμένο πόδι του που "χρειάζεται σίγουρα ένα μήνα γεμάτο για να γίνει καλά" αφετέρου δε και κυρίως είχε το ιερό καθήκον "να είμαι με τη μάνα μου φέτος στις διακοπές και να περάσουμε όσο γίνεται περισσότερο χρόνο μαζί", ελάχιστες εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα του.
"Όλη μου η σκέψη και η ενέργεια θα είναι στα παιδιά της Εθνικής", κατέληγε ο Πρίντεζης ανανεώνοντας το ραντεβού του για το Ευρωμπάσκετ του 2017.
Όπου στο πιο παραγωγικό καλοκαίρι της εθνικής σταδιοδρομίας του ήταν δεύτερος σκόρερ (13.9 πόντους) και τρίτος ριμπάουντερ (4.6) της ομάδας. Με το δέλεαρ ενός δεύτερου μεταλλίου, ο 32χρονος πια "Πρι" είχε σκοράρει 19 πόντους στον προημιτελικό με τη Ρωσία, μα και πάλι δεν αποδείχθηκαν αρκετοί (όπως και οι 25π. του Καλάθη) για την υπέρβαση.
Τότε μάλιστα θόλωνε το τοπίο με το "δεν ξέρω αν θα μου ξαναδοθεί η ευκαιρία", μπλέκοντας την έλλειψη κενών διαστημάτων με την ηλικία που φόρτωνε με χρόνια το κορμί.
Το ότι του δόθηκε ξανά (η ευκαιρία και το χρίσμα του διεθνούς) από τον Θανάση Σκουρτόπουλο δεν προξένησε καμία έκπληξη.
Ούτε ότι ο ίδιος την άρπαξε γερά, παίζοντας στο Παγκόσμιο του 2019. Οι 12.2 πόντοι σε λιγότερα από 22 λεπτά παραμονής στο παρκέ, μετά από έναν σούπερ πρώτο γύρο, τον κατέταξαν στην τρίτη θέση των σκόρερς, μόνο που μαζί με τη δική του "οπισθοχώρηση" στον δεύτερο έπεσε και το υπόλοιπο σύνολο και να ξοδευτεί μοιρολατρικά μια νέα απόπειρα διάκρισης.
Δυστυχώς η συμπλήρωση 20 ετών στις εθνικές δεν συνδυάστηκε μ' ένα τελευταίο "δώρο", αφού ο τραυματισμός στο πόδι και ο ελάχιστος διαθέσιμος χρόνος για προετοιμασία έστειλαν την Εθνική στο Προολυμπιακό του Καναδά χωρίς τον Πρίντεζη.
Ο ίδιος εξάντλησε τις πιθανότητες να 'ναι παρών, τον πόνο δεν τον νίκησε όμως.
Κι αν με την επιστολή προς την ΕΟΚ είχε (παρέα με Παπανικολάου - Κόνιαρη) αφήσει υπονοούμενα για τη φερεγγυότητα του Ρικ Πιτίνο, όταν ο Αμερικάνος κόουτς επέστρεφε για τη δεύτερη θητεία του στον Παναθηναϊκό, ήταν δεδομένο πως δεν θα χάσει το προσκλητήριο, αφού "εγώ θεωρώ τον εαυτό μου πολύ λίγο για να εκβιάσω".
Απλώς έμελλε να "έχει ένα πρόβλημα στον αστράγαλο" και οι τρεις γιατροί που τον εξέτασαν να συμφωνήσουν πως "πρέπει να κάνει επέμβαση", όπως ενημέρωνε με πικρία στο στόμα ο Αμερικάνος εκλέκτορας.
Ήξερε ότι μόλις είχε χάσει τον... Μπραντ Πιτ του. Προτού αυτός ενεργοποιηθεί για μια τελευταία παράσταση, φτάνοντας τους 1.127 πόντους σε 127 καταμετρημένες συμμετοχές!
"Ήμουν από τους τυχερούς που έζησα την Εθνική το 2008, στους Ολυμπιακούς Αγώνες, με προπονητή τον Γιαννάκη.
Η Εθνική ήταν μια ιεραρχία πραγμάτων που δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο μυαλό σου. Ήταν μόνο η Εθνική.
