Μπόμπαν Γιάνκοβιτς,
ο δικός του ο δρόμος
Μια στιγμή, δυο ζωές. Το πριν και το μετά.
Αίμα πηχτό που ρέει στο μέτωπο και πλημμυρίζει το ξύλινο παρκέ, αίμα που παγώνει σαν το κρύσταλλο για το μεγάλο κακό που πλησιάζει, προτού χιμήξει λυσσασμένα πάνω στην σχεδόν ακίνητη και απροστάτευτη σάρκα.
Δύο στιβαρά πόδια που μετατράπηκαν σε δύο σιδερένιες ρόδες αναπηρικού αμαξιδίου. Ένα αεικίνητο σώμα με πυρηνική ενέργεια κάτω από τον φλοιό του, ένα καθηλωμένο στο κρεβάτι κορμί που οριακά λυγίζει.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς. Η ίδια δίμετρη και αρχοντική μορφή, το ίδιο σπινθηροβόλο βλέμμα, ο ίδιος οξυμένος νους, αλλά την ίδια στιγμή δύο εντελώς διαφορετικά πρόσωπα που το ένα ίσα που αναγνωρίζει το άλλο στον καθρέπτη. Πολύ γνώριμα, μα και ξένα.
Κάθε ημέρα και μια μόνιμη επανάληψη της μη αναστρέψιμης ιστορίας. Επί 13 χρόνια, έως τον Ιούνιο του 2006 που ξεψύχησε στα νερά του Αιγαίου, ξανά και ξανά. Μάχη χωρίς ελπίδα, κονταροχτύπημα χωρίς πιθανότητα.
Ακριβώς τρεις δεκαετίες από το σημείο μηδέν, εκείνη η φρικτή εικόνα της 28ης Απριλίου του 1993 παραμένει ισοδύναμα σοκαριστική.
Ακριβώς τρεις δεκαετίες από την αρχή και το τέλος του Σέρβου, η κραυγή του -μέχρι τότε- ατρόμητου ανδρός πάνω στο φορείο που τον μετέφερε εκτός παρκέ διασχίζει τον χρόνο και ηχεί στο σήμερα χωρίς να έχει χάσει από την τρομακτική ισχύ της.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς δεν σηκώθηκε ποτέ από τότε...
Προικισμένο μυαλό, Βελιγράδι
και μπάσκετ
Ο Σλόμπονταν Γιάνκοβιτς, που πρόλαβε για δέκα ημέρες τα Χριστούγεννα του '63 όντας το πρόωρο αη-βασιλιάτικο δώρο στην οικογένεια του Ντράγκολιουμπ και της Ραντμίλα, ήταν από τα γεννοφάσκια του στο Λουτσάνι (της νοτιοδυτικής επαρχίας Μοράβιτσα) ό,τι κατέληξε να είναι: απροσδιόριστα ξεχωριστός.
Το μέγεθός του, ως ένα βρέφος ωρών βαρύτερο των πέντε κιλών, έκανε μεμιάς εντύπωση, αλλά ήταν κυρίως το προικισμένο μυαλό του που -όσο μεγάλωνε- έκανε τους πάντες ν' απορούν πολλές φορές με όλα εκείνα που ξεχύνονταν ως σκέψεις, κρίσεις και αντιλήψεις.
Με αγάπη για τα μαθηματικά και τη φυσική, τις επιστήμες ευρύτερα, από τα πρώτα χρόνια της εκπαιδευτικής πορείας του, ο μικρός Μπόμπαν έδινε λύσεις σε προβλήματα στα οποία άλλα παιδιά της ηλικίας τους εγκλωβίζονταν. Τα βραβεία του σε σχολικούς διαγωνισμούς ήταν οι πρώτες, μικρές, νίκες μιας ευφυούς προσωπικότητας που δεν συμβιβαζόταν με το ατελές, πολύ περισσότερο με την ήττα και τη δεύτερη θέση.
Είχε ήδη, από τα επτά του, μετακομίσει οικογενειακώς στο Βελιγράδι για χάρη της μεγαλύτερης αδερφής του. Κι ο ίδιος, παρόλα αυτά, ωφελήθηκε βγαίνοντας από τα στενά όρια μιας τοπικής κοινωνίας με μικρά περιθώρια εξέλιξης και πηγαίνοντας στη μητρόπολη μιας χώρας, κομουνιστικού καθεστώτος στα 70s υπό τον στρατηγό Τίτο, στην οποία ευημερούσαν τα γράμματα και μαζί ο αθλητισμός.
Ο νεαρός Μπόμπαν είχε τον αψεγάδιαστο τρόπο να συνδυάζει και τα δύο, με απόλυτη ισορροπία.
Ο Ντράγκολιουμπ Γιάνκοβιτς είχε κληροδοτήσει στον νεαρό Μπόμπαν το μικρόβιο του Ερυθρού Αστέρα από τα Σαββατοκύριακα που έκαναν παρέα το δίωρο ταξίδι από το χωριό στην πρωτεύουσα για τα ποδοσφαιρικά ματς, και είχε βάλει σκοπό ζωής να τον καμαρώσει ως ένας σταρ του περίφημου Μαρακανά. Μόνο που η μάνα Ραντμίλα, η οποία καταλάβαινε πολύ καλύτερα το σπλάχνο της, ήξερε ότι το καλούπι του δεν ήταν φτιαγμένο για το τόπι.
Ενόσω ο Μπόμπαν σπούδαζε μηχανολογία σε τεχνικό λύκειο της εποχής, συνεχίζοντας με υψηλούς βαθμούς την εκπαίδευσή του, διάβαζε βιβλία και μάθαινε αγγλικά, η μητέρα του έπεισε τον σύζυγό της να τον δοκιμάσουν στο μπάσκετ.
