Ω Μπάνε, Μπάνε
They don’t make ‘em like that anymore. Δεν τους φτιάχνουν πια έτσι. Σε μια εποχή που όλα έχουν ειπωθεί για όλους, αν σε κάποιον αξίζει το συγκεκριμένο κλισέ είναι εκείνος που το ενσαρκώνει σήμερα.
Ο Μπάνε Πρέλεβιτς.
Το πόστερ στο εφηβικό δωμάτιο οποιουδήποτε έζησε τα χρυσά χρόνια του ελληνικού μπάσκετ, από τις μεγάλες μάχες Άρη-ΠΑΟΚ στα τέλη των 80s μέχρι την περίοδο του "καλύτερου πρωταθλήματος της Ευρώπης" στη μεγαλύτερη διάρκεια των 90s.
"Τότε με λίγη κοιλίτσα έπαιζες, βασισμένος στο ταλέντο σου. Επίσης, άλλο μπάσκετ με την επίθεση στα 30 δευτερόλεπτα. Μπορούσες να ξεκουραστείς κιόλας, άσε που τρώγαμε και τον χρόνο αν μας βόλευε. Όταν κατέβηκε το χρονόμετρο στα 24, το μπάσκετ πήγε στο πικ εν ρολ και το 1 εναντίον 1. Το δεύτερο το είχα, αν έπαιζα σήμερα θα έπρεπε να δούλευα και το πρώτο", αντιδρά ψύχραιμα, με απόλυτη ανοσία στην ανίατη ασθένεια κάθε βετεράνου να εξωραΐζει το παρελθόν.
Ίσα ίσα, "το πιο βασικό είναι ότι σήμερα πρέπει να είσαι αθλητής, να συνδυάζεις δύναμη και ταχύτητα. Όσο και να βλέπεις το καλάθι π.χ. δεν μπορείς να μην ακολουθείς στην άμυνα. Σήμερα, οι παίκτες είναι καλύτεροι, πιο ολοκληρωμένοι".
Όμως, για όσους ζήσαμε εκείνα τα χρόνια, κανείς δεν μπορεί να μας αλλάξει τις αναμνήσεις. Ο Μπάνε Πρέλεβιτς ήταν, ανεξαρτήτως οπαδικών προτιμήσεων, κάτι σαν κόμικ ήρωας.
Πάντα έτοιμος να πάρει φόρα πισωπατώντας σαν ταύρος προς το κέντρο και να βάλει το μεγάλο σουτ από τα 8-9 μέτρα, πάντα παρών στα μεγάλα παιχνίδια για να αναλάβει την ευθύνη της τελευταίας επίθεσης, πάντα αφιερωμένος στον ΠΑΟΚ ακόμα κι όταν το μπάσκετ (και στο φινάλε κι εκείνος) κατηφόρησε στην Αθήνα.
Περάσαμε μαζί 48 ώρες στη φεστιβαλική Θεσσαλονίκη. Στα καφέ της παραλίας που τον κοιτάνε βαθιά μέσα στα μάτια όταν του ζητούν αναλύσεις π.χ. για την προηγούμενη βραδιά της Ευρωλίγκας.
Κι έπειτα στον υπέροχο χώρο του Trace ‘n’ Chase, στο απόλυτο μπασκετικό στέκι της περιοχής του Χαριλάου με κάρτες, φανέλες και λοιπά memorabilia από Ευρώπη κι NBA. Πια, στις προθήκες του και μια υπογεγραμμένη ασπρόμαυρη φανέλα με το νο.7.
Ο Μπάνε παίκτης. Προπονητής και πρόεδρος. Πατέρας κι επιχειρηματίας. Σημαία και τεχνοκράτης.
Στη συνέντευξη της ζωής του.
"Παίκτης έγινα το 1986-87 απέναντι στον Ντράζεν και την Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα. Μέχρι τότε ήμουν ένα παιδί που απλά έκανε προπονήσεις, εκεί έγινα άντρας. Καταρχάς, γιατί έπαιζα κόντρα σε εκείνον που ήταν, είναι και θα είναι ο αγαπημένος μου μπασκετμπολίστας".
Ο Μπάνε αναφέρεται στην κλασική ημιτελική σειρά πλέι-οφ του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, τότε που ο Ερυθρός Αστέρας σόκαρε την -αήττητη στην κανονική περίοδο- Τσιμπόνα και πήρε το εισιτήριο για τον τελικό. Κι εκείνος πριν καν κλείσει τα 21 ήταν καθοριστικός με 32 πόντους στο τρίτο ματς, 103-104 μέσα στο Ζάγκρεμπ.
Δεν ήταν στόχος της γενιάς μου να ζήσει από το μπάσκετ, το ξεκινούσαμε απλά από αγάπη.
