"Ο Ντέγιαν το 1997 ήθελε να έρθει μόνο στον Ολυμπιακό"
"Έλα φίλε, μπορούμε να κάνουμε τη συνέντευξη στο σπίτι μου και να μιλήσουμε για ό,τι θέλεις". Με αυτά τα λόγια, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έγραψε τον πρόλογο για το ταξίδι του SPORT24 στο Βελιγράδι.
Άνοιξε το σπίτι του, μοιράστηκε μπασκετικές ιστορίες δεκαετιών και αναφέρθηκε σε θέματα για τα οποία δεν είχε ξαναμιλήσει στο παρελθόν. Η αλήθεια είναι άλλωστε πως από την στιγμή που αποφάσισε να αποσυρθεί από την προπονητική, βρίσκεται μακριά από τον Τύπο.
Περνάει τον χρόνο του παρέα με την οικογένειά του και τα περιστέρια του, τα οποία εξακολουθεί μέχρι σήμερα να φροντίζει με σπουδή, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση που κρατάει εδώ και πολλές γενιές.
Στην εποχή του κορονοϊού και των περιορισμών στις μετακινήσεις, ένα τέτοιο ταξίδι δεν είναι το πιο απλό πράγμα. Η θέρμη με την οποία όμως μας υποδέχθηκε στο σπίτι του ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αρκούσε για να τα “σβήσει” όλα.
Το ραντεβού είχε δοθεί για την Πέμπτη 27 Μαΐου στις 11:00. Στο χτύπημα του κουδουνιού, αυτός που απάντησε ήταν ο μικρότερος από τους δυο γιους του, ο Παύλος. “Καλώς ήρθες, φίλε” ήταν οι πρώτες κουβέντες που είπε, για να ξεκινήσει με τον πιο οικείο τρόπο η διαδικασία.
Μερικά λεπτά αναμονής στο σαλόνι για να ετοιμαστεί ο “Ντούντα” ήταν αρκετά για να καταλάβω πως (πέραν της οικογένειάς του) οι δύο μεγάλες του αγάπες είναι το μπάσκετ και τα περιστέρια.
Μετάλλια και τιμητικές διακρίσεις από τη μία πλευρά, διάφορα διακοσμητικά με κύριο χαρακτηριστικό τα περιστέρια από την άλλη.
"Γεια σου, φίλε. Είσαι καλά; Πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα¨". Παρά το γεγονός πως αυτή ήταν η πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντησή μας, μόνο απόμακρος δεν φαινόταν. Το κάθε άλλο. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς άνοιξε την καρδιά του.
Με διάθεση να μιλήσει για όλα όσα (σπουδαία) έκανε στην καριέρα του, αλλά και για τις στιγμές που τον σημάδεψαν σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο. Όπως το Final Four της Ρώμης, αλλά και η συνύπαρξη με τα αστέρια της Γιουγκοσλαβίας στις μεγάλες διοργανώσεις.
Πριν απ’ όλα αυτά όμως, υπήρχε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ως νεαρός αθλητής και εκκολαπτόμενος προπονητής. Δίχως να έχει κατά νου πόσο μακρινό θα είναι το ταξίδι στους πάγκους, πόσες επιτυχίες θα προσθέσει στο βιογραφικό του και πόσο έντονες στιγμές θα ζήσει.
Βλέπετε, δεν ήταν αυτός ο πρώτος στην οικογένεια των Ίβκοβιτς που έδειξε ικανός για μεγάλα πράγματα.
“Είναι κάτι πολύ σημαντικό που το καταλαβαίνω στην ψυχή μου. Ο αδελφός μου, ο Πίβα, ήταν πολύ μεγάλος προπονητής. Ήταν ένας άνθρωπος που πιστεύω ότι από ένα ποτήρι νερό μπορούσε να φτιάξει παικταράδες.
Όταν ακόμη η Γιουγκοσλαβία είχε μακράν το καλύτερο και πιο δύσκολο πρωτάθλημα στην Ευρώπη, μιλάμε για τη δεκαετία του ‘70, που απαγορευόταν ακόμη να υπάρχουν ξένοι, αυτός με τα παιδιά από τη Ραντνίτσκι έφτιαξε μια ομάδα που το 1973 πήρε το πρωτάθλημα. Μαζί με μια παρέα παικτών που ξεκίνησαν από τα παιδικά και τα εφηβικά του συλλόγου. Εγώ ήμουν κοντά του σε όλο αυτό, ταξίδευα με την ομάδα και έβλεπα πράγματα.
Η δική μου ενασχόληση με την προπονητική ξεκίνησε στο τέλος του 1971. Τότε, ο πρώτος προπονητής που είχα, ο Μπόρα Τσένιτς, μου πρότεινε να αναλάβω τα νέα παιδιά, να δουλέψω με τα παιδικοεφηβικά. Πολύ σύντομα, το 1973 πήραμε το πρωτάθλημα στους εφήβους στη Γιουγκοσλαβία.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς "ιχνηλατεί" το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειάς του.
Σε όλο αυτό ένιωθα σαν να συνεχίζω την πορεία του αδελφού μου. Αυτή η πρόταση που μου έκανε ο Μπόρα Τσένιτς είναι κάτι που σημάδεψε τη δική μου ζωή και της οικογένειάς μου.
Αν με ρωτάς, αν κοούτσαρα τους καλύτερους, μπορώ να σου πω ότι είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος, βλέποντας στο παρελθόν ποιους παίκτες είχα στις ομάδες μου. Δεν θέλω να συγκρίνω διαφορετικές εποχές. Νιώθω πολύ τυχερός.
Απ’ όλες τις συνεργασίες που έχεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι η φιλία. Αν μιλάμε για στιγμές δόξας, εγώ πάντα σκέφτομαι πώς φτάσαμε με κάθε ομάδα εκεί και πώς συνεχίσαμε στη ζωή και γίναμε παραπάνω από φίλοι.
Θα σου δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: πριν από λίγες ημέρες, με πήρε τηλέφωνο ο Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς για να με καλέσει στο γάμο του γιου του, Μάρκο. Ήταν παίκτης μου στην Παρτίζαν, μαζί με τον Ντράζεν Νταλιπάγκιτς. Δεν υπάρχουν λοιπόν μόνο οι τίτλοι που έχουν σημασία. Αυτά τελειώνουν κάποια στιγμή”.
Από το παρκέ στους πάγκους, από το παρελθόν στο μέλλον, ο Ίβκοβιτς διηγείται τη ζωή του και την καριέρα του χωρίς να τις διαχωρίζει. Σαν να τα έχει όλα μπροστά του και να ανατρέχει σε αυτά με το δάχτυλο για να τα διηγηθεί, με τον ίδιο τρόπο που "ιχνηλατεί" το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας του, σε ένα μεγάλο κάδρο στο σπίτι του.
Για εκείνον δεν υπάρχουν μεμονωμένες ιστορίες, δεν υπάρχουν αποσπάσματα. Κάθε στάση συνδέεται με την προηγούμενη, κάθε προορισμός οφείλεται σε μικρά ή μεγάλα βήματα που τον έκαναν εφικτό.
Κάπως έτσι και η άφιξη στην Ελλάδα, που ήταν πρώτα απ'όλα ένα οικογενειακό ζήτημα υγείας.
“Το καλοκαίρι του 1980 ήρθε στο Βελιγράδι ο Μιλτιάδης Βέλος, που ήταν στη διοίκηση του Άρη, για να μου προτείνει να αναλάβω την ομάδα. Βγήκαμε για φαγητό και του είπα ότι δεν έρχομαι.
Μετά από περίπου ένα μήνα όμως, ενώ βρισκόμουν με την Εθνική στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα, παρουσίασε ένα πρόβλημα υγείας ο γιος μου, ο Πέτρος. Είχε βρογχικό άσθμα και οι γιατροί μού είπαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει κλίμα και να είναι κοντά στη θάλασσα.
“Πόσο χαζός είμαι που είπα “όχι” σε εκείνη την πρόταση” σκέφτηκα.
Μετά από λίγο καιρό, ενώ ήμουν στο ξενοδοχείο "Metropol" με την ομάδα κι ήρθε πάλι ο Μιλτιάδης Βέλος με τον Λάζαρο Λέτσιτς. Δέχθηκα την πρόταση, με ένα συμβόλαιο γραμμένο στο χέρι.
Μου είπε ο Λάζαρος Λέτσιτς “έλα φίλε, μάζεψε τα πράγματά σου και πάμε στη Θεσσαλονίκη”. Του είπα πως δεν μπορώ να αφήσω την ομάδα. Παίξαμε το Βαλκανικό Πρωτάθλημα στο Κλουζ, κερδίσαμε το χρυσό μετάλλιο.
Σε εκείνη τη διοργάνωση μάλιστα, πήρα τις πρώτες πληροφορίες για τον Άρη. Ρώτησα τον Ρίτσαρντ Ντούξαϊρ, που ήταν προπονητής της Εθνικής Ελλάδας.
Μου είπε ότι ο Άρης είχε καλή ομάδα και πως είχαν έναν πολύ καλό παίκτη, έναν Έλληνα από τις ΗΠΑ, τον Νίκο Γκάλη. Έναν παίκτη που είναι οδοντίατρος, ο Σταύρος Χωλόπουλος (μετά με αυτόν γίναμε κουμπάροι), αλλά έχουν μεγάλα προβλήματα με τη διοίκηση. Μόλις τελείωσε το πρωτάθλημα, πήρα το αυτοκίνητο και κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη.
Όσο είχε ζέστη, επειδή ήταν καλοκαίρι, η ομάδα έκανε προπονήσεις στο Πανόραμα, στο ΔΕΛΑΣΑΛ. Πήγα εκεί κι έρχονταν κάποιοι παίκτες με ποδήλατα, έμπαιναν, έβγαιναν. Δεν υπήρχαν ούτε αποδυτήρια. Αυτό ήταν το ξεκίνημά μου τον Άρη”.