Ψηλός ήδη ως έφηβος, οι γονείς του τον πήγαν, στα 15 προς 16 του, σε αγωνιστικά τεστ που οργάνωνε ο Ερυθρός Αστέρας για παιδιά γεννημένα από το 1963 και έπειτα, αναζητώντας νέα ταλέντα. Αυτό ήταν και το πέρασμα.
Όποιος προπονητής κι αν τον δούλευε έκτοτε αντιλαμβανόταν την ύλη που είχε στα χέρια του. Πολλώ δε μάλλον ο Ράνκο Ζεράβιτσα, ο "δικτάτορας" της προπονητικής στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ο οποίος χρειάστηκε μόλις πέντε λεπτά, λένε οι πληροφορίες, για να συμπεράνει ότι ο πανέξυπνος 17χρονος που αλώνιζε το παρκέ και σούταρε με θράσος από παντού χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο δεν είχε πια θέση στην εφηβική ομάδα αλλά δίπλα του, στους άνδρες.
Το ότι, τον Νοέμβριο του 1980, τον βούτηξε στην κολυμπήθρα με τη φωτιά, ρίχνοντάς τον για πρώτη φορά σε ντέρμπι με την Παρτίζαν, ήταν θεμελιώδες κομμάτι της μυητικής διδασκαλίας και μυστικιστικής διαδικασίας. Ο μικρός δεν τσουρουφλίστηκε. Αντιθέτως ατσαλώθηκε σαν αμόνι μ' εκείνους τους 4 πόντους σε 10 λεπτά συμμετοχής.
Όσο κι αν η ένταση στην προπόνηση δεν ήταν η συνήθεια που λάτρευε να εφαρμόζει, όσο κι αν η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία διέκοψε για κάμποσο τη διαδρομή του, ήταν τέτοια η αντίληψη και άλλη τόσο η πνευματική επαφή του με το σπορ που κέρδιζε κάθε στοίχημα που έβαζε. Είτε με τον εαυτό του είτε με άλλους, φτάνοντας ως την εθνική ομάδα.
Τον δελέαζαν οι προκλήσεις, πάντα ήταν αποδοτικότερος στα μεγάλα παιχνίδια, μ' αυτόν τον τρόπο έχτισε τη φήμη του. Του ταίριαξε τόσο πολύ το μπάσκετ που του πέρασε η ιδέα να γίνει διαιτητής. Ο Βλάντε Τζούροβιτς, όπως γίνεται κατανοητό απ' όσα μετέφερε με συγκίνηση στο SPORT24, τον γνώριζε καλά από τα πρωταρχικά χνάρια που άφηνε πίσω του.
"Μου είχε πει ο Μπελόσεβιτς ότι ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο για διαιτητής, θα πάει αμέσως στην πρώτη κατηγορία. Τότε που ήταν και παίκτης ακόμα"
Κατά την πρώτη συνύπαρξή του με τον 75χρονο σήμερα κόουτς των 26 διαφορετικών ομάδων ο Μπόμπαν εκτοξεύτηκε και, παρά το γεγονός πως η ηγετική παρουσία του δεν συνδυάστηκε με τίτλους, το χάρισμά του ήταν αδιαμφισβήτητο. Έμπαινε μάλιστα στην ίδια ζυγαριά και συγκρινόταν με θρυλικές μορφές της εποχής, διότι μπορούσε να εμπνεύσει και να κουβαλήσει ένα σύνολο στους ώμους του καλύπτοντας ανάγκες σε σκορ, σουτ, δημιουργία, άμυνα και ριμπάουντ.
Σχεδόν τίποτα δεν του έλειπε, αν το έβαζε στο μυαλό του ήθελε να το καταφέρει με κάθε θυσία. Τις βολές του τις δούλευε πολύ, τομέας που αποτελούσε ανέκαθεν συνδυασμό μυαλού (συγκέντρωσης) και μηχανικής (εκτέλεση), άνευ υποχρέωσης για έξτρα κάματο.
Τα κατορθώματά του έλαβαν διάσταση σούπερ ήρωα. Υπό τον Ζόραν Σλάβνιτς, τέλειωσε σεζόν (1989-90) με περισσότερους από 20 πόντους ανά συμμετοχή, αναδείχθηκε δεύτερος σκόρερ του εγχώριου πρωταθλήματος και οδήγησε την ομάδα του ως τους τελικούς απέναντι στην ανίκητη (εντός κι εκτός συνόρων) Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ (Ράτζα, Κούκοτς, κλπ).
Πιθανόν δεν θα έφευγε ποτέ από τον Ερυθρό Αστέρα, ούτε για τη Βοϊβοντίνα (με ανταλλαγή τον Ντράγκαν Τάρλατς) ούτε για τον Πανιώνιο. Η διαμάχη του με τη διοίκηση του κλαμπ, άλλοτε δημόσια κι άλλοτε παρασκηνιακή, όρισε τη μοίρα του. Όπως και ο εμφύλιος που έκοψε τη χώρα του σε κομμάτια.
Αφενός δεν ήταν παίκτης των συμβολαίων, έθετε άλλες προτεραιότητες, μα δεν του άρεσε να 'ναι ο ριγμένος. Αφετέρου ήθελε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για την οικογένεια που είχε φτιάξει, παρέα με την σύντροφό του Ντραγκάνα. Ο γιος του Βλάντο είχε έρθει στη ζωή από τις 3 Μαρτίου του 1990.
Στο Νόβι Σαντ έμεινε μια μπασκετική σεζόν και χωρίς πολύ υψηλά νούμερα έφερε τη νέα ομάδα ως την πέμπτη θέση. Υπηρετούσε κυρίως το σύνολο, φροντίζοντας να κάνει τους άλλους καλύτερους. Είχε τη δυνατότητα να φύγει για την Ιταλία, προτίμησε την "ανακωχή" και την επιστροφή στον Αστέρα για μια μίνι θητεία ενός χρόνου με 25 πόντους κατά μέσο όρο και συμμετοχή στους τελικούς του πρωταθλήματος.