Ήταν πάρα πολύ δυνατό τότε το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα με Γιουγκοπλάστικα, Τσιμπόνα, Παρτίζαν, Ολύμπια Λιουμπλιάνας, Ζαντάρ. Δεν υπήρχε εύκολο ματς, δεν υπήρχε εύκολη έδρα - ειδικά όσο πιο κλουβί ήταν το γήπεδο που παίζαμε. Αλλά, δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε στα γήπεδα η μυρωδιά ότι έρχεται εμφύλιος. Ή δεν το είχα αντιληφθεί εγώ".
Πρώτη επαφή με τον ΠΑΟΚ, την επόμενη σεζόν. Στα επεισοδιακά ματς της φάσης των 16 του κυπέλλου Κόρατς. Ο Νίκος Βεζυρτζής τον ερωτεύεται, βλέποντας στο πρόσωπό του εκείνον που θα ρίξει την αυτοκρατορία του Άρη.
Κινούνται οι διαδικασίες της ελληνοποίησής του, ο Άρης κοντράρει, η υπόθεση πάει στα δικαστήρια, αποκτά πολιτικές προεκτάσεις κι ο Μπάνε μένει στην εξέδρα μέχρι να κάνει τελικά το ντεμπούτο του στο ελληνικό πρωτάθλημα την προτελευταία μέρα του 1988. Ο ίδιος δεν θέλει, ακόμα και σήμερα, να ανακαλέσει το παρασκήνιο αυτών των ημερών ("δεν τα θυμάμαι καλά"), αλλά ξέρει ότι εκεί είναι που η καριέρα του γύρισε σελίδα.
Ήρθα στην Ελλάδα από ένστικτο, μου έκατσε στο μυαλό ότι θα ήταν μια καλή απόφαση.
"Ξέρεις, καμιά φορά είναι καλό να ακολουθείς τον ενθουσιασμό. Αυτό έκανα κι εγώ. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Γιατί όλα για κάποιο λόγο γίνονται στο μονοπάτι της ζωής. Κι ο λόγος αυτός είναι, στο φινάλε, πάντα καλός".
Από "πότε; ποτέ"
στην ώρα του ΠΑΟΚ
Η επόμενη τριετία είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της ελληνικής σπορ μυθολογίας. Άρης-ΠΑΟΚ, μια πόλη (και μια χώρα στον απόηχο του ‘87) στα κάγκελα.
"Το πιο χαρακτηριστικό για την ατμόσφαιρα των ντέρμπι ήταν ότι πηγαίναμε πριν τα ματς σε ξενοδοχείο. Σήμερα, δεν υπάρχει αυτό. Μια εβδομάδα πριν, δεν έβγαινες από το σπίτι. Γιατί όπου και να πήγαινες σου έπιαναν τις ίδιες συζητήσεις κι όλο αυτό γινόταν κουραστικό.
Κάθε πλευρά είχε τα στέκια της, εννοείται διαχωρισμένα. Μόνο που όταν είσαι παίκτης δεν τα καταλαβαίνεις όλα αυτά. Τα ακούς απλά. Εννοείται, δεν μπορούσες να βγεις ή να ξενυχτήσεις. Οι ομάδες είχαν ανθρώπους, όχι μόνο στην πόλη, αλλά σε όλη τη βόρεια Ελλάδα", λέει γελώντας.
Ήταν εκείνες οι μέρες που το κάμπριο Audi με το οποίο "περνούσε κι άνοιγε η άσφαλτος" (όπως θυμούνται Θεσσαλονικείς της εποχής) στο Πανόραμα, έμενε στο γκαράζ.
Ο ΠΑΟΚ έφτανε κοντά, ο Μπάνε έκανε μερικά μνημειώδη παιχνίδια, αλλά ο Άρης χαμογελούσε στο τέλος. Με αποκορύφωμα την all-time classic σειρά τελικών του 1991 που ο "δικέφαλος" αυτοκτόνησε με τις λάθος πάσες Μπάρλοου και Φασούλα (σε 5ο κι 6ο ματς, αντίστοιχα).
Τότε που το "Πότε; Ποτέ" των Αρειανών έμοιαζε με σάουντρακ κατάρας κι ο Μπάνε έπαιξε με τον Νίκο Γκάλη τις πιο διάσημες μπουνιές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Δεν με πείραζε το "Πότε; Ποτέ".
"Κίνητρα είναι όλα αυτά για να τα ξεπεράσεις και να τους βγάλεις όλους λάθος. Κοίτα, δεν μας έλειπε κάτι. Απλά, ο Άρης ήταν καλύτερος στις πολύ λεπτομέρειες και, κυρίως, πιο έμπειρος.
Μετά από τόσα χρόνια, η εμπειρία μου λέει ότι μεγαλύτερο φόβο σου προκαλεί η νίκη και όχι η ήττα.
Καμιά φορά δεν μπορείς να πιστέψεις ότι μπορείς να νικήσεις έναν αντίπαλο. Δυο-τρία χρόνια μας πήρε κι εμάς τότε να καταλάβουμε ότι είχαμε φτάσει στο επίπεδο τους.