Η αρχή της παρουσίας του στην Ελλάδα μέσω του Άρη ήταν κι η αρχή του μύθου που λέει πως ο Ντούντα δεν τα πηγαίνει καλά με τις βεντέτες, τα αστέρια της ομάδας του.
Η ταμπέλα μπήκε στην αρχή με τον Γκάλη και "εδραιώθηκε" με τον Φασούλα, που τον είχε παίκτη και στον Ολυμπιακό και στον ΠΑΟΚ. Δεν χρειάζεται να του πεις πολλά γι'αυτό, γνωρίζει πολύ καλά την εικόνα που έχουν κάποιοι, γνωρίζει ακόμα καλύτερα τη δική του αλήθεια και πως να τη μεταφέρει.
Στην Ελλάδα έλεγαν "ο Ντούντα δεν ξέρει από βεντέτες". Το έχεις ακούσει αυτό; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;
Έλεγαν ότι είμαι τύραννος με τους παίκτες, ότι τους βρίζω και πόσα ακόμη. Εγώ όμως, αυτό που ζητούσα πάντα από τους παίκτες μου ήταν να δώσουν πιο πολλά στο γήπεδο.
Με όσους λοιπόν είχαν τη διάθεση να κυνηγήσουν τον μέγιστο βαθμό βελτίωσής τους, δούλεψα πολύ σκληρά. Ξέρεις, εκείνα τα χρόνια υπήρχε η φιλοσοφία ότι οι καλύτεροι παίκτες δεν πρέπει να έρχονται στην πρωινή προπόνηση, αλλά να κοιμούνται και να ξεκουράζονται.
Εγώ δεν μπορούσα να λειτουργήσω έτσι, ήθελα να κάνουμε ατομική τεχνική και τακτική. Στη μουρμούρα λοιπόν, οι παίκτες είναι πάντα κοντά με τους δημοσιογράφους και λένε διάφορα.
Όταν πέρασαν τα χρόνια, καταλάβαιναν όμως ότι χάρη στη δουλειά που κάνουν στο γήπεδο έρχεται η μεγάλη βελτίωση και όλοι είναι κερδισμένοι. Αυτή είναι η φιλοσοφία μου.
Σήμερα το μπάσκετ είναι διαφορετικό, οι καλύτεροι παίκτες έχουν προσωπικό προπονητή, ψυχολόγο και δουλεύουν σε όλα. Εγώ δούλευα πάντα μόνος και πιστεύω ότι για να γίνουν όλα αυτά πρέπει να είσαι όχι μόνο προπονητής, αλλά και ηγέτης, να έχεις προσωπικότητα.
Από αυτή τη δουλειά να βγει κάτι. Κάποιοι προσπαθούν να δουλέψουν σκληρά και πολύ, αλλά βγάζουν αρνητικό αποτέλεσμα. Πρέπει να ξέρεις πώς δουλεύεις και με ποιον. Για παράδειγμα με τον Γκάλη.
Ο Νίκος Γκάλης ήταν τότε διαφορετικός παίκτης. Όταν λέω "διαφορετικός" τι εννοώ. Είχε πολύ δυνατό σώμα. Έπαιζε τρομερή άμυνα και είχε πολύ μεγάλη αίσθηση του καλαθιού.
Όταν παίζαμε με τους καλύτερους πλεϊμέικερ στην Ελλάδα, όπως ήταν ο Τάκης Κορωναίος, ο Κυριάκος Βίδας, ο Πολ Μελίνι, δεν μπορούσαν να του βάλουν καλάθι. Ήταν πολύ καλός αμυντικός και σκόρερ.
Τότε η διοίκηση του Άρη είχε πρόβλημα με τους δύο καλύτερους παίκτες, με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή και τον Χάρη Παπαγεωργίου, που είχαν φύγει. Με βοήθησε πολύ που υπήρχαν κάποια νέα παιδιά. Συμμετείχαμε σε ένα τουρνουά στη Σερβία, που με βοήθησε πάρα πολύ να φτιάξω την ομάδα.
Είχαμε έναν πραγματικό αρχηγό, τον Νόνη Ανανιάδη, κι άλλες σπουδαίες προσωπικότητες. Τον Σταύρο Χωλόπουλο, τον Βασίλη Παραμανίδη, Διαμαντή Σκόνδρα, τον Κώστα Στυλιανού. Φτιάξαμε μια ομάδα που πιστεύω ότι ήταν κάτι καινούργιο για την ελληνική πραγματικότητα.
Έβαλαν λόγια για μένα στον Γκάλη κι αυτός θύμωσε, μου έκαναν φοβερό πόλεμο μέσα από τον Άρη.
Με τον Νίκο Γκάλη λοιπόν, πιστεύω ότι είχα την καλύτερη σχέση. Ήταν πολύ σημαντικό στέλεχος της ομάδας και πολύ ομαδικός, σε άμυνα και επίθεση. Τον δεύτερο χρόνο, που εμείς κερδίσαμε όλες τις ομάδες, μια στιγμή ο Νίκος Γκάλης μουτρωμένος κάτι είπε. Του λέω "τι έγινε ρε φίλε; Τι πρόβλημα έχεις;"
Μετά έμαθα ότι μου έκαναν ένα φοβερό πόλεμο από έξω. Ένας από τους κορυφαίους σε αυτό τον πόλεμο ήταν ο Πάρης Καλημερίδης. Εδώ να σου πω ότι μετά από χρόνια, σε μια εκδήλωση στον Μαντουλίδη, είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη από μένα, για όλα όσα έκανε εναντίον μου. Λίγοι άνθρωποι είχαν δεχτεί τέτοιο πόλεμο απ' έξω.
Δηλαδή τι έγινε; Είχαν πιάσει τον Νίκο Γκάλη και του είχαν βάλει λόγια, του μετέφεραν πως είχα πει κάποια πράγματα εναντίον του μέσα από την ομάδα από τη διοίκηση, απ' ότι είχα μάθει ένας γιατρός, ο Δημήτρης Ρόκκος που είχε ειδικό ρόλο στην ομάδα. Δεν ήξερα τι ακριβώς του είχαν πει. Κι αυτός θύμωσε.
Δεν ήθελαν να κερδίσει η ομάδα το πρωτάθλημα, γιατί αν το παίρναμε, στις εκλογές θα έβγαινε η ίδια διοίκηση κι έτσι δεν θα μπορούσαν να έρθουν ο Άκης Μιχαηλίδης με τον Γιάννη Ιωαννίδη και τα λοιπά. Μέσα από την ομάδα, από τη διοίκηση, γινόταν αυτό.
Εγώ δεν τα έβλεπα αυτά ως κάτι που γινόταν εναντίον μου, αλλά εναντίον της ομάδας. Ο Άρης πιστεύω ότι εκείνα τα χρόνια, αφού ήρθε κι ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην ομάδα, έπρεπε να πάρει το Πρωτάθλημα Ευρώπης”.
Το πρωτάθλημα δεν το πήρε εν τέλει. Ο Άρης τερμάτισε στη δεύτερη θέση, πίσω από τον Παναθηναϊκό. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν έκλεισε ο δικός του κύκλος στην ομάδα.
“Μόλις τελείωσε το συμβόλαιό μου, είχα μια πολύ ωραία συζήτηση με τον Ανέστη Πεταλίδη, έναν πραγματικό φίλο και μάγκα της Θεσσαλονίκης. Μου είπε ότι θα πρέπει να δούμε αν θα συνεχιστεί η συνεργασία μας, κάτι που δεν ήταν λογικό σε αυτό τον πόλεμο, αλλά εγώ είχα ήδη πάρει την απόφασή μου και γύρισα στην πατρίδα μου.
Είχα φοβερή στήριξη από τους παίκτες μου και τη διοίκηση σε όλο αυτό το διάστημα, δεν έχω κανένα παράπονο για το πώς διαχειρίστηκαν ό,τι γινόταν με τον πόλεμο που δεχόμουν. Ακόμη και σήμερα μαζευόμαστε και τα λέμε, στο ξενοδοχείο του Δημήτρη Νάστου.
Είχαμε καλές σχέσεις και με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Όταν ήμουν προπονητής στον ΠΑΟΚ μάλιστα, είχα αγοράσει ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα από μια εταιρεία στην οποία μέτοχος, μαζί με τον κ. Οικονομίδη από τον ΠΑΟΚ και τον κ. Παπαβασιλείου από τον Άρη. Είχα αγοράσει λοιπόν ένα σπίτι και περάσαμε πάρα καλές στιγμές μαζί”.
Με τον Παναγιώτη Φασούλα, τι έγινε;
“Τον Παναγιώτη Φασούλα τον είδα για πρώτη φορά μπροστά μου, όταν ήμουν προπονητής στον Άρη. Είχα πει τότε στον Θοδωρή Ροδόπουλο ότι ένας παίκτης με τέτοια χαρακτηριστικά δεν γινόταν να μην κάνει καριέρα. Του είχα πει "δεν πειράζει αν δεν μπορεί να βοηθήσει τώρα, βάλ'τον να παίξει".
Όταν πήγα στον ΠΑΟΚ λοιπόν, ήταν πλέον σπουδαίος. Ένας πολύ μεγάλος παίκτης. Από την άλλη όμως, δεν του άρεσε η προπόνηση. Βρήκαμε μια λύση σε αυτό, για το τι μπορούμε να κάνουμε.
Αν ο Φασούλας δούλευε περισσότερο, πιστεύω θα πήγαινε στο ΝΒΑ και μάλλον θα γινόταν ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών στην Ελλάδα.