Προτού, εν τέλει φτιάξει τα μπαγκάζια του, πακετάρει όλη τη ζωή του σε μερικές βαλίτσες, εκείνες της εποχής με τα λουριά, και πάρει τον δρόμο για την Αθήνα. Μοιρολατρικά, είχε αρχίσει την πορεία του με τον Αστέρα κόντρα στην Παρτίζαν (του Ομπράντοβιτς) και την τέλειωνε απέναντί της.
Ο πόλεμος τού χαλούσε τα σχέδια, αφού ούτε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του '92 στη Βαρκελώνη θα έπαιζε μ' εκείνη την εθνική που είχε στα σκαριά ο Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Με τον Φάνη στην πλατεία
και τον Ράτζα στη Ρώμη
Ο Πανιώνιος του Φάνη Χριστοδούλου ήταν ένα υπολογίσιμο μέγεθος των '90s και η Νέα Σμύρνη ένα πολύ βολικό μέρος για να συνεχίσει ο -έξω καρδιά- Γιάνκοβιτς το αθλητικό ταξίδι του. Ένα ταξίδι που ουδείς ήταν δυνατόν να φανταστεί πως θα έχει την αιωνιότητα για τελικό προορισμό του.
Κόντρα σε ό,τι είχε πετύχει επί μια δεκαετία στην πατρίδα του με το αστέρι στο στήθος, η αμφισβήτηση για την αξία του δεν αποφεύχθηκε όταν έγινε γνωστή η απόκτησή του.
Ο Τζούροβιτς ορκιζόταν πως αποτελούσε το τέλειο κομμάτι δίπλα σε Χριστοδούλου και Πι Τζέι Μπράουν (ρούκι Αμερικανός με λαμπρή καριέρα που φόρεσε δαχτυλίδι πρωταθλητή στο NBA το 2008), αλλά οι ενστάσεις για χάρη που έκανε στον συμπατριώτη του ήταν εκεί προκειμένου να γεμίσουν τις μυθικές μπασκετο-κουβέντες στα καφέ της περίφημης πλατείας, παραπλεύρως της Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το σέρβικο πρωτάθλημα δεν είχε την προβολή άλλων ευρωπαϊκών, σαν εκείνη που συγκέντρωνε το ιταλικό της εποχής φερ' ειπείν, και τελούσε σε μεγάλο βαθμό υπό απομόνωση εξαιτίας των ταραχών με αποτέλεσμα η φήμη του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς να μην έχει διαβεί τα σύνορα.
Ήταν, γι' αρχή, άλλος ένας της σχολής των πλάβι που, στα 28 του, θα έπαιζε μπάσκετ στην Ελλάδα αναζητώντας διέξοδο από τα ταραγμένα εμφυλιοπολεμικά νερά του Δούναβη και του Σάβα.
Ενθουσιασμένος ουδείς, λίγοι απλώς θα είχαν την υπομονή να περιμένουν πριν τον κρίνουν.
Το ότι ο Γιάνκοβιτς κέρδισε τάχιστα την εκτίμηση του απαιτητικού κοινού της Αρτάκης ήταν ένα μείγμα της εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας και του ατόφιου ταλέντου του. Η πρώτη 30άρα του έκλεισε κι άνοιξε στόματα. Οι ενστάσεις κάμφθηκαν, το όνομά του έγινε σύνθημα. Άλλο που δεν ήθελε.
Τα ερυθρόλευκα έγιναν κυανέρυθρα, αλλά κάθε επόμενη φορά ο ίδιος αγωνιζόταν με ατόφιο πάθος και αναντίρρητη αυταπάρνηση. Δεν τον ένοιαζε ο αντίπαλος, κυρίως αν ήταν πληρέστερος και ισχυρότερος, έβαζε μπροστά το συμφέρον του Πανιωνίου, άνοιγε κουβέντα με διαιτητές και αντιπάλους για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τους άλλους.
Ήταν από τη φύση του πεισματάρης, ασυμβίβαστος και κυνηγούσε το άφταστο. "Πολύ συναισθηματικό και περίεργο", μάς τον περιέγραψε στην κουβέντα μας ο Βλάντε Τζούροβιτς.
Δεν λογάριαζε τίποτα, αψηφώντας ποινές και συνέπειες. Όπως το έκανε όταν μεριμνούσε για τη μεταφορά ανθρωπιστικής βοήθειας στη Σερβία, ταξιδεύοντας και ο ίδιος ενίοτε στο Βελιγράδι με το δικό του αυτοκίνητο, εφοδιάζοντας οικείους και αγνώστους με τρόφιμα, φάρμακα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης εν μέσω ανταλλαγής πυρών. Παραμέριζε τα πάντα όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του.
Με την ξεροκεφαλιά του ο Μπόμπαν πίστευε ότι μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Σχεδόν πάντα επιβεβαιωνόταν. Ως "λευκός Λάρι Μπερντ" γύρισε από τη Ρώμη, όταν σμπαράλιασε κάθε αμυντικό σύστημα της (κατόχου) Μεσατζέρο του Ντίνο Ράτζα με 41 πόντους από 15/28 σουτ (13/19 δίποντα), 8 ριμπάουντ και 4 ασίστ σε μια από τις πιο συγκλονιστικές βραδιές του Πανιωνίου στην Ευρώπη.
Οι κυανέρυθροι είχαν νικήσει 97-85 στην ιταλική πρωτεύουσα καταφέρνοντας στη συνέχεια να φτάσουν ως τα προημιτελικά του Κυπέλλου Κόρατς, προτού στα νοκ άουτ αποκλειστούν οριακά από τη (μετέπειτα κάτοχο) Φίλιπς Μιλάνο των Σάσα Τζόρτζεβιτς, Αντονέλο Ρίβα και Ρικάρντο Πίτις.