Στο τέλος, είχαμε γίνει και καλύτεροι. Απλά, ήθελε χρόνο. Στα μέρη μας είναι άγνωστη αυτή η λέξη".
Ο Μπάνε επιμένει: "Ο ανταγωνισμός ήταν υγιής πάντως, σου θυμίζω ότι στο γήπεδο υπήρχαν οπαδοί και των δύο ομάδων. Άντε να το κάνεις αυτό σήμερα, η κοινωνία η ίδια το έχει αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο".
Βέβαια μια ματιά στα στιγμιότυπα, δείχνει μια εικόνα αλλοφροσύνης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τα ματς. Τυπική 80s-90s Α1, δηλαδή.
Ο ΠΑΟΚ ήταν μια σπουδαία ομάδα, "ο ανταγωνισμός με τον Άρη ήταν που ώθησε και τον ΠΑΟΚ να κάνει τις σωστές, διοικητικές και αγωνιστικές, κινήσεις για να γίνει κι αυτός μεγάλος".
Δίπλα στον Μπάνε ο Τζον Κόρφας κι ο Νίκος Σταυρόπουλος, στο κέντρο της ρακέτας ο Παναγιώτης Φασούλας, ξένοι εκπληκτικοί όπως ο Μάικ Τζόουνς ή ο Κεν Μπάρλοου ή ο Άντονι Κουκ, ρολίστες σαν τον σκληρό Πιτ Παπαχρόνη.
Καθόλου τυχαία, ο ευρωπαϊκός τίτλος (Γενεύη, 1991) ήρθε πριν τον ελληνικό. "Μετά τους χαμένους τελικούς του 1991, επειδή είχαμε πάρει νωρίτερα και το Κυπελλούχων με τη Σαραγόσα, ξέραμε ότι είμαστε έτοιμοι.
Λέγαμε στην προετοιμασία μεταξύ μας ότι φέτος ήρθε η ώρα μας, θα το πάρουμε και μάλιστα εύκολα. Έπρεπε όμως να περάσουμε όλο το προηγούμενο.
Τον πιο σημαντικό ρόλο έπαιξε ότι είχε μείνει ίδιος ο κορμός. Ευτυχώς, δεν μπορούσες να κάνεις τότε πολλές αλλαγές - κακό για τους παίκτες, καλό για τις ομάδες. Με το σημερινό καθεστώς, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει.
Την πλήρωσε μόνο ο Σάκοτα που όμως είχε βάλει γερές βάσεις (όπως κι οι Νιούμαν, Πολίτης πριν από αυτόν). Ήρθε ο Ντούντα και συνέχισε στην ίδια φιλοσοφία. Ξέραμε πια ότι μπορούμε, αλλά με την εμπειρία του ο Ίβκοβιτς μας έδειξε και τον τρόπο".
"Μεγάλο μου πλεονέκτημα ήταν, νομίζω, το ξεμαρκάρισμα. Αυτό το μισό δευτερόλεπτο για να μείνεις ελεύθερος. Έπαιζε ρόλο βέβαια κι ο πόιντ γκαρντ, ο Κόρφας μου την έδινε ακριβώς στο σημείο και τον χρόνο που την ήθελα για να προλάβω την άμυνα.
Ήταν περίεργο το σουτ μου, όντως. Ανορθόδοξο, την έπιανα λίγο στραβά την μπάλα, άνοιγα και τα πόδια πέφτοντας.
Ξέρεις κάτι όμως; Στις ακαδημίες του Ερυθρού Αστέρα, όταν ήμουν 13-14, είχα έναν προπονητή - τον Ζντράβκο Κούμπατ - που όταν του έλεγαν “πώς σουτάρει έτσι αυτός;”, τους απαντούσε “μπαίνει;”.
Αυτό έχει σημασία. Να μπαίνει, και να είσαι εύστοχος όταν πρέπει. Εκεί θέλει να έχεις αυτοπεποίθηση (που έρχεται με την προπόνηση) και να μη νιώθεις φόβο (αφού μερικές φορές θα το χάσεις). Να συνδυάζεις επιθυμία να κερδίσεις και πίστη στον εαυτό σου. Έτσι μπαίνουν τα μεγάλα σουτ.
Στη Ναντ, ας πούμε, με τη Ρεάλ δεν ήξερα τι θα κάνω.
Περίμενα να μου γίνει φάουλ. Δεν το έκαναν και σούταρα. Δεν το καταλάβαινα ότι σε αυτές τις φάσεις έπαιρνα φόρα σαν ταύρος".
Ο ΠΑΟΚ ανέβηκε επιτέλους στον θρόνο το 1992. Εύκολα, όντως. Με δεύτερο, όχι τον Άρη, αλλά τον Ολυμπιακό (πια του Γιάννη Ιωαννίδη). Οι βάσεις για μια καινούρια αυτοκρατορία ήταν εκεί.