Ήταν τεράστια χαρά για τον κάθε παίκτη να βρίσκεται εκεί και να παίζει, είτε ένα λεπτό, είτε 30-40 λεπτά, άσχετα με τον ρόλο που είχε στην ομάδα.
Μετά όλο αυτό φάνηκε σαν να άλλαξε, όχι ότι φταίνε οι προπονητές, αλλά... Η Εθνική φάνηκε να χάνει την αίγλη της υπερηφάνειας της. Υπήρχαν καταστάσεις όπου κυρίως οι παλαιότεροι, ο Σπανούλης, ο Ζήσης, ο Μπουρούσης, μετά εγώ... Προσπαθούσαμε να περάσουμε στους νεότερους το πόσο όμορφα νιώθει κανείς στην Εθνική".
Στην τελευταία σεζόν του Γιώργου Πρίντεζη, ο χρόνος πάγωσε ακριβώς τη στιγμή που έληγε ο μικρός τελικός της EuroLeague απέναντι στην Μπαρτσελόνα.
Στη μεγάλη σάλα του Βελιγραδίου, μπροστά σε περισσότερους από 10.000 οπαδούς του Ολυμπιακού που "χλεύασαν" την πίκρα που αφήνει αναπόφευκτα ένας τέτοιος αποκλεισμός παραμένοντας ετσιθελικά στο... δικό τους Final Four, η συγκίνηση άλλαζε... πάσα με την περηφάνια και η αναγνώριση έπαιζε το άλεϊ ουπ με το πεπρωμένο καρφώνοντας παθιασμένα στο καλάθι της ιστορίας.
Είτε νίκη είτε ήττα, μια αδιάφορη συνθήκη, ούτε καν ένας κόκκος αλλοίωσης σ' ένα συμπαντικό συναπάντημα της μοίρας με τη δύναμη της ατομικής βούλησης.
Το απλανές και υγρό βλέμμα του Πρίντεζη ακτινοβολούσε την ατόφια δόξα για όλα εκείνα που είχαν προηγηθεί επί 22 χρόνια. Καλά τα πολλά, άσχημα τα λίγα.
Το φιλμ της καριέρας περνούσε ανά καρέ από το οπτικό πεδίο του κοντοκουρεμένου πια φόργουορντ και "λύτρωνε" την ψυχή του. Δεν είχε σημασία, αν είχαν όλα είχαν κυλήσει ονειρικά μέσα σ’ αυτά τα 3/5 του (πολιτικού) βίου του. Θα 'ταν ένα μη αληθοφανές σενάριο, αν δεν υπήρχε ένας λεκές σε όλο αυτό, αν η πορεία ήταν χωρίς ψεγάδι.
Η αξία αφορούσε τη μεγάλη εικόνα της, το συμπτυγμένο όλον, αυτήν την αγαλλίαση πως στο τέλος συνέβη αυτό που έπρεπε να συμβεί.
Με πολύ μικρά διαλείμματα για την επαλήθευση της άδολης αυτής παιδικής αγάπης που θέριεψε με τα χρόνια και άντεξε σαν από ατσάλι.
Την Παρασκευή ο Πρίντεζης σήκωσε την τελευταία κούπα του ως "κάπτεν" του Ολυμπιακού σ' ένα υπερπλήρες ΣΕΦ, που γιόρτασε όπως άρμοζε στη στιγμή για την πανηγυρική και καθόλα δίκαιη επιστροφή στην κορυφή του ελληνικού μπάσκετ μετά από μια στείρα από κορυφές 6ετία που είχε στο κέντρο της το "μέχρι τέλους".
Ήταν όμως το... τέλειο τέλος σε μια σειρά τελικών απέναντι στο αντίπαλο δέος (Παναθηναϊκό) με το κατηγορηματικό 3-0, που δεν αμφισβητήθηκε στο ελάχιστο.
Δεν θα άλλαζα κάτι, όλα έγιναν για κάποιο λόγο.
Η φράση στην Game Night χωρούσε τα πάντα. Όσο όμορφες πάντως κι αν ήταν οι εικόνες από τη στιγμή που ο Γιώργος Μπαρτζώκας έδωσε εντολή στον Πρίντεζη να μπει στον τρίτο τελικό αντί του Βεζένκοβ, με αποτέλεσμα να φύγει "ενεργός" από το παρκέ έχοντας το standing ovation που του άξιζε, εκείνο το βίωμα στη Stark Arena δεν θα πάψει να περικλείει στον πυρήνα του την ερυθρόλευκη "αθανασία" που επιδίωκε εξ αρχής ο 15χρονος Γιώργος. Πολύ πριν γίνει ο απόλυτος Πρίντεζης του Ολυμπιακού.