Είχε πολύ μυαλό, αλλά ήταν ειδικός παίκτης. Έπρεπε να ξέρεις πώς θα τον διαχειριστείς”.
Μετά το EuroBasket της Ρώμης, δεν πιστεύω ότι θα έφευγα ποτέ από τη Γιουγκοσλαβία, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος. Εκείνο το διάστημα λοιπόν με συνάντησαν οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ, ο Νίκος Βεζυρτζής και ο Τάκης Πανελούδης. Συμφωνήσαμε να έρθω στον ΠΑΟΚ.
Είμαι περήφανος γι αυτά που καταφέραμε με την ομάδα. Ο ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής άξιζε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα Ευρώπης, όπως αντίστοιχα πιστεύω το ίδιο για τον Άρη της δεκαετίας του ‘80.
Θα σου πω κιόλας κάτι που δεν έχω ξαναπεί δημόσια: πιστεύω πως με τον ΠΑΟΚ παίζαμε τότε το καλύτερο μπάσκετ σε όλη την Ευρώπη. Δεν μπορείς να πεις ότι ήμασταν ομαδάρα, αλλά είχαμε πολύ ισορροπημένο σύνολο.
Δουλέψαμε σκληρά και η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε να πάρω μια απόφαση, την υποχρεωτική άδεια τριών εβδομάδων που έδωσα στον Λέβινγκστον στις αρχές της σεζόν. Μας βοήθησε η συγκεκριμένη απόφαση.
Ο Λέβινγκστον ήταν πολύ προικισμένος παίκτης, αλλά δημιουργούσε ένα χάος παντού, στο τραπέζι της ομάδας, στα αποδυτήρια.
Θυμάμαι λοιπόν πως μετά από μια βαριά ήττα από το Περιστέρι με 25 πόντους, την επόμενη μέρα τον είδα στο γυμναστήριο να κάνει βάρη. Τον πλησίασα και του είπα να ενημερώσει τον πρόεδρο ότι του έχω δώσει άδεια τριών εβδομάδων, για να γυρίσει στην πατρίδα του και να σκεφτεί.
Δεν πήγαινε άλλο η ομάδα, κι αν ήταν έτοιμος να επιστρέψει έχει καλώς, ειδάλλως να μείνει εκεί. Αυτό έκρινα σωστό τότε, δεν πήγαινε άλλο. Το ίδιο βράδυ ήρθε και με βρήκε ο Νίκος Βεζυρτζής με τον Τάκη Πανελούδη.
Μου είπε ο Νίκος Βεζυρτζής τότε "κόουτς, σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό, είμαι μπροστά σε προσωπική και ομαδική καταστροφή. Μην το κάνεις αυτό, ασ τον απλά στον πάγκο". Του απάντησα πως αυτό δεν το έκανα για να τον τιμωρήσω, αλλά για να γίνουμε ομάδα.
Θα σου πω και κάτι για να γελάσεις: όταν γύρισε και άρχισε να παίζει, ο φροντιστής μας, ο Μπάμπης, του έκρυβε μια κόκα κόλα και του έδινε να πιει. Έλεγε πως αν δεν ρευτεί, δεν μπορεί να παίξει. Άκου τώρα κάτι μαλακίες.
Στεναχωρήθηκα πολύ για τον Νίκο Βεζυρτζή και τον κόσμο της ομάδας, που χάσαμε εκείνο τον ημιτελικό από τη Μπενετόν. Είχαμε πολύ καλή ισορροπία στο ρόστερ, αλλά μας χάλασε τα σχέδια ο τραυματισμός του Χρήστου Τσέκου.
Είχε πολύ σημαντικό ρόλο στη θέση του σέντερ. Μετά από αυτόν τον τραυματισμό, εγώ πάνω στον Τόνι Κούκοτς να βάλω τον Κένεθ Μπάρλοου και τον Νίκο Μπουντούρη, που ήταν σημαντικός για μένα.
Το ζευγάρι του Τζον Κόρφα με τον Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν φανταστικό κι ο Νίκος Μπουντούρης άλλαξε τον ρυθμό του αγώνα παίζοντας πάρα πολύ καλή άμυνα. Για να βγει το μαρκάρισμα του Τόνι Κούκοτς, έβγαλα από την ομάδα τον Γιώργο Κουκλάκη και ίσως ήταν λάθος που είχα στον πάγκο τον Γιώργο Βαλαβανίδη, ένα δυνατό παιδί, που όμως δεν έπαιξε ποτέ.
Το έκανα για να κρατήσω τη χημεία και την ισορροπία της ομάδας. Δεν ξέρω πώς το βλέπουν οι άλλοι.
Στο πρώτο ημίχρονο όλα καλά, η μπάλα πήγαινε στον Κλιφ Λέβινγκστον. Ο Παναγιώτης Φασούλας χρεώθηκε όμως με τρία φάουλ.
Στο δεύτερο ημίχρονο αλλάξαμε το παιχνίδι μας. Ο Τζον Κόρφας άρχισε να πασάρει διαρκώς στον Μπάνε Πρέλεβιτς, ο οποίος όμως είχε άσχημο ποσοστό στα σουτ εκείνο το βράδυ.
Χάσαμε τον αγώνα και θυμάμαι ότι στα αποδυτήρια μόνο ένας παίκτης σηκώθηκε όρθιος και μίλησε. Ήταν ο Τζον Κόρφας. Με το που μπήκα, σηκώθηκε, χτύπησε το χέρι στο στήθος του και είπε 'εγώ φταίω'.
Αλλάξαμε το παιχνίδι μας, σταματήσαμε να πασάρουμε την μπάλα στους ψηλούς και αρχίσαμε να σουτάρουμε. Αυτή ήταν η ιστορία μας”.
Όπως συνέβη με τον Άρη, έτσι και ως προπονητής του ΠΑΟΚ εργάστηκε για μία διετία. Μόλις έκλεισε αυτό το κεφάλαιο της ζωής του όμως, δεν χρειάστηκε να περιμένει άλλα εννέα χρόνια για να καθίσει σε ελληνικό πάγκο.
Η συνεργασία του με τον Δικέφαλο του Βορρά σηματοδότησε επί της ουσίας την έναρξη της δεκαετούς παρουσίας του στη χώρα μας. Κι αφού έζησε για τα καλά τη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1994 πήρε την απόφαση να κατηφορίσει στην Αθήνα.
“Μετά το τέλος του συμβολαίου μου με τον ΠΑΟΚ, γύρισα στο Βελιγράδι. Είχαμε εμπάργκο τότε. Το 1994 με πήρε τηλέφωνο ο Ισίδωρος Κούβελος, με τον οποίο μετά γίναμε φίλοι, και μου είπε ότι θέλει να κάνουμε μια συζήτηση στο Βελιγράδι.
Του απάντησα πως ήταν δύσκολο γιατί δεν υπήρχαν πτήσεις, αλλά εκείνος πήρε το αμάξι και οδήγησε μέχρι τη Σερβία. Βρεθήκαμε στο Intercontinental, ήταν μαζί του κι ο Βασίλης Τσάβαλος. Μου είπε εκεί ο Ισίδωρος Κούβελος: "Κόουτς, θέλουμε να πάρουμε το πρωτάθλημα". Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Εντ Στόουκς στην ομάδα τότε.
Ο Κόκκαλης με ήθελε από το καλοκαίρι του 1994, αλλά του είπα "κύριε πρόεδρε, έχω δώσει τον λόγο μου στον Πανιώνιο".
Κατέβηκα στην Αθήνα για να φτιάξουμε την ομάδα. Πριν ταξιδέψω και υπογράψω, ήμασταν στην αυλή του αδελφού μου με τον Ράικο Τόρομαν, που ήταν βοηθός μου στην Εθνική. Ήρθε ο Σέρτζαν Σάπερ με ένα μήνυμα. 'Έχω ένα πολύ σημαντικό μήνυμα για σένα, πρέπει να πάρεις όσο το δυνατόν πιο σύντομα τον Σωκράτη Κόκκαλη". Αναρωτήθηκα γιατί. Τον πήρα.
Μιλήσαμε για λίγη ώρα στο τηλέφωνο, με ρώτησε τι κάνω και μου λέει "είσαι έτοιμος να αναλάβεις τον Ολυμπιακό;" Του απάντησα "κύριε πρόεδρε, θέλω να σου πω την αλήθεια, έχω δώσει τον λόγο μου στον Πανιώνιο, αν μπορείτε να φτιάξετε μεταξύ σας αυτή την σχέση, εγώ είμαι έτοιμος".
Δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα ούτε στον Σωκράτη Κόκκαλη, ούτε στον έναν, ούτε στον άλλον. Μου είπε "θα δούμε αν μπορώ να κάνω κάτι". Ο αδελφός μου και ο Ράικο Τόρομαν, που ήξερε τι γινόταν στην Ελλάδα, μου είπε "εσύ δεν είσαι νορμάλ'"
Μάλλον ο Σωκράτης Κόκκαλης ήθελε να το κρατήσει κρυφό και να αλλάξει προπονητή. Δεν ξέρω. Δεν με πήρε πίσω κι εγώ δεν είπα τίποτα.
Κατέβηκα λοιπόν στην Αθήνα, πήγα στον Πανιώνιο και δεν είδα ούτε τον Παναγιώτη Γιαννάκη, ούτε τον Εντ Στόουκς. Κανέναν. Μου έλεγαν ότι είχαν φυτώριο με νέα παιδιά και διάφορα άλλα. Πάλι δουλέψαμε πάρα πολύ σκληρά και φτιάξαμε μια ομάδα που έπαιξε πολύ καλό μπάσκετ.
Θυμάμαι ακόμη τα λόγια του Μάικ Φρατέλο, ο οποίος τότε ήταν προπονητής των Ατλάντα Χοκς, όταν ήρθε για μερικές ημέρες στην Ελλάδα. Είδε έναν αγώνα του Πανιωνίου και μετά βγήκαμε στη Νέα Σμύρνη σε μια ταράτσα.