Κι όμως, το 1993, μέσα σε 20 μέρες ο ΠΑΟΚ τα έχασε όλα. Στο ΣΕΦ, πρώτα στον ημιτελικό του F4 με την Μπενετόν Τρεβίζο και μετά θύμα έκπληξης με δράστες τον "ξανθό" και τον Ζάρκο.
Γιατί δεν έγινε πραγματικότητα η ασπρόμαυρη δυναστεία; Έχασε τον έλεγχο εκείνη τη σεζόν ο Ίβκοβιτς που είχε συγκρουστεί με τον Λέβινγκστον και είχε και την υποβόσκουσα κόντρα με τον Φασούλα;
"Όχι, δεν είχε χάσει τον έλεγχο ο Ίβκοβιτς. Ακόμα και σήμερα αν δεις τα ματς, θα καταλάβεις ότι είναι πολύ απλό: οι αντίπαλοι μας έβαλαν τα μεγάλα σουτ.
Τώρα γιατί δεν φτιάξαμε αυτοκρατορία; Για έναν βασικό λόγο: Άλλαξε ο κανονισμός κι αρχικά μπήκαν οι δύο ξένοι.
Αυτό ευνόησε τις ομάδες που ήταν δυνατές οικονομικά, τις αθηναϊκές δηλαδή που μπήκαν πολύ γερά στο παιχνίδι. Πολύ σύντομα δεν μπορούσαμε να τις ακολουθήσουμε λόγω οικονομικής αδυναμίας, παρότι είχαμε εκλάμψεις.
Και δεύτερο τίτλο να παίρναμε, πάλι το μπάσκετ θα κατέβαινε στην Αθήνα, ήταν θέμα χρόνου.
Δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά σιγά σιγά η ψαλίδα μεγάλωνε μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα - 30 χρόνια χωρίς τίτλο η Θεσσαλονίκη και δεν βλέπω να αλλάζει αυτό. Ειδικά, όπως είναι δομημένες οι ευρωπαϊκές διοργανώσεις π.χ. η Ευρωλίγκα με τα εγγυημένα συμβόλαια".
Ιωαννίδης, Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας, Ίβκοβιτς μετέφεραν στην πρωτεύουσα το know how. Ο Μπάνε έμεινε στον βορρά, κατέβηκε βετεράνος στην ΑΕΚ το 1997, αφού πρώτα πήγε στην Κίντερ Μπολόνια, και νωρίτερα οδήγησε ως "σημαία" πια τον ΠΑΟΚ στις τελευταίες χρυσές μέρες.
Κόρατς το ’94, οι "τελικοί των ξεκάλτσωτων" στην Α1 της ίδια σεζόν, Κύπελλο το 1995, μυθική παράσταση στον χαμένο τελικό της Βιτόρια το 1996. Δίπλα του μεγάλωσε μια νέα φουρνιά, παικτών και προπονητών…
"Δεν έχει νόημα να συζητάμε γιατί ή αν έπρεπε να φύγω νωρίτερα από τον ΠΑΟΚ, γιατί δεν μπορούσα. Γίναμε επαγγελματίες το 1992, υπογράψαμε αναγκαστικά 4ετή συμβόλαια, έμεινα ελεύθερος το 1996 με το νόμο Μπόσμαν και πήγα στην Μπολόνια.
Πιο πριν, όποιος ήθελε έπρεπε να πληρώσει τον ΠΑΟΚ, εμείς δεν είχαμε επιλογή - δεν υπήρχε καν λόγος να έχεις μάνατζερ. Πιστεύω υπήρξαν κρούσεις, το μονοπάτι μου όμως ήταν διαφορετικό.
Όταν γύρισα στο Πάλε με την ΑΕΚ, η αποδοχή ήταν μεγάλη. Βέβαια, αν γύριζα με άλλη φανέλα -ειδικά του Ολυμπιακού- τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Δεν ξέρω ποια ήταν η καλύτερη ομάδα από όσες έπαιξα, αλλά το καλύτερο ματς όλων των εποχών που έχει κάνει ο ΠΑΟΚ είναι η ρεβάνς με τη Στεφανέλ στην Τεργέστη το 1994.
Έχει τη σημασία του φυσικά κι ο αντίπαλος, κάναμε το τέλειο ματς.
Ένα χρόνο πριν, η ομάδα του F4 στην Αθήνα ίσως είχε παίξει καλύτερο μπάσκετ όλη τη χρονιά, αλλά δυστυχώς δεν έφερε το αποτέλεσμα σε Ελλάδα κι Ευρώπη.
Στη Βικτόρια δικαιούμασταν έναν ακόμα ευρωπαϊκό τίτλο, αλλά είχαμε την ατυχία να παίζουμε στην έδρα της Ταουγκρές. Θα χάναμε αυτό το κύπελλο στο Πάλε; Δεν νομίζω.