Το φινάλε εκείνης της ευρω-διαδρομής επέτρεπε στον Πανιώνιο να επικεντρωθεί στις εντός των τειχών υποχρεώσεις του. Με 12-1 στο κλειστό της Ν.Σμύρνης, η ομάδα του Τζούροβιτς τερμάτιζε τρίτη στην κανονική περίοδο της Α1 κι αφενός έχοντας το ίδιο ρεκόρ με τον Παναθηναϊκό (21-5) αφετέρου έχοντας νικήσει ΠΑΟΚ - Ολυμπιακό από μια φορά, είχε πιστέψει ότι διαθέτει τον τρόπο να σπάσει το κατεστημένο στο ελληνικό μπάσκετ και μετά το κύπελλο του '91 να κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλητή.
Το Περιστέρι επιχείρησε να απειλήσει, αλλά η σκληρή έδρα του Πανιωνίου παρέμεινε άτρωτη. Όπως άντεξε, για να έρθει το 1-1 απέναντι στον Παναθηναϊκό, στο ένα από τα ζευγαρώματα των ημιτελικών. Του δεύτερου με τον τρίτο.
Οι πράσινοι ανέκτησαν το προβάδισμα σ' ένα παιχνίδι που η διαφορά δεν πήρε διαστάσεις και γεννήθηκε η αίσθηση ότι η ψαλίδα δεν αποκλείει την έκπληξη. Μόνο που θα ήταν προτιμότερο ο τέταρτος αυτός αγώνας των δύο ημιφιναλίστ να μην είχε διεξαχθεί ποτέ.
Μοιραίο ματς, μοιραία σύγκρουση,
μοιραία στιγμή
Ο ΛΕΞ έγραψε (και τραγουδά) για εκείνον τον ανεξάντλητο φόβο που μετατρέπεται στην καθημερινή προσευχή μιας μάνας που αγωνιά να "μην τρακάρω το κεφάλι σαν τον Μπόμπαν".
Τόσο ισχυρή, τόσο επιδραστική στις συνειδήσεις όλων έγινε η σκηνή του εξοργισμένου Γιάνκοβιτς να παίρνει φόρα και να χτυπά το κεφάλι του στη βάση της μπασκέτας. Πριν ακριβώς σωριαστεί μπρούμυτα στο παρκέ και παίξει ένα "μονό" με τον θάνατο στο οποίο διαιτητής ήταν ο Χάρος.
Με το σκορ στο 50-56 και το ίδιο να έχει 17 πόντους, το φάουλ που του χρέωσε ο διαιτητής Κουκουλεκίδης για την επαφή που είχε η πλάτη του με το στήθος του Φραγκίσκου Αλβέρτη στο post ήταν το πέμπτο του.
Αποβολή 6,5 λεπτά πριν από τη λήξη. Αποβολή από τον αγώνα. Αποβολή από το κλειστό της Αρτάκης. Αποβολή από το μπάσκετ. Ποινή για το υπόλοιπο της ζωής του.
"Δεν κατάλαβα. Ήξερα ότι χάσαμε την πρόκριση. Ο Κουκουλεκίδης έδωσε επιθετικό φάουλ, ο Αλβέρτης ήταν κάτω, έκανε και λίγο θέατρο για να πούμε την αλήθεια, αλλά δεν κατάλαβα ότι (ο Μπόμπαν) έκανε αυτό που έκανε", θυμήθηκε ο Βλάντε Τζούροβιτς. Οι μνήμες επέστρεψαν.
Ο Βαγγέλης Αγγέλου, συμπαίκτης τότε του Μπόμπαν, ήταν ο πρώτος που αστραπιαία κινήθηκε προς το μέρος του, θέλοντας να δει τι έχει. Επιχείρησε να τον γυρίσει ανάσκελα. Τον απέτρεψαν.
"Εγώ δεν το κατάλαβα από την αρχή. Γύρναγα στην άμυνα, είχα πλάτη στον Μπόμπαν. Άκουσα ένα θόρυβο στο παρκέ και γυρνώντας είδα ότι είχε βγάλει λίγο αίμα στο φρύδι", ζωντάνεψε τις μνήμες στον νου του ο Φάνης Χριστοδούλου, ανασύροντας τη δική του θύμηση στο SPORT24.
Ο Μπόμπαν ήταν αιμόφυρτος, τα δάχτυλά του είχαν κοκκαλώσει. Παντελώς άκαμπτα. Ο Τσανίδης, ο έτερος ρέφερι του παιχνιδιού, ζητούσε επιτακτικά την είσοδο των γιατρών και χώρο για ν' ανασάνει ο Σέρβος. Η αρχική εκτίμηση του απλού τραύματος στο πρόσωπο καθησύχασε κάπως.
"Οι μικροί της ομάδας, στα εντός έδρας παιχνίδια καθόμασταν πάντα πίσω από τη μία μπασκέτα, αυτήν που βρισκόταν στην πλευρά του πάγκου του Πανιωνίου. Το ατύχημα έγινε στην απέναντι. Άρα υπήρχε η σχετική απόσταση και δεν ήταν εύκολο να δούμε. Γι' αυτό και αρχικά δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι είχε γίνει", μάς είπε ο Γιώργος Καράγκουτης για τον οποίο "16 στα 17 ήταν η πρώτη χρονιά που έκανα προπονήσεις με την ανδρική ομάδα".
Ο Γιάνκοβιτς βαριανάσανε, κουνούσε με κόπο τα χέρια, αλλά τα πόδια του ήταν σκέτο ξύλο. Δεν ήταν, εν τέλει, ένα απλό χτύπημα στο πρόσωπο. Έπρεπε να μεταφερθεί εκτός.
