Το παιδί του Κρόιφ δεν μετανιώνει για τίποτα
Ήταν Ιούλιος του 2019 όταν η ΕΠΟ ανακοίνωσε την πρόσληψη του Τζον Φαν Σιπ για τον πάγκο της Εθνικής ομάδας. Μετά το όχι και τόσο επιτυχημένο πέρασμα του Άγγελου Αναστασιάδη, το οποίο αποδείχθηκε βραχύβιο και αρκούντως επεισοδιακό, ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας, Βαγγέλης Γραμμένος, αποφάσισε να δώσει τα "κλειδιά" στον Ολλανδό προπονητή για να χτίσει κάτι καινούργιο με φόντο το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ.
Δυο χρόνια και κάτι μετά την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον Φαν Σιπ, ο στόχος πρόκρισης στο Μουντιάλ πιθανότατα δεν θα επιτευχθεί. Ένας στόχος που τέθηκε από τον ίδιο τον προπονητή, ο οποίος έβαλε από νωρίς ψηλά τον πήχη των προσδοκιών και άπαντες αναρωτιούνται αν εντέλει η παρουσία του είναι επιτυχημένη ή όχι.
Συνέντευξη στον Νίκο Συριώδη
Ο ίδιος δέχτηκε να μιλήσει αποκλειστικά στο SPORT24, σε μια συνέντευξη που απάντησε χωρίς ντρίμπλες σε όλα όσα ρωτήθηκε. Αν κάποιος θέλει να βγάλει ένα συμπέρασμα όλων όσων είπε, το σίγουρο είναι ότι δεν μετανιώνει για τίποτα, για καμία από τις δύσκολες αποφάσεις που κλήθηκε να πάρει και οι οποίες δεν ήταν σε καμία των περιπτώσεων αναίμακτες.
Δεν θεωρεί ότι έκανε λάθος που μίλησε για πρόκριση στο Μουντιάλ του Κατάρ, έστω και αν η ομάδα έπρεπε να ανέβει πολλά σκαλιά για να γίνει και πάλι ανταγωνιστική, εξήγησε το τι συνέβη με τους Μανωλά και Παπασταθόπουλου και τόνισε πως "η μπάλα είναι στα πόδια τους" αναφορικά με το μέλλον.
Όσο για την περίπτωση του Σιόβα, είπε πως είναι διαφορετική από τις άλλες δυο και αναφέρθηκε στο λόγο που δεν είναι στις κλήσεις.
Η πολύωρη συζήτηση μαζί του είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι μίλησε για πολλά θέματα, ποδοσφαιρικά και μη. Όλα εκείνα που του αρέσουν στην Ελλάδα, η επιθυμία του να μείνει στον γαλανόλευκο πάγκο, η άποψή του για το ελληνικό πρωτάθλημα και το ταλέντο του Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Ο λόγος που δεν βγάζουμε επιθετικογενείς παίκτες, η σχέση του με τον Ζαγοράκη, η καλή άποψη για τον Ολυμπιακό του Μαρτίνς και τον Γιαννίκη, ο τρόπος που θα ταιριάξει στην ενδεκάδα τους Τσιμίκα - Γιαννούλη και φυσικά ο δεύτερος πατέρας του, Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος για τον ίδιο είναι ο καλύτερος προπονητής που έχει υπάρξει.
Η συνύπαρξη μαζί του, η φιλοσοφία του "ιπτάμενου Ολλανδού" που άλλαξε το άθλημα και πολλά ακόμη σε μια συνέντευξη-ποταμό.
Γεννήθηκα στον Καναδά, έζησα στην Ολλανδία, βρέθηκα σε Ιταλία, Αυστραλία και Μεξικό και πλέον είμαι στην Ελλάδα, την οποία δυστυχώς δεν έχω γευτεί όσο θα ήθελα λόγω της πανδημίας. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή να αποκτήσουμε ξεκάθαρη γνώμη για την Ελλάδα εξαιτίας του κορονοϊού.
Ήρθα τον Αύγουστο του 2019, τους πρώτους μήνες ήμουν πολύ απασχολημένος να συνηθίσω τα νέα δεδομένα και μετά ήρθε η πανδημία. Έστω και έτσι όμως, μας αρέσει πάρα πολύ εδώ, ο τρόπος ζωής, οι άνθρωποι και τα μέρη φυσικά.