Ο πιο ουσιαστικός ξένος παίκτης που είχαμε ήταν ο Σάβιτς. Δεν κάνω σερβικό λόμπι. Αν δεις τι έκανε στην προπόνηση και πόσο βοηθούσε τους μικρούς, Ρεντζιά, Γιαννούλη κτλ, θα συμφωνούσες. Ήταν απίστευτα εργατικός.
Όταν είδα τον Πέτζα πρώτη φορά στην προπόνηση, είπα ότι το παιδί διαφέρει.
Ύψος, ταχύτητα, σουτ, φαινόταν ότι είναι κάτι σπέσιαλ. Αλλά, το πιο σημαντικό; Ήταν πάρα πολύ εργατικός. Πήραν τις ευκαιρίες τους αυτά τα παιδιά, γιατί δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί Αμερικάνοι όσο σήμερα. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να αναδειχθεί ένας Έλληνας παίκτης, να βρει χρόνο.
Ο ΠΑΟΚ έχει βγάλει δύο μεγάλους προπονητές, Σφαιρόπουλο και Ιτούδη. Για τον Ιτούδη ήμουν παίκτης του (με είχε έστω ως βοηθός) και δεν έβλεπα καθαρά, αλλά για τον Σφαιρόπουλο φαινόταν ότι θα έφτανε ψηλά γιατί το ήθελε πάρα πολύ".
Η σεζόν με τον Ξανθό
Στην Μπολόνια δεν είχε πια το βάρος να κουβαλάει μια ολόκληρη πόλη στις πλάτες του. Άλλη νοοτροπία;
"Ήταν μεγάλη έκπληξη που στο πρώτο ταξίδι με την Κίντερ την ώρα του φαγητού μας σέρβιραν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Στις ελληνικές ομάδες, τότε, κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο".
Πήρε το κύπελλο, βγηκε και MVP του τελικού για να επιστρέψει στην Ελλάδα για την ΑΕΚ. Παίκτης του Γιάννη Ιωαννίδη πια. Ποιος να το έλεγε πριν λίγα χρόνια;
Ο πιο σκληρός από όλους τους προπονητές που είχα ήταν ο Ιωαννίδης.
"Με όλους, απλά είχε τον τρόπο του με τον καθένα. Ήθελε να ελέγχει τα πάντα ή όσα περισσότερα μπορούσε, ακόμα κι από την καθημερινότητά σου. Γι’ αυτό μας είχε συνέχεια ξενοδοχείο.
Βέβαια, ήταν δίκαιος. Δεν συζητήσαμε ποτέ για την αντιπαλότητα Άρη-ΠΑΟΚ, είχα μεγαλώσει κι εγώ και είχα αντιληφθεί ότι και το μπάσκετ μια δουλειά είναι".
Στην ΑΕΚ ίσως δεν ήταν πια ο ίδιος παίκτης, οι τραυματισμοί είχαν ήδη αρχίσει να τον βαραίνουν. Ίσως κιόλας δεν αποδέχθηκε πλήρως και τον executive ρόλο που του είχε δώσει ο "ξανθός".
"Φυσικά, τον προπονητή πρέπει να τον ακούς, αλλά καμιά φορά και το ένστικτό σου. Είναι μεγάλο προσόν αυτό, να μπορείς να υπερβείς τη στιγμή που δεν βγαίνει το σχέδιο. Κι εντάξει, συμβαίνει καμιά φορά με τον προπονητή να έχεις διαφορετικές απόψεις.
Με τον Ιωαννίδη διαφώνησα πολλές φορές στην ΑΕΚ.
Το θέμα είναι να έχεις την ίδια ατζέντα, να θέλετε και οι δύο τη νίκη. Όπως φάνηκε, τη θέλαμε και οι δύο. Ήμουν και μεγαλύτερος, προσαρμόστηκα, ακόμα και παίρνοντας με λιγότερα σουτ".
Το μεγάλο καλάθι το έβαλε ξανά πάντως στον ημιτελικό του F4, κόντρα στην Μπενετόν του Ζοτς.
Ο Μπάνε δεν σκέφτηκε ποτέ το NBA.
"Δεν ήταν της μόδας τότε. Το ΝΒΑ άνοιξε τα σύνορα, όταν αποφάσισε να επεκτείνει το μάρκετινγκ πλάνο του. Είναι άλλο άθλημα πιστεύω στην Αμερική, το λέω ως θεατής. Στην Ευρώπη θεωρώ ότι υπάρχει περισσότερη στρατηγική, κάθε φάση μετράει περισσότερο. Κι αυτό ενισχύει τον ρόλο του προπονητή.
Το NBA είναι σόου μπίζνες. Και το έχουν στήσει τέλεια ώστε αν βγαίνουν όλοι κερδισμένοι (και πολύ μάλιστα). Στην Ευρώπη είναι θέμα νοοτροπίας ότι δεν μπορούμε να φτιάξουμε το προϊόν. Γίνεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις, βλέπε μοντέλο Βιλερμπάν, αλλά υπάρχουν κι άλλες χώρες όπως π.χ. στα Βαλκάνια που δεν έχουμε υπομονή για να το στηρίξουμε".