"Εμείς ήμασταν στο κλειστό, όπως όριζε τότε η συμφωνία των ομάδων με το ΕΚΑΒ για μια κινητή μονάδα σε κάθε γήπεδο. Όλα κυλούσαν ομαλά, αλλά ξαφνικά και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου είδαμε έναν παίκτη να κουτουλάει στην μπασκέτα. Αρχικά σαστίσαμε, γιατί κατέρρευσε, αλλά γρήγορα μπήκαμε στο παρκέ".
Η μαρτυρία του Φώτη Λαμπρόπουλου, μέλους του πληρώματος του ασθενοφόρου, στο SPORT24, δίνει υπόσταση στις κρίσιμες στιγμές. "Τα θυμάμαι όλα αυτά και ανατριχιάζω, συγκινούμαι".
Τον Μπόμπαν τον πήρε το φορείο και τον μετέφερε στ' αποδυτήρια. Τα ράμματα διέκοψαν την αιμορραγία, το κολάρο σταθεροποίησε αμέσως μετά τον αυχένα του. Μα ο Μπόμπαν δεν ένιωθε ο ίδιος με πριν.
"Τη στιγμή που χτύπησε ήμουν εκεί με τον γιατρό και εμφάνισε μια παραπληγία. Δεν είχε καθόλου αντανακλαστικά, ούτε στο όσχεο ούτε τα πόδια του τα κουνούσε καθόλου", έλεγε τότε στους δημοσιογράφους ο φυσιοθεραπευτής του Πανιωνίου, Σπύρος Ζήσης. Μαζί είχαν πάει βόλτα την προηγούμενη ημέρα.
"Έβγαζε μόνο κραυγές πόνου, δεν μπορούσε να μιλήσει, να πει κάτι", μάς περιέγραψε ακόμη ο διασώστης του ΕΚΑΒ.
Η πληγή του Γιάνκοβιτς ήταν πολύ βαθύτερη, χτυπούσε νωτιαίο μυελό. Συνήθιζε παρόμοιες αντιδράσεις ο Γιάνκοβιτς όταν δεν του άρεσε κάτι, ήξερε άρα ότι δεν είχε υποστεί κάτι τόσο επιπόλαιο όσο σε πρώτο επίπεδο φαινόταν.
Ο Φάνης τον είχε δει αρκετές φορές να ξεσπά στην κολόνα. Το σενάριο ήταν γνωστό, κάποιος όμως επενέβη κι άλλαξε το τέλος.
"Ο Μπόμπαν το έκανε αυτό και στις προπονήσεις και στα παιχνίδια, αν έχανε κάποιο λέι απ. Με τη φόρα που είχε έριχνε μια κουτουλιά στην μπασκέτα. Ήταν η κακιά στιγμή, μάλλον βρήκε σε ευαίσθητο σημείο και έπαθε τη ζημιά".
Εκείνη τη στιγμή οι περισσότεροι κινούνταν στο φάσμα μεταξύ της άγνοιας και της αγωνίας. "Εκτός απ' όσους πήγαν αμέσως πολύ κοντά του και είδαν πόσο μεγάλη είναι η ζημιά που είχε υποστεί ο Μπόμπαν από το χτύπημα, στους υπόλοιπους δεν μεταφέρθηκε κάτι την ίδια ώρα", θυμήθηκε επιπλέον στα όσα μάς εξιστόρησε ο Γιώργος Καράγκουτης.
Σε τέτοιες συνθήκες ο χρόνος μπαίνει σε αδράνεια. "Τρέχαμε πολύ με το ασθενοφόρο στη διαδρομή για το Γενικό Κρατικό. Δεν θυμάμαι, να πω την αλήθεια, αν οδηγούσα εγώ ή ο Μιχάλης (συνάδελφος), αλλά φτάσαμε πάρα πολύ γρήγορα στο νοσοκομείο", συμπλήρωσε ο Φώτης Λαμπρόπουλος, παρόλο που όπως μάς διευκρίνισε το κακό είχε ήδη συμβεί. Όπως κι αποδείχθηκε λίγο αργότερα.
Δυστυχώς, τα άσχημα μαντάτα ταξίδεψαν, και σ' αυτήν την περίπτωση, πολύ γρήγορα. Το ιατρικό ανακοινωθέν, μετά τη γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας, σημείωνε πως "ο Γιάνκοβιτς Σλόμπονταν υπέστη κάταγμα - εξάρθρημα του 6ου αυχενικού σπονδύλου με τραυματισμό του νωτιαίου μυελού και παράλυση από το επίπεδο του τραυματισμού και κάτω. Για την ανάταξη του εξαρθρήματος εφαρμόστηκε κρανιακή έλξη. Η κατάστασή του βρίσκεται υπό εξέλιξη και το τελικό αποτέλεσμά της δεν είναι ακόμη προβλέψιμο".
Σοκ, ο ουρανός καταπλάκωνε τη γη. Τα ιδιωτικά κανάλια, ακόμη στο πρώιμο στάδιο της λειτουργίας του, έδειξαν από νωρίς ποιος ο δρόμος που θ' ακολουθήσουν. Διαρκείς συνδέσεις με το νοσοκομείο, συνεντεύξεις ειδικών και πιεστικά ερωτήματα. Θα ζήσει ή θα πεθάνει;
Μάταια οι γιατροί προσπαθούσαν να μεταφέρουν ψύχραιμα τις πληροφορίες. Σίγουρα ο Γιάνκοβιτς έπρεπε να χειρουργηθεί. Για ν' αποσυμπιεστεί το σημείο.