Ο Πλατών περιέγραφε στο Συμπόσιο το αδιάκοπο κυνήγι του κλέους μέσα από τις διαρκείς θυσίες του ανδρός που δεν λογάριαζε καν τον θάνατο και ο βετεράνος φόργουορντ δεν δίστασε, ποτέ και πουθενά, να ρίξει στον βωμό του εμβλήματος και της φανέλας τη δική του προσωπικότητα, ζώντας το παραμύθι του από την πρώτη σελίδα του μέχρι το happy end που δικαίως του επιφύλασσε η μοίρα.
Φεύγω γεμάτος. Τα έδωσα όλα, γόνατα, μέσες και τελείωσα αλλά πήρα και πολλά.
Ήταν κατανοητός ο λόγος που ο Γιώργος Πρίντεζης επέλεξε να αγωνιστεί άλλη μια σεζόν και να μην αποσυρθεί από την κεντρική σκηνή παρέα με τον Βασίλη Σπανούλη.
Ναι μεν ήταν τρία χρόνια μικρότερος από τον συνοδοιπόρο (στα εύκολα και στα δύσκολα) Μπίλι, άρα ήταν πιο ακμαίος, αλλά ο θεμελιώδης παράγοντας της απόφασής του δεν ήταν ηλικιακός.
Γνώριζε εκ των προτέρων ότι θα 'ναι συμπληρωματικός ο ρόλος του στο πλάνο του Γιώργου Μπαρτζώκα, περισσότερο υποστηρικτικός από κάθε άλλου στην ερυθρόλευκη φροντ λάιν, πίσω από τον Βεζένκοβ και τον δευτερό-τριτο Ζαν-Σαρλ.
Μόνο που μια αποχώρηση σ' ένα άδειο από κόσμο γήπεδο δεν θα ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, θα πήγαινε κόντρα στην ολοκλήρωση της ψυχής του.
Το δικό του "last dance" είχε συνολικά το περιτύλιγμα που άρμοζε στη φήμη του.
Είχε τίτλους, είχε πολλές νίκες, είχε πρόκρισεις, κυρίως τη συγκλονιστική επί της Μονακό στa playoffs, και συμμετοχή - επιστροφή σ' ένα καθ' όλα ερυθρόλευκο Final Four.
Ο Πρίντεζης εισήλθε ως αρχηγός του Ολυμπιακού στο παρκέ της Stark Arena κι αυτό ήταν, ίσως, το μεγαλύτερο παράσημο για το οποίο θα μπορεί να κομπάζει εφεξής.
Σεμνός μα και εκφραστικός, δεν ήταν εύκολο να κρύψει την ανατριχίλα που διέτρεχε το κορμί του όταν άφηνε τ' αποδυτήρια για τον ημιτελικό με την Αναντολού Εφές, πολύ περισσότερο δε όταν έφευγε μετά τον μικρό τελικό.
Πριν από την έναρξη της σειράς των τελικών του πρωταθλήματος, στις 28/5, ο Γιώργος Μπαρτζώκας δεν μιλούσε τυχαία για "τον καλύτερο αρχηγό που είχα ποτέ σε όλες τις ομάδες που ήμουν".
Και ήταν αρκετές. Ούτε θα έλεγε μετά το τέλος τους πως "αν δεν υπήρχε ο δαφνοστεφανωμένος έφηβος, θα έπρεπε να είναι το πρόσωπο του Πρίντεζη".
Τον θαύμασε κι αυτός για την ωριμότητά του και το συναισθηματικό δέσιμό του με όλον τον οργανισμό, πιστώνοντάς του το γεγονός "η ομάδα παρέμεινε συμπαγής σε στιγμές που πήγε να ξεφύγει η κατάσταση".
Ο Πρίντεζης δεν έπαιξε πολύ κατά την τελευταία σεζόν του στο μπάσκετ. Στην EuroLeague ερχόταν μονίμως από τον πάγκο και η παραμονή του στο παρκέ σπανίως ξεπερνούσε τα 10-15 λεπτά.