Ο Μπάνε δεν έπαιξε ποτέ σε εθνική, αν και θα μπορούσε να ήταν μέλος της ευρωπαϊκής dream team.
"Το 1992 ήμουν στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας που δυστυχώς δεν έπαιξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες λόγω του εμπάργκο. Είχαμε κάνει και προετοιμασία στη Θεσσαλονίκη με προπονητή τον Ίβκοβιτς.
Αυτή ήταν η μοναδική εμπειρία που είχα από εθνικές ομάδες. Είχα βγει και πρωταθλητής Ευρώπης το 1983 στο Λούντβιχσμπουργκ της Γερμανίας με την U-16 της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας με συμπαίκτες Ζάρκο, Ζντοβτς, Πετσάρσκι κτλ.‘.
Τι θυμάσαι, Μπάνε;
Τι θυμάσαι από το πέσιμο του Τζόνι Νιούμαν στον Ιταλό διαιτητή Γκρόσι στο Βελιγράδι το 1988;
"Το πρώτο που σκέφτηκα είναι "πόσο τρελός είναι, τι κάνει;". Τι άλλο; Το έβλεπα σοκαρισμένος. Ήταν έντονη προσωπικότητα, λαμπερό μπασκετικό μυαλό και δύσκολος άνθρωπος που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του.
Έλεγε συνέχεια ‘bullshit”, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις ηλιθιότητες γύρω του. Νομίζω, αυτή ή φάση του κόστισε και την καριέρα του.
Στο ίδιο γήπεδο, στη Χάλα Πιονίρ, ένα χρόνο πριν, ενώ εγώ έπαιζα ακόμα στον Αστέρα, είχαμε και την μπουνιά του Κόρφα. Κοιτά, ο Τζόνι μια φορά το έκανε, ποτέ ξανά!
Όλα μπορούν να γίνουν σε μία στιγμή, του γύρισε περίεργα. Πάντα υπάρχει το απρόβλεπτο. Αυτά είναι μέρος της καθημερινότητας μιας ομάδας, τα ξεχνάς αμέσως".
Από τον περίφημο καβγά με τον Νίκο Γκάλη;
"Μια στιγμή ήταν και ο καβγάς με τον Γκάλη. Δεν ήταν η πίεση από όλα αυτά τα χρόνια αντιπαλότητας, ήταν απλά ένα snap που μας γύρισε το μυαλό.
Έχουμε βρεθεί πολλές φορές με τον Νικ από τότε σε διάφορες εκδηλώσεις, δεν το συζητήσαμε ποτέ, δεν υπήρχε λόγος.
Ξέρεις γιατί; Γιατί όλοι κατανοούμε ότι τέτοια γίνονται. Με τόση βαβούρα κανείς δεν κατάλαβε τι έγινε και οδηγηθήκαμε στις μπουνιές. Δεν με πείραξε που στη γιορτή του Νικ έφαγα γιούχα, αναμενόμενο ήταν. Το αλατοπίπερο μωρέ είναι αυτά, καλώς την έφαγα…".
Το κλάμα στη Ναντ;
Η φωτογραφία στη Ναντ είναι από τις πιο συγκλονιστικές φωτογραφίες στην ιστορία του αθλητισμού, νομίζω.
Είναι η ήττα που σε τρώει εκείνη την στιγμή, σε διαλύει.
Η αίσθηση της ήττας και το πώς ήρθε, όχι ότι είχα παίξει καλά.
Ο τεχνοκράτης
Αυτό που έκανε ο Μπάνε, αρχικά ως προπονητής και μετά ως πρόεδρος ήταν να φέρει μια διαφορετική νοοτροπία. Εκεινου που έχει ιδρώσει στο παρκέ και δεν μπορεί να τα ισοπεδώσει όλα σε μια στιγμή. Σε οκτώ χρόνια άλλαξε μόνο δύο προπονητές.
"Κράτησα τον Σούλη Μαρκόπουλο έξι χρόνια, παρότι κάθε χρόνο όταν κάναμε μια κοιλιά όλοι μου έλεγαν να τον διώξω. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω έτσι, το "ηλεκτροσόκ" δεν είναι η δική μου λογική.
Δεν με ενδιαφέρουν οι απόψεις του καφενείου, με ενδιαφέρουν μόνο οι απόψεις που έχεις ευθύνη όταν τις διατυπώνεις.
Προπονητής; Όσο μου άρεσε, το έκανα. Το πρόβλημα που έχουν όλοι οι καλοί παίκτες όταν περάσουν στη θέση του προπονητή είναι να καταλάβουν ότι τα πράγματα που φαίνονταν σε εκείνους εύκολα, δεν είναι για όλους. Αυτό που σκέφτεσαι εσύ, ο άλλος δεν το βλέπει.