"Θα μπορούσε να έχει υπάρξει ολική διατομή του μυελού. Και να μην υπήρχε κινητικότητα ή αισθητικότητα, αλλά μπορεί το αιμάτωμα ν' ανέβαινε προς τα πάνω και να έχανε τη ζωή του.
Αποφασίστηκε όπως ο Γιάνκοβιτς να διακομιστεί στην ειδική μονάδα σπονδυλικής στήλης στο ΚΑΤ και χειρουργηθεί άμεσα λόγω του ότι το πρόβλημά του είναι καθαρά ορθοπεδικό. Κι αυτό πρέπει ν' αντιμετωπιστεί.
Ήδη έχουν αρχίσει οι επιπλοκές λόγω της κατάκλυσης και λόγω του περιορισμού νεύρωσης των αναπνευστικών και κοιλιακών μυών, οπότε κρίνεται απαραίτητη η σταθεροποίηση του συντριπτικού κατάγματος, η οποία έχει προκαλέσει το μεγάλο πρόβλημα. Κανείς δεν μπορεί είναι σίγουρος εάν αυτήν τη στιγμή ο Γιάνκοβιτς έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο", υποστήριζε σε δηλώσεις του ο Γιώργος Κατσιφαράκης.
Η μπασκετική κοινότητα, πρόσωπα απ' όλες τις ομάδες είχαν πλημμυρίσει διαδρόμους και περιβάλλοντες χώρους του νοσοκομείου. Μεταξύ αυτών και αμέτρητοι συμπατριώτες του Μπόμπαν που δούλευαν στην Ελλάδα. Άπαντες συντετριμμένοι.
"Εμείς οι Γιουγκοσλάβοι είμαστε άνθρωποι συναισθηματικοί και ευέξαπτοι. Πάνω στο αμόκ ξέσπασε στην μπασκέτα", έλεγε τότε στον ΑΝΤ1 ο προπονητής μπάσκετ, Γκόραν Μίλκοβιτς. Οι περισσότεροι έμεναν αμίλητοι, σε μια αναγκαστική αδράνεια, απόρροια της θλίψης.
Κάποιοι πιο παρεμβατικοί από τη φύση τους. Ο Γιάννης Ιωαννίδης κανόνιζε αυτοβούλως να έρθει από την Πάτρα ο νευροχειρουργός Παπαδάκης για ν' αναλάβει αυτός την επέμβαση "ειδάλλως ο Μπόμπαν θα πεθάνει", ο Παύλος Γιαννακόπουλος έκανε τον οδηγό στον καθηγητή Καρβούνη για να μην χαθεί χρόνος. Ήταν κι αυτός παιδί του εκείνη την ώρα.
"Το βράδυ, παρέα με τον Μάκη Δρελιώζη πήγαμε στο ΚΑΤ, όπου είχε μεταφερθεί για να τον δούμε. Μόνο όταν τον είδαμε συνειδητοποιήσαμε το κακό που είχε προκληθεί, τότε συνειδητοποιήσαμε τη σοβαρότητα της όλης κατάστασης. Ανατριχιάσαμε, συγκλονιστήκαμε", θυμήθηκε ακόμη ο Καράγκουτης.
"Με σημάδεψε εξ ολοκλήρου το τραγικό αυτό σκηνικό, όπως φυσικά όλα τα υπόλοιπα παιδιά".
Το συντριπτικό κάταγμα είχε προκαλέσει αστάθεια της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Ο Γιάνκοβιτς είχε υποστεί επίσης θλάση του νωτιαίου μυελού, αλλά η τετραπληγία ήταν ημιτελής. Πιθανότητες να περπατήσει ξανά υπήρχαν. Ελάχιστες.
Τουλάχιστον η επέμβαση που έγινε στο ΚΑΤ έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο Μπόμπαν θα ζούσε. Το πώς ήταν μιας ιστορία δεύτερης ανάγνωσης. Μετά το πρώτο διάστημα στην εντατική, ήρθε η νοσηλεία και ακολούθως η έναρξη μιας απαιτητικής αποθεραπείας, εντός κι εκτός συνόρων (Αγγλία). Ο Βλάντο Τζούροβιτς φρόντιζε να 'ναι εκεί.
"Κάθε μέρα πήγαινα στο νοσοκομείο. Οι γιατροί μού έλεγαν 'σας βλέπουμε και λυπόμαστε για εσάς, είναι αναίσθητος, δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα λέτε'.
Πήγα σε έναν ψυχαναλυτή για να μου πει πώς να του μιλάω. Και πράγματι αυτό βοήθησε και έζησε ο Μπόμπαν. Ο ψυχαναλυτής μου έλεγε όμως 'Μίλα, μίλα, μίλα. Έχεις φωνή. Αυτός εσένα σε εκτιμάει. Μόνο εσύ μπορείς να τον σώσεις'.
Και του μιλούσα για πολλά πράγματα, ανάμεσα σε αυτά και ψέματα, όπως ότι ο Γκάλης και ο Γιαννάκης ερχόντουσαν κάθε μέρα. Ήρθαν οι άνθρωποι, αλλά δεν μπορούσαν κάθε μέρα να έρχονται από τη Θεσσαλονίκη. Του έλεγα κάθε μέρα έρχονται και λένε πως είσαι παικταράς".
Η ζωή μετά, η υπερηφάνεια
και ο θάνατος
Του Μπόμπαν δεν του έλειψε ποτέ το τσαγανό. Τον κατηύθυνε η επιμονή, τον όριζε η ισχυρογνωμοσύνη. Ήθελε πάντα να γίνονται τα πράγματα όπως τα είχε στο μυαλό του.
Τη μάχη του να σηκωθεί από το αμαξίδιο θα την έδινε ανεξαρτήτως ιατρικής πρόβλεψης. Ήταν αγύριστο κεφάλι και δεν θ' άφηνε την προσπάθεια δίχως εξαντλήσεως των πιθανοτήτων.