Πίνουμε το ουίσκι μας και μου λέει "κόουτς πέρασα από τη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη, όλοι λένε διάφορα, αλλά εγώ δεν έχω δει ούτε μια ομάδα να παίζει σαν τον Πανιώνιο'" Για μένα αυτό πολύ σημαντική κουβέντα.
Είχαμε κερδίσει με 3-0 νίκες τον ΠΑΟΚ με τον Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς. Τότε θυμάμαι, με καλά λόγια, στη Θεσσαλονίκη ο κουμπάρος μου, ο Τάκης Πανελούδης, ενώ πίναμε έναν καφέ πριν από το παιχνίδι, μου λέει: "Για το ελληνικό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ, κουμπάρε είναι πολύ σημαντικό να περάσει ο ΠΑΟΚ". Μπορεί να είχε και δίκιο. Του απάντησα: "Κουμπάρε, θα περάσει ο καλύτερος" Κερδίσαμε εν τέλει, με 3-0 τον ΠΑΟΚ, που είχε πολύ καλή ομάδα. Ήταν ομαδάρα αυτή που είχαμε!
Το 1994 είχαμε μια συζήτηση να δώσουμε τον Φάνη στον Παναθηναϊκό και να πάρουμε ως αντάλλαγμα τον Φραγκίσκο Αλβέρτη και τον Νίκο Οικονόμου.
Τότε έλεγα στους φίλους της ομάδας και τους προέδρους: “Σας παρακαλώ παιδιά, μην μπαίνετε στο γήπεδο, μέχρι να πληρωθεί η ομάδα”. Εμείς παίξαμε απλήρωτοι. Μετά ήρθαν κάποιοι... χοντροί της Πλατείας και είπαν ότι είναι μέλη της διοίκησης, σαν φίλαθλοι. Τους είπα "παιδιά, πολύ καλό αυτό, αλλά δεν μπαίνετε εδώ".
Δεν ήθελα να δημιουργήσει πρόβλημα η διοίκηση, ερχόμενη πριν από τα παιχνίδια για να βοηθήσει στο κλίμα. Δεν ξέρω αν αυτά ήταν τα παιδιά ή τα μωρά μου. Θυμάμαι όμως ότι μετά από μια μεγάλη νίκη στη Θεσσαλονίκη, όταν γυρίσαμε, μας περίμεναν κάποιοι οπαδοί στο αεροδρόμιο. Τρία παιδιά είχαν καπνογόνα μαζί, με πλησίασαν και μου είπαν "ευχαριστούμε κ. Ίβκοβιτς, γίναμε κι εμείς μάγκες".
Η ομάδα είχε πολλά νέα παιδιά, οπότε δουλέψαμε πολύ σκληρά για να τα βελτιώσουμε και να πάμε καλά. Θα σου πω κιόλας κάτι που δεν το έχω ξαναπεί: το 1994 είχαμε μια συζήτηση να δώσουμε τον Φάνη Χριστοδούλου στον Παναθηναϊκό για τον Φραγκίσκο Αλβέρτη και τον Νίκο Οικονόμου, ως αντάλλαγμα. Ήμασταν πάρα πολύ κοντά. Είχα μιλήσει κιόλας με τους παίκτες εκείνο το διάστημα, αλλά η μεταγραφή δεν έγινε ποτέ”.
Με δύο χρόνια καθυστέρηση, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ανέλαβε εν τέλει τον Ολυμπιακό. Ήταν το καλοκαίρι του 1996, όταν πλέον εκείνο το (πρώτο) τηλεφώνημα του Σωκράτη Κόκκαλη μετατράπηκε σε συμβόλαιο συνεργασίας με τους ερυθρόλευκους. Παρεμπιπτόντως, στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν υπήρξε οποιασδήποτε άλλης μορφής επικοινωνία ανάμεσα στους δύο άνδρες.
“Η πρώτη σεζόν ξεκίνησε πολύ άσχημα, δεν θα μπορούσαμε να πάμε χειρότερα νομίζω. Ο Σωκράτης Κόκκαλης ήταν ο καλύτερος πρόεδρος και ο πιο άξιος, για μένα. Μιλούσαμε για διάφορα θέματα παικτών.
Είχαμε πολλούς τραυματισμούς, ιώσεις, χίλια δυο προβλήματα. Χάσαμε κιόλας από τον ΒΑΟ. Εγώ συνέχισα όμως να δουλεύω δυνατά. Εγώ έλεγα πάντα ότι πρέπει να συνεχίζουμε μέχρι να δούμε λίγο φως στο τέλος του τούνελ.
Τόσο εγώ όσο κι η ομάδα δεχθήκαμε πολύ μεγάλο πόλεμο απ’ έξω, δεν θέλω να πω ονόματα. Μιλάμε όμως για πόλεμο. Έγραφαν στον Τύπο ότι φεύγει ο Ντέιβιντ Ρίβερς για να έρθει ο Σάσα Τζόρτζεβιτς. Ανησυχούσαν τους παίκτες με όλα αυτά.
Όταν έρχονταν φίλοι να μου μεταφράσουν τι γραφόταν, η απάντησή μου ήταν 'στα αρχ...ια μου τι γράφουν, αν με ήξεραν δεν θα με προκαλούσαν'.
Ο διακόπτης γύρισε εν τέλει στη διάρκεια της σεζόν, στον δρόμο για την κατάκτηση της EuroLeague. Κι αν οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) εστιάσουν στο μπρέικ απέναντι στον Παναθηναϊκό στους 8 της διοργάνωσης, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς επικεντρώνεται σε ένα γεγονός που έγινε αρκετά νωρίτερα. Στη Μαδρίτη.
“Παίζαμε ένα χριστουγεννιάτικο τουρνουά στη Μαδρίτη. Είχα πει σε όλους να έρθουν εκεί μαζί με τις γυναίκες τους, γιατί ήθελα να έχουμε οικογενειακό κλίμα μέσα στις γιορτές.
Ήμασταν στο ξενοδοχείο με την αποστολή, όταν με έπιασε ο τιμ μάνατζερ, ο Τάκης Λιβιεράτος και μου είπε ότι ήρθε ο Γουίλι Άντερσον με την κοπέλα του. Του λέω “άκου φίλε, μην τον δω μπροστά μου, θα γίνει μεγάλη φασαρία. Παρακαλώ να μην μπουν στο ξενοδοχείο, δεν θέλω να τον δω στα μάτια μου”.
Δεν ήρθε με την ομάδα στη Μαδρίτη και ήρθε μόνος του, μάλλον με κάποια συνεργασία της διοίκησης και δεν ξέρω γω τι. Ο Τάκης με άκουσε καλά κι ο παίκτης έφυγε.
Μετά από εκείνο το χριστουγεννιάτικο τουρνουά λοιπόν, είχαμε έναν πολύ κρίσιμο εκτός έδρας αγώνα με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Θέλαμε μόνο τη νίκη για να προκριθούμε στα playoffs με μειονέκτημα έδρας.
Μπήκαμε στο γήπεδο κι άκουσα τον εκφωνητή του γηπέδου να λέει διάφορα για δηλητήρια και νερά. Καταλάβαινα ρώσικα και έγινα έξαλλος.
Πλησίασα τον κομισάριο και του είπα ότι αυτός ο τύπος λέει πολύ άσχημα λόγια για την ομάδα μου. Δεν θα άφηνα κανέναν να πει οτιδήποτε κατά της ομάδας μου”.
Ο Ολυμπιακός κέρδισε στη Μόσχα, απέκλεισε με μειονέκτημα έδρας την Παρτίζαν και τον Παναθηναϊκό κι έφτασε μέχρι το Final Four της Ρώμης. Κι αν υπάρχει κάτι που μνημονεύεται από τότε, αυτό είναι η βόλτα την ημέρα του τελικού. Την στιγμή που όλοι περίμεναν πως θα υπάρξει πρωινή χαλαρή προπόνηση, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αποφάσισε κάτι διαφορετικό.
“Είμαι της άποψης πως όταν έχεις δουλέψει καλά την τακτική σου και έχεις προετοιμάσει την ομάδα, όπως θέλεις, αγωνιστικά και ψυχολογικά, κάποιες φορές δεν πρέπει να κάνεις συνέχεια επαναλήψεις. Πήγαμε λοιπόν στη θάλασσα και πετάξαμε πέτρες στη θάλασσα".
Το καλοκαίρι του 1997, ο Μποντίρογκα ήθελε να έρθει μόνο στον Ολυμπιακό. Με αυτόν και τον Ρίβερς, θα παίρναμε τη EuroLeague για πολλά χρόνια.
“Ήταν μεγάλο λάθος της διοίκησης. Αν μέναμε όλοι, θα ήταν διαφορετική η ιστορία. Ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα ήθελε να έρθει μόνο στον Ολυμπιακό. Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι, βγήκαμε έξω για φαγητό με τον Κώστα Παπαδάκη και τον Μαρκ Φλέτσερ, τους εκπροσώπους του, κι ο παίκτης είπε ότι θέλει να έρθει μόνο στον Ολυμπιακό.
Αυτό δεν ξέρω γιατί δεν το έγραψαν ποτέ στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια αυτό, ρώτα τον Κώστα Παπαδάκη, αν θέλεις. Δεν μπορούσαμε όμως να τον πάρουμε. Με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα και τον Ντέιβιντ Ρίβερς, εμείς θα παίρναμε την EuroLeague για πολλά χρόνια”.
Μετά την τελευταία νίκη επί της ΑΕΚ και την κατάκτηση του triple crown, η ομάδα επέστρεψε στο ξενοδοχείο στην Κηφισιά. Ήρθε ο πρόεδρος και έδινε συγχαρητήρια στους παίκτες, περνώντας από τα δωμάτιά τους.