Με ειλικρίνεια, γιατί πάντα αυτή υιοθετούσε, είχε ομολογήσει στο Show Must Go On με τον Παντελή Διαμαντόπουλο, ότι "δεν είναι εύκολο να ξέρω ότι όταν η μπάλα καίει δεν είμαι στο παρκέ, υπάρχουν στιγμές που τρώγομαι". Διότι ήταν παίκτης των μεγάλων αγώνων.
Την απόφασή του, ωστόσο, την είχε λάβει προ καιρού και την είχε εκμυστηρευτεί σε πολύ δικούς του ανθρώπους. Οι υπόλοιποι απλώς την οσμίζονταν.
Ούτως ή άλλως το κορμί δεν στήριζε τον δυναμισμό που, σε άμυνα κι επίθεση, επιζητούσε από τους παίκτες του ο κόουτς του Ολυμπιακού.
Το κατανοούσε και το αποδεχόταν, καθώς "δείχνεις την αγάπη σου για την ομάδα όταν προσαρμόζεσαι. Είμαι πάρα πολύ συνειδητοποιημένος. Κάποια φορά θα ερχόταν και αυτό. Είμαι 37 στα 38, ξέρω πάρα πολύ καλά ότι κάποια πράγματα δεν μπορούν να είναι ίδια".
Ακριβώς έτσι ήταν. Οι μέσοι όροι του ήταν οι λιγότεροι που εμφάνισε στην ερυθρόλευκη διαδρομή του μετά το 2005-06 και η αγωνιστική συνεισφορά του μετρημένη. Ακόμη κι έτσι πάντως ήταν κομβικός στο 1-0 της σειράς με τους Μονεγάσκους με 12 πόντους δίχως να χάσει προσπάθεια.
"Ήμουν έτοιμος να βοηθήσω. Μου δόθηκε η ευκαιρία και με χαρά βοήθησα", συμπλήρωνε για το τελευταίο μεγάλο κατόρθωμά του σαν να μην είχε συμβεί κάτι μεγάλο, σαν να είχε απλώς υπηρετήσει τη δουλειά του. Η καθημερινότητά του.
Παραπλήσια και η εικόνα εντός των τειχών με λίγο ανεβασμένα νούμερα, με σχεδόν 6 πόντους ανά ματς και σχεδόν 68% στα δίποντα, μιας και το περιβάλλον ή ο εκάστοτε αντίπαλος ευνοούσαν περισσότερο.
Πρόφτασε πάντως να σπάσει το φράγμα των 1.000 αγώνων στην καριέρα του, να καταρρίψει ρεκόρ που μόνο ο Μίλαν Τόμιτς κρατούσε.
Βέβαια, οι αριθμοί αυτή τη χρονιά, την τελευταία του Πρίντεζη, βρίσκονταν σε δεύτερο πλάνο. Τα ρεκόρ δεν ήταν αυτά που τον ενδιάφεραν.
Ένα αποκλειστικά τυπικό συνοδευτικό που, στο όποιο μέγεθός του, ούτε θα προσέθετε ούτε θ' αφαιρούσε από την ουσία του πράγματος. Άλλα ήταν εκείνα που σημάδεψαν το μεγάλο αντίο του αρχηγού.
Περνώντας από την αποδοχή και την αναγνώριση στην αποθέωση, ο βετεράνος φόργουορντ κατόρθωσε να κερδίσει την πιο περίπλοκη μάχη που έδωσε σε αυτό το πεδίο: τη μάχη για την υστεροφημία του.
Μπολιάζοντας, σχεδόν τέλεια, το ατομικό συναίσθημα με τον επαγγελματισμό που αναπτυσσόταν με το πέρασμα των ετών, πέτυχε να γίνει ένα ανεξίτηλο σύμβολο.
Σύμβολο ψυχής. Ψυχής βαθιάς, μέχρι το μεδούλι ερυθρόλευκης.
Άλλωστε "είναι χαρά μου και μόνο που είμαι στην ομάδα. Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη υγεία να έχεις χαμόγελα και ο Ολυμπιακός να κατακτά τίτλους. Αυτό δεν ανταλλάσσεται με καμία ατομική επιτυχία".
Είτε είναι 10 είτε 15 είτε 37 ετών!
Art Director: Κωνσταντίνος Μπαντούνας
Photo Credits: Eurokinissi SPORTS / Action Images / INTIME SPORTS / Tourrette Photography / instagram/pripripri15