Το κακό που είχε κάνει στον εαυτό του το 'χε απόλυτα κατανοήσει "από τα πρώτα δεύτερα" μετά το χτύπημα, όπως είχε εξομολογηθεί στην Όλγα Τρέμη και στην εκπομπή ΒΕΤΟ του Mega, μια διετία από εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης.
Στον Θεό δεν πίστευε ο Σέρβος, αυτοπροσδιοριζόταν ως άθεος, έλεγε ότι δεν ανήκε σε κάποια εκκλησιαστική κάστα, δεν τον αντιπροσώπευε κάποιο δόγμα. Έλεγε ότι κάτι υπήρχε εκεί έξω, αλλά δεν ήταν σε θέση να το περιγράψει με απολυτότητα και να του δώσει τη θεϊκή μορφή των Γραφών.
Αντιθέτως ο Μπόμπαν είχε άπλετη πίστη στον άνθρωπο και σε όσα αυτός είχε τον τρόπο να καταφέρει η θέλησή του. Τον έβαζε πάνω από καθετί, έχοντας την πεποίθηση πως η δύναμή του κινεί τον κόσμο.
Γι' αυτό και απέφυγε να χρεώσει σε οποιονδήποτε το οτιδήποτε για την πράξη του. Ναι μεν μιλούσε για μια κακιά στιγμή, όπως ισχύει μ' ένα τροχαίο στον δρόμο. Αλλά συνειδητοποιούσε την ίδια ώρα πως ο ίδιος κουβαλούσε το μερτικό του και δεν το απαρνήθηκε ποτέ.
"Εγώ φταίω" αποκρινόταν μονίμως σε κάθε ανάλογη κουβέντα. Ουδέποτε συμμερίστηκε την άποψη πως "μερικοί πρέπει να έχουν τύψεις και να μην κοιμούνται".
Να συνεχίσει τη ζωή του ήταν η μοναδική επιλογή. Χωρίς εξαιρέσεις. Το κρεβάτι, που περνούσε κάμποσες ώρες στο ξεκίνημα του νέου βίου του, δεν τον τρόμαζε, το αμαξίδιο έγινε αναπόφευκτα η επέκτασή του. Μετάνιωνε μόνο που δεν μπορούσε ν' απαντήσει πώς θα ήταν τα πράγματα αν...
Του άρεσε πολύ η ζωή, "ήταν ωραίος τύπος, μποέμ και έκανα πολύ παρέα μαζί του", όπως μάς εκμυστηρεύτηκε επίσης ο Φάνης, ο οποίος την ίδια περίοδο σπανίως έβγαινε έξω με άλλους ξένους του Πανιωνίου.
Την εγκαρδιότητα του Μπόμπαν την είχε νιώσει βαθιά μέσα του και ο φίλος του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, ο οποίος αποκάλυψε στο SPORT24 μια ανέκδοτη ιστορία τους από τα κοινά χρόνια τους στο Βελιγράδι.
Παρόλο που παίζαμε σε αντίπαλα κλαμπ, στην Παρτίζαν και στον Ερυθρό Αστέρα, πάντα ψάχναμε να βρούμε χρόνο για να περάσουμε μαζί.
Περάσαμε μαζί μια Πρωτοχρονιά στο Ζλάτιμπορ. Ήταν μεγάλο βράδυ και τελικά ο Μπόμπαν μας ετοίμασε πρωινό.
Πάντα θα το θυμάμαι αυτό. Πάντα θα θυμάμαι τον Μπόμπαν ως ένα άτομο γεμάτο ενέργεια και αισιόδοξο. Έτσι τον θυμάμαι κι έτσι θα τον θυμάμαι για πάντα.
Ο Γιάνκοβιτς επιβίωσε για 13 χρόνια και 2 μήνες. Τόσα τον άφησε να ζήσει η καρδιά του, η οποία τον πρόδωσε εν πλω στις 28 Ιουνίου του 2006, ενόσω ταξίδευε για τη Ρόδο. Η απόφαση του καπετάνιου για επιστροφή στη Σύρο προκειμένου να του προσφερθούν στο έδαφος οι πρώτες βοήθειες δεν κατέστη χρονικά ικανή να προλάβει το φευγιό του.
Η κηδεία του στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης, όπως έδωσε εντολή ο φίλος του και δήμαρχος Γιώργος Κουτελάκης κάνοντας ανοικτό κάλεσμα, εκείνο το ηλιόλουστο Σάββατο της 1ης Ιουλίου, ήταν ένα συνολικό λαϊκό προσκύνημα όσων λάτρεψαν τον Μπόμπαν ως παίκτη κι εκείνων που συνεθλίβησαν για το κακό το ριζικό του. Άτομα όλων των ηλικιών ήταν παρόντα.
Ο Γιάνκοβιτς δεν έκλαψε ποτέ για ό,τι τον βρήκε τόσο απρόσμενα, τόσο ξαφνικά, τόσο μάταια. Σίγουρα όχι δημοσίως, όχι μπροστά σε άλλους. Όσο σπάνιο κι αν ήταν να συμβεί τόσο περήφανα αντιμετώπιζε την επίπονη κατάστασή του. Σωματικά, ψυχολογικά, οικονομικά.
Η πλειονότητα των υποσχέσεων ήταν λόγια κούφια και αίολα. Λογαριασμοί ανοίχτηκαν, χρήματα συγκεντρώθηκαν, "προύχοντες" της εποχής και απλός κόσμος θέλησαν να σταθούν στο πλευρό του.
Ελάχιστοι έμειναν μαζί του ως το τέλος. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος και ο αδερφός του Θανάσης, ήταν σταθερά εκεί. Ηθικά και χρηματικά. Ο Σωκράτης Κόκκαλης βοήθησε επίσης πολύ στο ξεκίνημα της περιπέτειας. "Έκαναν ό,τι είχαν υποσχεθεί", είχε πει ο Γιάνκοβιτς.