Θέλει υπομονή, όποιος δεν την έχει δεν κάνει για προπονητής. Είναι πολλά τα παραδείγματα παικτών που δεν τα κατάφεραν.
Βέβαια, έχει αλλάξει και ο ρόλο του προπονητή. Στο υψηλότερο επίπεδο αυτό που χρειάζεται είναι καλό σταφ και ικανότητα στη διαχείριση προσωπικοτήτων. Και, φυσικά, παραμένουν απαραίτητα το κοουτσάρισμα στο ματς και η ικανότητα να συνεργάζεσαι το καλοκαίρι για να χτίσεις σωστά την ομάδα".
Έπρεπε βέβαια να μπει και σε μια διαφορετική λογική από τις μέρες του ως παίκτης. Να έχει και για άλλα πράγματα το νου του.
"Το στοίχημα είναι κομμάτι πια του επαγγελματικού αθλητισμού. Είναι βασικός χρηματοδότης του, άλλωστε. Στην οργάνωση μιας επαγγελματικής ομάδας πια πρέπει να το υπολογίζεις, όπως έχεις ιατρικό ή προπονητικό τιμ.
Είχα τα μάτια μου ανοιχτά φυσικά, όσο ήμουν πρόεδρος. Ίσως γι’ αυτό δεν μου έτυχε ποτέ κάτι. Έχω ακούσει ό,τι έχουν ακούσει όλοι.
Με τους μάνατζερ ποτέ δεν είχα πρόβλημα. Σέβομαι και καταλαβαίνω τη δουλειά του, θέλουν να πάρουν όσα περισσότερα για εκείνους και τους πελάτες τους.
Τώρα αν εσύ είσαι μαλάκας και δέχεσαι ό,τι σου πουν οι μάνατζερ, το πρόβλημα είναι δικό σου.
Αν οι μάνατζερ μπαίνουν στις ομάδες και τις κουμαντάρουν, είναι πρόβλημα των ομάδων όχι των μάνατζερ. Υπήρχε μια πρόταση τους μάνατζερ να τους πληρώνουν και οι παίκτες αλλά και οι ομάδες, ίσως έλυνε κάποια θέματα αυτή η προοπτική.
Το όραμά του; ΠΑΕ και ΚΑΕ σε κοινή εταιρεία "όπως είναι στο εξωτερικό η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα και η Μπάγερν Μονάχου. Έτσι το ένα άθλημα θα μπορούσε να συμπληρώνει το άλλο και θα ήταν κερδισμένος όλος ο οργανισμός. Αλλιώς προσελκύεις χορηγούς δίνοντας του π.χ. μια indoor και μια outdoor επιλογή δυναμώνοντας έτσι το brand".
Για να γίνει αυτό στον ΠΑΟΚ, όλα οδηγούν σε ένα όνομα. Ιβάν Σαββίδης.
Άποψη μου είναι ότι τον Ιβάν δεν τον ενδιέφερε ποτέ πραγματικά να μπει στο μπάσκετ, αν ήθελε να το κάνει, ήταν υπόθεση ενός λεπτού.
Είχαμε αρκετές επαφές όταν ήμουν πρόεδρος, αλλά νομίζω ήταν περισσότερο δική μας επιθυμία η ανάμειξη του παρά δική του.
Από την άλλη, η Ευρωλίγκα είναι απίστευτο προϊόν. Είναι πρόβλημα όμως ότι δεν είναι ανοικτή σε νέους, σοβαρούς επιχειρηματίες να μπουν με ομάδες που πετυχαίνουν.
Για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να μην παίζει η Βίρτους Μπολόνια (που είναι και ιστορική ομάδα) όταν πέρυσι κέρδισε με 4-0 στους τελικούς την Αρμάνι Μιλάνο; Αυτό είναι πρόβλημα γιατί δεν ανανεώνει το ενδιαφέρον σε ένα, επαναλαμβάνω, απίστευτο προϊόν".
Έχοντας περάσει από όλα τα πόστα, και με μια ειλημμένη απόφαση να μην αφήσει την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη, ο Μπάνε Πρέλεβιτς δύσκολα μπορεί να βρει μια πρόκληση σε μπασκετικό αξίωμα. Εκτός αν αυτό λέγεται Πρόεδρος της ΕΟΚ. Επιβεβαιώνει ότι δέχθηκε κρούση από την προηγούμενη διοίκηση…
"Είχαμε μιλήσει με τον κύριο Βασιλακόπουλο, κάναμε κι ένα ραντεβού. Αλλά μετά, έμπλεξα εγώ και με κάτι δικά μου θέματα, και δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ.
Θα με ενδιέφερε, ναι, η ενασχόληση με την ΕΟΚ, είναι κάτι δημιουργικό, δεν είναι επάγγελμα.