Φτάσαμε μαζί στο δωμάτιο του Ντέιβιντ Ρίβερς. Του λέει τότε "πρόεδρε, είμαι ο MVP σε τέσσερις διοργανώσεις, θέλω να πληρωθώ πολύ καλά τώρα". Τον ρωτάει "πόσα θέλεις;" Κι ο Ντέιβιντ Ρίβερς απαντάει 'κάτι σαν τα λεφτά που παίρνει ο Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς στην Κίντερ Μπολόνια'. Αυτή η συζήτηση έγινε μπροστά μου.
Ήταν χαβαλές περισσότερο αυτό που έγινε, δεν ήταν ακριβώς σοβαρός διάλογος. Έγινε με γέλιο και μέσα στους πανηγυρισμούς.
Άκου τώρα. Συμφώνησαν τελικά σε ένα ποσό. Ο Ντέιβιντ Ρίβερς είχε προθεσμία 24 ωρών για να απαντήσει. Με παίρνει κι αυτός κι ο ατζέντης του τηλέφωνο και μου λένε ότι όλα τα τηλέφωνα είναι κλειστά, δεν μπορούσαν να απαντήσουν.
Συνεχίσαμε να μιλάμε, κερδίζω εν τω μεταξύ το χρυσό με την Εθνική στο Eurobasket 1997, και με ξαναπαίρνει τηλέφωνο ο Ντέιβιντ Ρίβερς. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Με πήρε ο ίδιος για να μου πει "κόουτς, συγγνώμη, αυτή την στιγμή υπογράφω συμβόλαιο με την Φορτιτούντο".
Εκεί έκανα ένα λάθος εγώ! Ξέρεις που; Έπρεπε να πω στον Κόκκαλη "αν δεν μου κρατήσεις την ομάδα, εγώ φεύγω". Κατάλαβες;
Να ξέρεις κάτι άλλο: πήραμε έναν άλλον παίκτη από την Αμερική, τον Μάικλ Χόκινς κι ο Ολυμπιακός έπαιξε πολύ καλό μπάσκετ. Θυμάμαι παιχνίδια με τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Μακάμπι Τελ Αβίβ, έπαιξε καλά, αλλά δεν ήταν σαν τον Ντέιβιντ Ρίβερς.
Στην αρχή ο Ντέιβιντ ήταν λίγο δύσκολος στη συνεργασία, αλλά αυτό το δίδυμο που είχε κάνει με τον Μίλαν Τόμιτς ήταν τρομερό. Ο Ντέιβιντ ήταν ένας παίκτης έτοιμος στις κρίσιμες στιγμές να βάλει καλάθι, πολύ δυνατός στο transition.
Αυτό ήταν ένα λάθος του Ολυμπιακού και μάλλον και δικό μου. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο, όπως ο Σωκράτης Κόκκαλης, δεν μπορούσα να του πω "αν δεν κρατήσεις την ομάδα, εγώ φεύγω". Υπήρχε μεγάλη εκτίμηση μεταξύ μας. Παρόλ’ αυτά, μετά την αποχώρησή μου, ο Ολυμπιακός έφερε εν τέλει πίσω τον Ντέιβιντ Ρίβερς, πήρε τον Ντίνο Ράτζα και τον Νίκο Οικονόμου”.
"Θα σου πω τι έγινε κι έφυγα από τον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1999. Όλοι περίμεναν να δουν τι θα γίνει τότε. Με φώναξε ο πρόεδρος στο γραφείο του, μόνο εγώ κι αυτός.
Όλοι αυτοί που ήταν γύρω του και πίστευαν ότι τον βοηθούν, δεν θέλω να πω ονόματα, δεν τον έφταναν σε τίποτα. Ο πρόεδρος ήταν πολύ πάνω απ όλους. Σε σκέψη, σε εμπειρία, σε τρόπο σκέψης, ήταν φίλος.
Μου είπε "κόουτς, άσε αυτά τα παραμύθια που γράφονται ότι έρχεται ο Γιάννης Ιωαννίδης. Εγώ θέλω να μείνεις και μπορείς να μείνεις όσο θέλεις στον Ολυμπιακό". Συζητήσαμε διάφορα πράγματα και θέματα της ομάδας.
Του απάντησα "πρόεδρε δεν είναι θέμα, εγώ τελείωσα έναν τριετή κύκλο". Μου ξανάπε "μπορείς να μείνεις όσο θέλεις εδώ, μην το λες αυτό". Ζήτησε λοιπόν να κάνουμε ακόμη ένα ραντεβού.
Έπρεπε να φύγω στη Θεσσαλονίκη για μια προσωπική υπόθεση, μου είπε να βρεθούμε πριν το ταξίδι μου. Ήταν Παρασκευή. Βρεθήκαμε πάλι, αλλά δεν άλλαξε κάτι.
Του εξήγησα πως δεν είχα άλλη πρόταση, δεν το έκανα γι αυτό. Απλά ένιωθα ότι τελείωσε ένας κύκλος.
Με συνόδευσε ο ίδιος ο Κόκκαλης μέχρι το ασανσέρ, με δάκρυα στα μάτια, αγκαλιά. Έτσι έφυγα το 1999.
Την επόμενη μέρα με πήραν από τις τράπεζες, τα είχε κανονίσει όλα. Για μένα βέβαια αυτό δεν είχε σημασία, ήξερα τι άνθρωπος είναι. Έτσι έφυγα από τον Ολυμπιακό.
Όπως και να έχει, ο Σωκράτης Κόκκαλης είναι ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου”.
Έφυγε από τον Ολυμπιακό, όχι όμως κι από την Ελλάδα. Και δη την Αθήνα. Απλά μετακόμισε βόρεια. Για χάρη της ΑΕΚ, στην οποία επίσης παρήγαγε έργο και συνέβαλε στην ανάπτυξη και εξέλιξη των νεαρών παικτών. Παράλληλα, πήρε τρεις τίτλους σε μία διετία: το Κύπελλο Σαπόρτα (2000) και το Κύπελλο Ελλάδας (2000, 2001).
“Πάντα όταν χτίζω μια ομάδα, ως τρίτο επιλογή σε κάθε θέση, πάντα έχω έναν νέο παίκτη. Με σκληρή δουλειά περιμένω κάποιοι από αυτούς να πάνε πιο μπροστά. Όταν πήγα στην ΑΕΚ, μίλησα με τον κ. Γρανίτσα, τον είχε βάλει επικεφαλής στην ομάδα ο κ. Φιλίππου.
Εκεί με όλα τα νέα παιδιά, με σκληρή δουλειά, κερδίσαμε το Κύπελλο Ελλάδας δύο σερί χρονιές απέναντι στον Παναθηναϊκό, τελικοί που έγιναν λίγο πριν από τα Final Four, στα οποία είχε προκριθεί ο Παναθηναϊκός.
Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου βέβαια, είχα να μην αφήσουν αυτές οι ήττες κάποιο πρόβλημα στον Παναθηναϊκό εν όψει των Final Four, γιατί προπονητής του ήταν ο κουμπάρος μου, ο Ζέλικο.
Δεν ξέρω αν οι Σέρβοι καταλαβαίνουν πόσο κοντά τους ήταν οι Έλληνες εκείνη την περίοδο, στις πιο δύσκολες στιγμές.
Καταφέραμε πολλά όμως με την ΑΕΚ εκείνα τα χρόνια, την επαναφέραμε σε ευρωπαϊκή κορυφή. Κερδίσαμε την Κίντερ Μπολόνια στον τελικό στη Λωζάννη. Όταν έφυγα από την ΑΕΚ, ο ίδιος ο Ντράγκαν Σάκοτα είχε πει πως τα βρήκε όλα έτοιμα.
Το 2001, που έφυγα, είχα πάρει την απόφαση να σταματήσω την προπονητική. Έβλεπα ότι έρχονταν νέα παιδιά στην προπονητική. Ήμουν 57 χρονών και είπα "φτάνει πια". Υπήρχε μια γενιά που ερχόταν από πίσω στην Ευρώπη.
Όταν γύρισα στο Βελιγράδι, μετά από την επανάσταση του 2000, που τελικά μπήκε κι η Δημοκρατία στη Σερβία, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να συμμετέχω σε αυτή τη Δημοκρατία και αποφάσισα αμέσως μετά, το 2002, να πάω στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Εγώ έμαθα την Ελληνική Δημοκρατία, ειδικά την περίοδο του βομβαρδισμού. Δεν ξέρω αν οι Σέρβοι καταλαβαίνουν πόσο κοντά τους ήταν οι Έλληνες εκείνη την περίοδο, στις πιο δύσκολες στιγμές της χώρας”.
Κι όχι μόνο γύρισε στην προπονητική το καλοκαίρι του 2002, αλλά έφτασε πολύ κοντά στο ΝΒΑ. Εκείνο το καλοκαίρι, οι Ντένβερ Νάγκετς έδειξαν πολύ έντονα το ενδιαφέρον τους. Μίλησαν μαζί του, τον κάλεσαν στις ΗΠΑ και συμφώνησαν σε όλα. Στο τέλος όμως, δεν υπεγράφη κάποιο συμβόλαιο, με μια μικρή χρονική καθυστέρηση από την πλευρά του Ντένβερ να τον σπρώχνει προς την ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
“Το πρώτο ραντεβού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας έγινε στη Γαλλία, στη Νίκαια. Την ίδια ώρα περίπου είχα πρόταση από τους Ντένβερ Νάγκετς.
Πήγα στη Νέα Υόρκη. Μίλησα με τον Κίκι Βαν Ντε Γουέι, που ήταν ο GM της ομάδας εκείνη την εποχή. Αν θυμάμαι καλά, το ραντεβού έγινε τον Ιούνιο του 2002. Μετά το ραντεβού, πήγαμε για φαγητό.