Το βασικό ζητούμενο ήταν ο Μπόμπαν ν' αντέξει. Αφότου έπαιξε άμυνα τον θάνατο, έβαλε ένα στοίχημα με τον εαυτό του. Ήταν μακροπρόθεσμο και είχε μια σειρά από στάδια.
Χαμένο ήταν εκ των προτέρων, το γνώριζε, μα δεν παραδόθηκε ως την τελευταία στιγμή. "Είμαι πολύ δυνατός για να κερδίσω αυτή τη μάχη", έλεγε, επίσης, στην Κόκκινη Γραμμή του Κώστα Χαρδαβέλλα.
Πρώτα απαλλάχθηκε από την ιδέα της μοναξιάς, διότι σε αυτές τις καταστάσεις είσαι αναπόφευκτα μόνος και βυθίζεσαι σε σκοτάδια. Κατόπιν δήλωνε ότι θα ήθελε να επανέλθει στα παρκέ.
Για να πείσει τον εαυτό του επαναλάμβανε με βεβαιότητα ότι θα γίνει. Πάλεψε να παραμείνει στον χώρο του μπάσκετ με κάθε τρόπο. Κυρίως ως προπονητής, μετά ως στέλεχος. Ήθελε πολύ να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση του για το μπάσκετ σε νέα παιδιά. Πόσο όμορφο είναι.
Στον γιο του, στον Βλάντο, αν μη τι άλλο, διότι τον ρόλο του πατέρα δεν έπαψε να τον υπηρετεί. Συμβουλή του; Να μην κάνει ποτέ πέντε φάουλ.
Ο μικρός είχε μόλις κλείσει τα 3 όταν συνέβη το ατύχημα και 16 όταν ο Μπόμπαν τον άφησε ως τον σπόρο του σ' αυτή τη ζωή. Τον καλούσε επανειλημμένα στο τηλέφωνο, αλλά δεν του απαντούσε. Σήμερα είναι ο ίδιος ο Βλάντο σύζυγος και πατέρας.
Ούτε ο χωρισμός από τη σύζυγό του, που ούτως ή άλλως του 'χε σταθεί πολύ κάνοντας δουλειά για 2-3 ανθρώπους, τον λύγισε. Από το πρώτο στάδιο της αποθεραπείας του στην Αγγλία πορεύτηκε με δύναμη. Ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι κάτω. Όπου πήγε για να τον τιμήσουν εμφανιζόταν το χαμόγελο κι ένα "σας ευχαριστώ" έφευγε από τα χείλη του.
Στις 3 Ιουλίου του 2005, ένα χρόνο πριν πεθάνει, συνέβη τούτο.
Πολλοί από εκείνους που τού έδιναν -ανεκπλήρωτες- -τον άφησαν, τον ξέχασαν. Είχε μαζεμένα τα παράπονά του, αλλά δεν ζήτησε κάτι. Άφησε να εκτεθούν όσοι "επαιτούσαν" να τον βοηθήσουν το πρώτο διάστημα, όσοι στο τέλος του γύρισαν την πλάτη.
Κάμποσοι δεν είχαν τη δύναμη να τον αντικρίσουν. Ο τρομερά ευαίσθητος Φάνης ένας, το παραδέχεται.
"Μετά το ατύχημα δεν τον έβλεπα πολύ συχνά. Δεν ήθελα κιόλας, μου ήταν πολύ δύσκολο και γενικά είναι δύσκολο έναν αθλητή που τα δίνει όλα στο παρκέ ξαφνικά να τον βλέπεις καθηλωμένο σε ένα αμαξίδιο. Είναι τραγικό.
Τον είδα κάποιες φορές, αλλά τι να πεις;
Ξέραμε όλοι ότι δεν πρόκειται να ξαναπαίξει, από την πρώτη στιγμή. Από την ώρα που έγινε το ατύχημα και από το νοσοκομείο που τον πήγαν ξέραμε τι θα γίνει".
Άλλοι, κακεντρεχείς, είπαν πως επιχείρησε ν' αυτοκτονήσει εκείνη το απόγευμα, χτυπώντας το κεφάλι του στην μπασκέτα. Άρα δεν δικαιούταν οτιδήποτε. Μειδιούσε. Δεν θα το έκανε ποτέ, γιατί ο προσωπικός σεβασμός του στον άνθρωπο ήταν άνευ ορίων και όρων.
Ο Μπόμπαν, του οποίου η φανέλα με το "8" είχε αποσυρθεί από το 2002, έφυγε ολόρθος. Όπως ήταν και πριν από την 28η Απριλίου του 1993.
Πάντα μου έλεγε πως
όλα είναι εντάξει
"Έχεις νεύρα", έλεγε,
"θα σου περάσει"
Μα όσο μεγάλωνα
κι ο κόσμος γκρεμιζόταν
Φοβόταν μην τρακάρω
το κεφάλι σαν τον Boban
Γι' αυτό της λέω ότι
όλα είναι εντάξει
Κατηφορίζω κέντρο,
τίποτα δεν έχει αλλάξει
Μα δεν ξεχνάει
τις φορές που προσευχόταν
Ποτέ να μην τρακάρω
το κεφάλι σαν τον Boban.
ΛΕΞ - Μπόμπαν
Συγγραφή - επιμέλεια: Γιάννης Ζωιτός
Συνεντεύξεις: Βασίλης Σκουντής, Χάρης Σταύρου, Γιάννης Ζωιτός, Βασιλική Καραμούζα
Art Design: Κωνσταντίνος Μπαντούνας
Photo Credits: Eurokinissi/Action Images, INTIME, Προσωπικό αρχείο Βασίλη Σκουντή