Δεν ανακίνησα ποτέ το θέμα, δεν ήθελα να δημιουργήσω από μόνος μου κάποιο ενδιαφέρον. Νομίζω, η Ομοσπoνδία είναι σε καλά χέρια. Οι άνθρωποι έχουν το πρόγραμμα τους και είμαι σίγουρος ότι ξέρουν τι κάνουν".
Το blockchain
"Τα κρυπτονομίσματα είναι ένας καινούριος κόσμος που βασίζεται στην blockchain τεχνολογία. Υπάρχει πια πολύς κόσμος που τα παρακολουθεί και τα αποδέχεται ως επενδυτικό προϊόν.
Εγώ ασχολούμαι με την χρήση του blockchain στον αθλητισμό.
Όσο ήμουν πρόεδρος με απασχολούσε πολύ πώς θα βρουμε καινούριους τρόπους να έχουμε έσοδα. Επίσης, είναι μονόδρομος να πάει σε άλλο επίπεδο η σχέση των ομάδων με τους fans (βλέποντά τους και ως πελάτες) αλλά και με τους χορηγούς.
Λύση και στα τρία έρχονται να δώσουν τα fan tokens, με τα οποία κάθε ομάδα έχει το δικό της κρυπτονόμισμα. Για να το κάνεις χρειάζεσαι προγραμματιστές, νομικούς, στελέχη οικονομικά και μάρκετινγκ".
Αυτό είναι που κινητοποιεί σήμερα, στα 55 του, τον Μπάνε Πρελεβιτς. Το επόμενο επιχειρηματικό του βήμα, πάντα σε στενή σχέση με το μπάσκετ. Μιλάει με πάθος για ένα νέο μοντέλο χρηματοδότησης και fan engagement στον επαγγελματικό αθλητισμό.
"Πολλές ομάδες το έχουν εισάγει στο ποδόσφαιρο. Ας πούμε, ένα μέρος της μεταγραφής του Μέσι πληρώθηκε σε tokens της Παρί, τα οποία μπορείς να διαπραγματευθείς σε διάφορα ανταλλακτήρια παγκοσμίως.
Τώρα στους οπαδούς το token εξασφαλίζει μια σειρά από προνόμια όπως π.χ. ψήφο σε διαδικασίες της ομάδας, χωρίς όμως ποτέ να μπλέκονται με το μετοχικό. Αυτό είναι ξεκάθαρο.
Με ανθρώπους που έχουν την τεχνογνωσία έχουμε δημιουργήσει το οικοσύστημα του Athlos Stadion, με το δικό μας κρυπτονόμισμα, που έχει λανσαριστεί χωρίς πολύ θόρυβο.
Μπορούμε να συνεργαστούμε με όποια ομάδα σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, με λίγκες ή ομοσπονδίες ή ακόμα και παίκτες. Μερικοί από αυτούς, άλλωστε, είναι μεγαλύτερα brands από τις ομάδες.
Έχουμε υπογράψει δύο NDAs με ομάδες μπάσκετ του εξωτερικού και σύντομα θα λανσάρουμε το fan token τους. Υπάρχουν τέσσερις τέτοιες εταιρείες στον κόσμο, ας πούμε η εθνική Βραζιλίας και η εθνική Αργεντινής στο ποδόσφαιρο έχουν το δικό τους token.
Ασχολούμαι με το ελληνοσερβικό επιμελητήριο ως γενικός γραμματέας εδώ και χρόνια και βέβαια συνεργάζομαι και με τις κόρες μου σε φιλανθρωπίες. Είμαστε οικογένεια entrepreneurs".
Ο Μπάνε Πρέλεβιτς σπάνια βλέπει βίντεο. Ακόμα και οι κόρες του, Άννα και Τέα, πολύ αργά κατάλαβαν ποιος ήταν ο μπαμπάς τους.
Βέβαια, δεν μπορεί να αποφύγει αυτόν τον κύριο στη λαϊκή, κάθε φορά που πηγαίνει να ψωνίσει και του παίζει στο κινητό στιγμιότυπα από το YouTube, όπως π.χ. το θρυλικό τρίποντο από τα 10 μέτρα με τον Άρη.
Όμως, ευτυχώς που αυτές οι VHS κασέτες έχουν επιβιώσει στην ψηφιακή ζούγκλα. Γιατί σχεδόν 4.000 λέξεις μετά, συνηγορούν στο ίδιο συμπέρασμα.
Μετά τον Μπάνε, το καλούπι έσπασε...
Στο τέλος, ο Μπάνε θυμάται τα ματς της ζωής του και διαλέγει αυτά που θα ήθελε να παίξει ξανά.
Φωτογράφιση - κάμερα: Αλέξανδρος Αβραμίδης
Φωτογραφίες αρχείου: EUROKINISSI SPORTS / INTIME SPORTS
Art Director: Κωνσταντίνος Μπαντούνας
Αρχισυνταξία: Θέμης Καίσαρης
Μοντάζ: Δημήτρης Κουλελής
Video Design: Γρηγόρης Κολλάρος
Motion Design: Σμαρώ Σαχπασίδου