Εγώ, ο Μπιλ Ντάφι (ατζέντης) κι ο Κίκι Βαν Ντε Γουέι μαζί με άλλους τρεις, οι οποίοι πιστεύω ότι ήταν scouts, δεν ξέρω τι ήταν, δεν έμοιαζαν κάτι σαν προσωπικότητες. Όλο το βράδυ, που τρώγαμε, μου έκαναν ερωτήσεις.
Φύγαμε και μου λέει ο Μπιλ Ντάφι "να σαι έτοιμος αύριο το πρωί να υπογράψεις το συμβόλαιο". Βρήκαμε το μέγεθος του συμβολαίου, αλλά και στον ρόλο μου. Είχαμε συμφωνήσει τον πρώτο χρόνο να είμαι ως σύμβουλος για να μάθω την πραγματικότητα του ΝΒΑ και να έχω μετά άλλα δύο χρόνια συμβόλαιο.
Το επόμενο πρωί, την ώρα που πίναμε καφέ μου είπαν ότι οι ιδιοκτήτριες της ομάδας ήταν σε διακοπές και δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε με τις υπογραφές.
Μου ζήτησαν να κάνω λίγες ημέρες υπομονή. Τους είπα "εντάξει, αλλά να ξέρετε σε δύο εβδομάδες έχω ραντεβού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας". Εν τέλει, οι μέρες πέρασαν κι έκανα το ραντεβού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Υπέγραψα.
Μετά από λίγο καιρό, με παίρνουν από το Ντένβερ και μου λένε "κόουτς, είμαστε έτοιμοι". Τους είπα "συγγνώμη, εγώ υπέγραψα με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας".
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς ήταν αυτός που έβαλε τις βάσεις για να “χτιστεί” από την αρχή το οικοδόμημα της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, το οποίο -σχεδόν είκοσι χρόνια μετά- μοιάζει να στηρίζεται σε πολύ γερά θεμέλια. Παρόλ’ αυτά, δεν κατάφερε να κατακτήσει την EuroLeague με την “αρκούδα”. Κι ας διεξαγόταν το Final Four του 2005 στη Μόσχα.
"Πήγα στα γραφεία την πρώτη μέρα, ήταν μικρά. Όλοι έβγαιναν έξω για να καπνίσουν. Υπήρχε ένας υπάλληλος, που ήταν υπεύθυνος για μένα.
Άρχισα με Σεργκέι Κούσενκο να χτίζουμε την ομάδα σιγά σιγά, το προπονητικό, το γήπεδο, τα αποδυτήρια σαν του ΝΒΑ. Εκεί με βοήθησε πάρα πολύ ο γιος μου, ο Πέτρος, που ήταν νέος και ταλαντούχος μάνατζερ.
Έκανε μια επαφή με τον Νίκο Χατζηβρέττα και τον Θοδωρή Παπαλουκά για να έρθουν στην ομάδα. Ο Θοδωρής ήταν ο καλύτερος έκτος παίκτης που είχα.
Δεν είχαμε ως στόχο το Final Four την πρώτη σεζόν, παρόλ' αυτά πήραμε την πρόκριση στη Βαρκελώνη. Παίξαμε απέναντι στην Μπαρτσελόνα, που ήταν Πρωταθλήτρια Ευρώπης. Είχαμε περίεργη διαιτησία και σφυρίγματα.
Στο Final Four της Μόσχας, μας απαγόρευσαν να κάνουμε προπονήσεις στο γήπεδο που θα γίνονταν οι αγώνες. Υπήρχε ειδικός όρος από την EuroLeague.
Προσωπικά εγώ χρωστάω στην ΤΣΣΚΑ τον τίτλο της EuroLeague το 2005.
Είχαμε όλες τις συνθήκες και κάναμε ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε. Στον ημιτελικό με την Ταουγκρές ήμασταν άτυχοι. Σκέψου τους είχαμε κερδίσει τέσσερις σερί φορές, σε ένα παιχνίδι μάλιστα ο Θοδωρής Παπαλουκάς είχε κάνει μια χειρονομία πως τους "καθαρίσαμε".
Υπό πίεση, χωρίς προπόνηση στο γήπεδο, αντιμετωπίσαμε μια πολύ δυνατή ομάδα. Είχαν τότε τον Χοσέ Μανουέλ Καλντερόν, τον Πάμπλο Πριτζιόνι από πίσω, τον Άρβιντας Ματσιγιάουσκας σε φοβερή κατάσταση, τον Αντρές Νοτσιόνι, τον Λουίς Σκόλα και τον Φαμπρίτσιο Ομπέρτο. Αν παίζαμε σε ουδέτερο γήπεδο, θα παίρναμε εμείς το τρόπαιο".
Το τρόπαιο της EuroLeague δεν το κατέκτησε με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Τα κατάφερε όμως για δεύτερη φορά με τον Ολυμπιακό μερικά χρόνια αργότερα. Παρά το γεγονός πως κι ο ίδιος δεν περίμενε ότι θα ξαναβρεθεί στον ερυθρόλευκο πάγκο, η μοίρα είχε πάρει άλλη απόφαση. Κατά δήλωσή του άλλωστε, δεν ήταν στη φιλοσοφία του να εργάζεται για δεύτερη φορά στην ίδια ομάδα. Για πολλούς και διάφορους λόγους.
"Η φιλοσοφία μου ήταν να μην δουλεύω ξανά στην ίδια ομάδα. Το 1996, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΟΚ, κ. Λάκης Αλεξόπουλος, μου έκανε πρόταση να επιστρέψω. "Σου δίνω ό,τι θέλεις" μου είπε, αλλά εγώ δεν δέχθηκα να έχουμε ούτε συνάντηση.
Μου είπε "παρακαλώ, σε παρακαλώ να βρεθούμε". Ήρθε ο άνθρωπος και βρεθήκαμε στο Intercontinental στο Βελιγράδι. Μου είπε "κόουτς, σε παρακαλώ να έρθεις στον ΠΑΟΚ, βλέπω την ομάδα μεγάλη".
Του απάντησα: "Δύσκολα πρόεδρε, σας είπα να μην έρθετε. Έχω μια φιλοσοφία, να μην κοουτσάρω δύο φορές την ίδια ομάδα" Ρώτησε να μάθει τον λόγο.
Είπα στον Αλεξόπουλο πως αν γυρίσω στον ΠΑΟΚ, θα πεινάνε εκατό στόματα.
Μου λέει "γιατί να γίνει αυτό;" Του είπα πως αν έρθω, εγώ θα οργανώσω το σωματείο με τον τρόπο που ξέρω εγώ και το πώς ήταν, όταν ήμουν εκεί για πρώτη φορά. Μου είπε ότι θέλει να το κάνω κι αυτό, γιατί εκείνος δεν ήξερε, αλλά του εξήγησα ότι δεν μπορώ να πάω”.
Με τον Ολυμπιακό όμως, η ιστορία εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά.
"Είχα μια επαφή με τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Μάνο Μανουσέλη, μιλήσαμε κάποιες φορές, όταν ήμουν στην Ελλάδα μέσα στο 2009.
Σε κάποια στιγμή θυμάμαι ότι ο Μάνος είχε πει πως ο Μίλος Τεόντοσιτς δεν έχει καλά πλαϊνά βήματα στην περιφέρεια. Πέρασε ο καιρός, ο Μίλος έκανε ένα σπουδαίο τουρνουά με την Εθνική στο Eurobasket 2009. Θυμάμαι ότι εκείνο το καλοκαίρι ήταν να πάει ο Μίλος στη Ρέτζο Εμίλια.
Μετά το τέλος του τουρνουά λοιπόν με πήρε τηλέφωνο ο Παναγιώτης Γιαννάκης και μου είπε: "Κόουτς, μπορώ να σας πω κάτι; Ξέρεις γιατί δεν έχει καλά πλαϊνά βήματα ο Μίλος; Έχει πολύ μεγάλα αρχ...ια και δεν μπορεί να κουνηθεί στο πλάι".
Κι εγώ γέλασα εκεί. Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη ήμασταν πάρα πολύ κοντά, πιστεύω πως όταν γύρισα στον Ολυμπιακό, αυτές οι σχέσεις χάλασαν.
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν, το 2010, συναντηθήκαμε στο σπίτι μου. Εγώ, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος, μαζί κι ο Γιώργος Σκινδήλιας.
Τους εξήγησα ότι -εκτός των άλλων- είχα μια συμφωνία που έτρεχε με την Ομοσπονδία της Σερβίας, αν και ένα χρόνο απλήρωτος, γιατί δεν είχα συμβόλαιο. Τους είπα λοιπόν ότι πρέπει πρώτα να δω τι θα γίνει με την Ομοσπονδία.
Γύρισα στο Βελιγράδι και μίλησα με τον πρόεδρο, τον Ντράγκαν Κάπιτσιτς, του είπα ότι είχα αυτή την πρόταση, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να πάω εκεί, ήθελα να ολοκληρώσω τη δουλειά μου με την Εθνική. Εκείνος μου είπε "αδελφέ, αν εγώ είχα τέτοια πρόταση, δεν θα το σκεφτόμουν ούτε στιγμή".
Μάζεψα λοιπόν τα πράγματά μου και γύρισα στην Αθήνα, για τον Ολυμπιακό. Κι έτσι για πρώτη φορά στη ζωή μου επέστρεψα σε μια ομάδα".
Την πρώτη σεζόν, η ομάδα δεν είχε χημεία. Κάποιες στιγμές είναι πιο σημαντικές από τις ομάδες. Είχαμε έναν πολύ ταλαντούχο παίκτη που τον έχω στην καρδιά μου, αλλά αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα, τον Γιάννη Μπουρούση.
Παίζαμε θυμάμαι με την Ούλκερ στο ΣΕΦ για το Top 16, χάσαμε και αυτό σήμαινε πως ήταν πολύ δύσκολο να βγούμε πρώτοι ή δεύτεροι στον όμιλο.
Την επόμενη μέρα ήρθε στην προπόνηση και μου είπε ότι τον πονάνε τα κόκαλά του. Εγώ του απάντησα πως οι γιατροί μού είπαν ότι είναι καλά, αλλά εκείνος επέμεινε. “Οι γιατροί δεν ξέρουν τίποτα” μου είπε.
Τότε έκανα ό,τι και με τον Κλιφ Λέβινγκστον, του είπα: "Φίλε, σου δίνω ακριβώς ένα μήνα άδεια, με προπονητή, γυμναστή και φροντιστή. Με την ομάδα δεν μπορείς να προπονηθείς, θα είσαι έξω. Σε ένα μήνα θα γυρίσεις". Λίγοι θα έκαναν κάτι τέτοιο.
Μου είπαν ότι ο Μπουρούσης πήγαινε στη Θύρα 7 και έλεγε διάφορα, έκανε κόλπα. Δεν θα πω ελληνικά, θα πω "τα δικά μας κόλπα". Κι εγώ Έλληνας είμαι.
Μία εβδομάδα μετά κερδίσαμε εύκολα τη Ζάλγκιρις και τρέξαμε ένα πολύ σημαντικό σερί, τερματίζοντας εν τέλει στην πρώτη θέση του ομίλου. Κερδίσαμε με 50 πόντους τη Σιένα στο πρώτο παιχνίδι, χάσαμε το δεύτερο και μετά αποκλειστήκαμε".
Παρεμπιπτόντως, το καλοκαίρι της δικής του επιστροφής στον Ολυμπιακό ήταν κι αυτό της μεταγραφής του Βασίλη Σπανούλη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. Από το ΟΑΚΑ στο ΣΕΦ. Επηρέασε καθόλου αυτό το γεγονός τις σχέσεις του με τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς;
"Όχι, όχι. Μπορεί λίγο ψυχικά κι εγώ ένιωθα λίγο δύσκολα. Αυτή η μεταγραφή έγινε όμως πριν πάω εγώ στον Ολυμπιακό. Δεν ξέρω ο Ζέλικο πώς ήταν. Εγώ είχα πει στον Βασίλη, με τον οποίο έχω πάρα πολύ καλές σχέσεις, πως πρέπει να τα βρουν μεταξύ τους.
Εγώ πιστεύω πως ο Ζέλικο ακόμη και τώρα, όταν είμαστε σε κάποιες δεξιώσεις, δεν θέλει να χαιρετήσει τον Σπανούλη.
Το καλοκαίρι που ακολούθησε, αυτό του 2011, αποδείχθηκε ακόμη πιο δύσκολο για τον Ολυμπιακό, αλλά και τον ίδιο προσωπικά. Οι ιδιοκτήτες της ΚΑΕ Ολυμπιακός εξέδωσαν ανακοίνωση αποχώρησης από τα κοινά της ομάδας, με τους ερυθρόλευκους να βρίσκονται στον αέρα και πολλά από τα μεγάλα αστέρια τους να αποχωρούν. Εν τέλει, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Αγγελόπουλος δεν επέμειναν στην αρχική απόφασή τους, συνέχισαν στο τιμόνι της ομάδας, με πολύ μικρότερο προϋπολογισμό όμως.
"Όταν βγήκε η ανακοίνωση, τους είπα “δεν έχω κανένα πρόβλημα, θα φύγω κι εγώ, δεν έχω πρόβλημα με το συμβόλαιο”. Μου είπαν ότι εγώ πρέπει να μείνω, παρά το γεγονός πως αυτοί θα αποχωρούσαν. Τελικά έμειναν στην ομάδα.
Από τα 38 εκατομμύρια ευρώ μπάτζετ πήγαμε στα 6.4 εκατομμύρια. Σκέψου ότι ο Σπανούλης είχε συμβόλαιο 2.4 εκατομμύρια ευρώ με βάση όσα μου είχαν πει, οπότε έπρεπε εγώ με τα υπόλοιπα να υπογράψω δεκαπέντε παίκτες.
Στον πρώτο γύρο δεν βλεπόμασταν. Είχαμε τον Λάζαρο Παπαδόπουλο και τον Ανδρέα Γλυνιαδάκη στο “5” και είχαμε πρόβλημα, ήμασταν αργοί στην άμυνα.
Κάποια στιγμή ρώτησα τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς για τον Τζόι Ντόρσεϊ, που τον είχε στην ομάδα του. Μου απάντησε πως ήταν τρελός, αλλά εμείς τον πήραμε. Μαζί και τον Έισι Λο.
Από τον Ιανουάριο κι έπειτα, η ομάδα έδεσε καλά. Φτιάξαμε ένα σύνολο με αρχηγό και ήρωα τον Βασίλη Σπανούλη. Κανείς δεν περίμενε ότι θα κατακτήσουμε την EuroLeague.
Απέναντι στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας που εκείνη τη σεζόν ήταν η πιο ισχυρή απ όλες τις ομάδες. Είχε γυρίσει ο Αντρέι Κιριλένικο για να πάρει το Πανευρωπαϊκό, είχε τον Νέναντ Κρστιτς, τον Ραμούνας Σισκάουσκας.
Όλοι μου λένε τι έκανα στο ημίχρονο. Τι έκανα; Όταν μπήκα στα αποδυτήρια, έβαλα μια γερή φωνή στον Σπανούλη.
Το έκανα γιατί ήθελα να δώσω κουράγιο στα υπόλοιπα παιδιά, είχα τη λογική πως στα 100 παιχνίδια που θα παίζαμε, λίγες φορές θα τους κερδίζαμε.
Θέλω εδώ να πω κάτι για τον κ. Κωνσταντίνο Αγγελόπουλο, που “έφυγε” πριν από λίγο καιρό. Είχαμε πάει στο Πατριαρχείο, άρχισε να μιλάει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος κι εγώ με τη γυναίκα μου, από σεβασμό και εκτίμηση, σηκωθήκαμε όρθιοι. Όλοι οι άλλοι ήταν καθιστοί, τότε είπε ο κ. Κωνσταντίνος σε όλους να σηκωθούν.
Για μένα ο τίτλος στην Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι πολύ μεγάλο. Φτιάξαμε μια ισχυρή βάση από γηγενείς παίκτες, με πρώτο και καλύτερο τον Βασίλη Σπανούλη. Ο “Μπιλ” ήταν η ψυχή της ομάδας.
Είχαμε σπουδαίο κορμό, με τον Γιώργο Πρίντεζη, τον Κώστα Παπανικολάου, τον Κώστα Σλούκα και τον Βαγγέλη Μάντζαρη. Νομίζω κιόλας ότι αυτός ο τελικός είναι ο μοναδικός στην ιστορία, όπου οι τρεις Αμερικανοί έμειναν άποντοι.
Γενικά μας είχαν βοηθήσει πολύ σε όλη τη σεζόν οι ξένοι, σε εκείνο το παιχνίδι όμως έκανε τη διαφορά η ελληνική ψυχή”.
Το τελευταίο κεφάλαιο της συνέντευξης, δεν θα μπορούσε παρά να αφορά στην Dream Team της Γιουγκοσλαβίας από το 1987 έως το 1991.
"Στη Γιουγκοσλαβία είχαμε πάντα μεγάλα ταλέντα. Ο Ντράζεν Πέτροβιτς ήταν ίσως ο πιο εργατικός όλων από εκείνη την ομάδα, τον είχα πέντε χρόνια. Δούλεψε σκληρά.
Τότε στόχος μας ήταν να δούμε στην Ευρώπη που ήμασταν απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Όταν βγήκε αυτή η φουρνιά με τον Ντράζεν Πέτροβιτς, τον Βλάντε Ντίβατς, τον Ζάρκο Πάσπαλιε, τον Ντίνο Ράτζα, τον Στόικο Βράνκοβιτς, τον Τόνι Κούκοτς και τα υπόλοιπα παιδιά, όλοι έλεγαν ότι δεν θα γίνουν ποτέ σαν τα χρυσά παιδιά, τον Ντράζεν Νταλιπάγκιτς και τον Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς. Όλοι ήταν ένας κι ένας, ατόφια ταλέντα, μεγάλες προσωπικότητες.
Θα σου πω κάτι: στο Eurobasket 1989, όταν η Ελλάδα κέρδισε τη Σοβιετική Ένωση στον ημιτελικό, δεν χάρηκαν όλοι. Ξέρεις γιατί; Πολλοί ήθελαν να παίξουμε με τη Σοβιετική Ένωση και να την κερδίσουμε, να αποδείξουμε ότι είμαστε καλύτερη ομάδα. Είχαν περάσει κιόλας δέκα χρόνια που η Γιουγκοσλαβία ήταν χωρίς χρυσό μετάλλιο σε Eurobasket. Τα καταφέραμε το ίδιο συνέβη στο Παγκόσμιο της Αργεντινής το 1990 και στο Eurobasket 1991, που μετά διαλύθηκε η ομάδα.
Θυμάμαι στον τελικό της Ρώμης, στο ζέσταμα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μην βγει η απόφαση για την απόσχιση της Σλοβενίας. Ο Γιούρι Ζντοβτς έμεινε έξω γι αυτό. Μου είχε πει "κόουτς, τι να κάνω; Αν παίξω για την Εθνική, θα με πουν προδότη στη χώρα μου". Του λέω "ασ τα αυτά σε εμένα".
Μετά το meeting που κάναμε πριν από τον τελικό, έβρισα χοντρά όλους τους δημοσιογράφους από την Σλοβενία. Τους είπα "εγώ κάνω κουμάντο εδώ, εγώ αποφασίζω για τον Γιούρι, όχι εσείς".
Πριν από αυτό το περιστατικό, στη Ρώμη, υπήρχε κάτι άλλο που στιγμάτισε την πορεία εκείνης της ομάδας. Συνέβη στο Παγκόσμιο της Αργεντινής, όταν έγινε η περίφημη κίνηση από τον Βλάντε Ντίβατς, που άρπαξε την κροατική σημαία από έναν φίλαθλο για να κρατήσει λίγο αργότερα αυτή της Γιουγκοσλαβίας.
Κάτι που αποτέλεσε το θέμα του ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε πριν από μερικά χρόνια, κι αφορούσε στις σχέσεις του Ντράζεν Πέτροβιτς με τον Βλάντε Ντίβατς, που δεν ήταν ποτέ ξανά οι ίδιες μετά από εκείνο το περιστατικό. Τι θυμάται από εκείνο το βράδυ ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
"Κοίτα, αυτό πέρασε σαν πλάκα. Πρώτα απ όλα, με τη σημαία ήταν ο Περάσοβιτς, όχι ο Ντράζεν . Μία από αυτές τις σημαίες τις είχε ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς, του την είχε δώσει κάποιος.
Εγώ θα σου πω την αλήθεια, άλλο που λένε για αδέλφια και τέτοια, αυτά είναι μαλακίες αμερικάνικες, δεν είναι αλήθεια.
Τότε είχε κερδίσει τις εκλογές στην Κροατία το KDS. Ήρθαν πολύ φίλαθλοι της Κροατίας τότε στην Αργεντινή με σημαίες. Ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς είχε μια από αυτές τις σημαίες, επειδή του την έδωσαν. Ο Βλάντε Ντίβατς του την πήρε και του έβαλε μια σημαία της Γιουγκοσλαβίας στους ώμους.
Του πε κιόλας γελώντας "όταν δουν στο σπίτι σου τη σημαία, θα σε γαμ...ουν. Ήταν πλάκα αυτό, μεταξύ τους. Αυτά που λένε ότι χάλασαν οι σχέσεις του Ντράζεν με τον Βλάντε, δεν είναι αλήθεια. Ό,τι έγραψε ο Τύπος δεν είναι αλήθεια.
Μιλάμε για μια ομάδα, που ποτέ κανείς δεν είπε στον άλλον "εσύ είσαι από την Κροατία, εσύ από τη Σερβία, εσύ από το Μαυροβούνιο". Αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον.
Ο Ζάρκο Πάσπαλιε κι ο Τόνι Κούκοτς έπαιζαν στην ίδια θέση, το ίδιο κι ο Βλάντε Ντίβατς με τον Ντίνο Ράτζα. Έπρεπε λοιπόν κάθε φορά ένας να μένει έξω, για να παίζει ο άλλος. Όταν έβγαινε ο ένας για να μπει ο άλλος, αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν.
Μιλάμε για φοβερή ομάδα. Πάντα ήταν αγαπημένοι και αγκαλιασμένοι. Οι πολιτικοί ήθελαν να δώσουν σημασία σε αυτό το περιστατικό στην Αργεντινή, καταλαβαίνεις γιατί.
Ο Πέτροβιτς ήθελε να δείξει ότι είναι στο ΝΒΑ και να έρχεται αργά. Με τους Νιου Τζέρσι Νετς τελείωσε νωρίς τη σεζόν, τον Απρίλιο. Εγώ πάντα στήριζα τους παίκτες, δημόσια και στις εφημερίδες. Ο Ντίβατς είχε πάει μέχρι τους τελικούς του ΝΒΑ με τους Λος Άντζελες Λέικερς.
Ο Ντράζεν ήθελε να έρθουν την ίδια μέρα. Τον έπαιρνα τηλέφωνο και τον ρωτούσα πότε θα έρθει. Μου έλεγε "την άλλη εβδομάδα, την άλλη εβδομάδα". Φτάσαμε κάπου πριν από το EuroBasket της Ρώμης. Τον πήρα και του είπα "φίλε, κάτσε να σου πω κάτι, αυτό που κάνεις δεν γίνεται. Συμφωνείς να δώσω μια συνέντευξη και να πω ότι έχεις ειδικό πρόγραμμα από τους Νιου Τζέρσι Νετς κι ότι σε αυτή την κατάσταση δεν μπορείς να φτάσεις στην κατάσταση που περιμένουμε στην Εθνική; Έτσι δεν θα παίξεις στη Ρώμη".
Μου είπε ότι συμφωνεί. Όταν το ανακοίνωσα, ήταν ένα πραγματικό χάος στη χώρα. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας μου είπε "Ντούντα, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό". Αυτή ήταν η αλήθεια.
Οι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν και έλεγαν ότι τον έβαλε στην Εθνική ο Γιόζιπ Τζέρτζα το 1983 στο Eurobasket της Γαλλίας κι ότι τον έδιωξε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς το 1991. Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Είχαμε κάνει συμφωνία. Ο Ντράζεν από μέσα του, πιστεύω, ήθελε απλά να έρθει σαν παίκτης του ΝΒΑ μαζί με τον Ντίβατς”.
Η Γιουγκοσλαβία έκανε το three peat σε μεγάλες διοργανώσεις, δεν μπόρεσε όμως να δοκιμαστεί απέναντι στον μεγαλύτερο αντίπαλο που θα μπορούσε να βρει, την Dream Team. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης δεν υπήρχε πλέον η ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, όπως την είχαν θαυμάσει όλοι τα προηγούμενα χρόνια.
"Όλοι λοιπόν περιμέναμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης για να παίξουμε με την Αμερική. Είχαμε τους παίκτες με την εμπειρία από το ΝΒΑ, όπως ο Ντίβατς, ο Ράτζα και ο Πέτροβιτς.
Ξέραμε ότι θα κερδίσουμε εύκολα όλες τις ομάδες, γι αυτό πιστεύαμε ότι θα ετοιμάζαμε μόνο ένα παιχνίδι: αυτό με την Αμερική. Για να την κερδίσουμε.
Δεν ήμασταν σαν τις άλλες ομάδες που έβλεπες τότε στη Βαρκελώνη, που τραβούσαν φωτογραφίες με τους παίκτες της Dream Team.
Ήταν μεγάλη απώλεια για το άθλημα ότι δεν έπαιξε τότε η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης με την Αμερική. Ήταν πολύ σπουδαία η συμφωνία που επετεύχθη ανάμεσα στη FIBA και το ΝΒΑ για να έρθουν οι ΝΒΑers στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Βοήθησε το άθλημα, αλλά ήταν κρίμα που δεν τους αντιμετωπίσαμε".
Κρίμα όντως, γιατί ο κόσμος έχασε μια μοναδική ευκαιρία να θαυμάσει τη μεγαλύτερη ίσως τιτανομαχία στην ιστορία του αθλήματος. Από την άλλη, αυτό που έμεινε σε όλους ήταν το μεγαλείο της Γιουγκοσλαβίας, η οποία άνθισε σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Όπως τόσες και τόσες ομάδες, όπως τόσοι και τόσοι παίκτες. Σε μια διαδρομή πέντε δεκαετιών, είναι εκατοντάδες αυτοί που του οφείλουν πολλά. Από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Από συμβόλαια εκατομμυρίων που υπέγραψαν στην καριέρα τους μέχρι την αναγνώριση και τον σεβασμό που κέρδισαν από τον κόσμο.
Ο ίδιος ο “Ντούντα” αυτό που έχει να θυμάται και να κρατάει ως ύψιστο αγαθό είναι οι σχέσεις με τους ανθρώπους που συνεργάστηκε και συνάντησε στη διάρκεια των πέντε δεκαετιών της προπονητικής του καριέρας, όπως παραδέχθηκε στην αρχή της συνομιλίας μας.
"Το ξέρεις το τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη που λέει δύο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα; Αυτό έκανα κι εγώ στη ζωή και την καριέρα μου. Κι είμαι περήφανος για όλα"!
Μετά από σχεδόν τέσσερις ώρες συζήτησης και ιστοριών, η συνέντευξη ολοκληρώθηκε. Αυτά που ειπώθηκαν ήταν πολλά, σίγουρα θα μπορούσαν να είναι ακόμη περισσότερα. Αν υπάρχει άλλωστε ένας άνθρωπος που αξίζει να κάτσεις δίπλα του, ακούγοντας ιστορίες και μαθαίνοντας τα πραγματικά γεγονότα, αυτός είναι ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Επί προσωπικού: Πέραν του Ντούσαν Ίβκοβιτς, οφείλω ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στους δύο γιους του, τον Πέτρο και τον Παύλο, για την υποδοχή και τη φιλοξενία που μου παρείχαν τις 24 περίπου ώρες που βρέθηκα στο Βελιγράδι για να γίνει αυτή η συνέντευξη.
Όπως είπε κι ο “Ντούντα” το παν είναι οι σχέσεις που σου μένουν μετά από μια (οποιαδήποτε) συνεργασία. Εν προκειμένω αυτή η στάση ζωής επιβεβαιώθηκε μέχρι κεραίας, στη δική μου περίπτωση.
Φωτογράφιση: © Darko Duckin / darkoduckin.com
Φωτογραφίες αρχείου: Θωμάς Χρυσοχοϊδης / ACTION IMAGES / EUROKINISSI
Αρχισυνταξία: Θέμης Καίσαρης
Art Direction: Γιάννης Κατσίνης, Κωνσταντίνος Μπαντούνας
Ευχαριστούμε τον Γιάννη Πέγκο για την παραχώρηση της φωτογραφίας του Ντούσαν Ίβκοβιτς με τον Νίκο Γκάλη