Είδαμε και λίγο την υπόλοιπη Ελλάδα, είναι μια πανέμορφη χώρα, όχι μόνο τα νησιά, διότι όλοι μιλάνε για τα νησιά. Οδήγησα στην ενδοχώρα, πήγα Πελοπόννησο, Γαλαξίδι, Θεσσαλονίκη, όλα μας αρέσουν.
Δεν έχω ακούσει ότι οι Ολλανδοί δεν συμπαθούν τους Έλληνες.
Η πρώτη δική μου εμπειρία από την Ελλάδα ήταν το 1986 όταν είχα έρθει με την γυναίκα μου, τότε βέβαια ήταν η κοπέλα μου και ήταν οι πρώτες μας διακοπές εδώ στη Ρόδο.
Μετά ήρθα για τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων κόντρα στη Λειψία στο ΟΑΚΑ το 1987. Όταν παντρεύτηκα με την γυναίκα μου το 1989, πήγαμε μήνα του μέλιτος στη Μύκονο.
Για εμάς, η Ελλάδα ήταν πάντα μια χώρα που μας άρεσε πολύ, όπως και οι άνθρωποι εδώ. Έχω ζήσει και στο Μεξικό και στην Αυστραλία, αλλά εμείς προτιμάμε την Ευρώπη, να είμαστε κοντά στο Άμστερνταμ.
Επίσης, η Αυστραλία, η Ολλανδία, είναι πάρα πολύ οργανωμένες. Εμένα μου αρέσει το Μεξικό, η Ελλάδα, προτιμώ αυτόν τον τρόπο ζωής, τον πιο ελεύθερο.
Δεν υπάρχει κάτι που να μη μου αρέσει στους Έλληνες. Ναι, υπάρχουν προβλήματα οργάνωσης σε γενικότερο επίπεδο στη χώρα και πολλές φορές χρειάζεται να προσπαθήσεις πολύ για να γίνει κάτι, αλλά δεν με ενοχλεί. Οι Έλληνες βοηθάνε, είναι φιλικοί και αισθάνονται υπερήφανοι για τη χώρα τους, τα μέρη, το φαγητό και την ιστορία της.
Δεν θεωρώ ότι βιάστηκα να βάλω ψηλά τον πήχη και να μιλήσω για πρόκριση την τελική φάση του Μουντιάλ, δεν το βλέπω έτσι. Στον αθλητισμό πολλές φορές δεν συμβαίνει αυτό που κυνηγάς, όμως πρέπει να θέτεις στόχους.
Δεν θα υπήρχε κανένα κίνητρο, αν λέγαμε ότι παίζουμε με την Ισπανία και την Σουηδία, άρα δεν θα τα καταφέρουμε. Πρέπει να μπαίνει ο υψηλότερος δυνατός στόχος.
Προφανώς όμως χρειάζεται και ρεαλισμός και ότι έχουμε να μονομαχήσουμε με δυο χώρες που έχουμε δείξει με τα αποτελέσματά τους και τη θέση τους ότι είναι πιο δυνατές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί και να πάρουμε καλά αποτελέσματα.
Αν δεν τα καταφέρουμε να πάμε στο Μουντιάλ, δεν το βλέπω ως αποτυχία, αλλά ότι βρισκόμαστε σε μια πορεία που γινόμαστε καλύτεροι, παίζουμε καλύτερα και μεγαλώνουμε ως ομάδα.
Δεν μετανιώνω για τον στόχο που έβαλα, γιατί αυτό πρέπει να κάνεις. Αν δεν βάλεις τον στόχο, δεν θα πας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Μόνο ο πρώτος πηγαίνει απευθείας. Πρέπει να κυνηγάς το καλύτερο δυνατό και μετά θα εξετάσεις το πώς τα πήγες.
Όπως στη ζωή όμως, η επιτυχία δεν είναι πάντα το να φτάσεις στον τελικό προορισμό, διότι πάντα υπάρχει και η επόμενη στιγμή. Έτσι και η αποτυχία δεν είναι θανάσιμη, διότι πάντα ακολουθεί κάτι μετά.
Μετράει και η διαδικασία, το να πεις ‘κοίτα, γίνονται πράγματα που μου αρέσουν’. Το να βελτιώνονται οι παίκτες, η ομάδα να εξελίσσεται και να παίζει καλό και ομαδικό ποδόσφαιρο, να βγάζει πάθος. Το βλέπω απ’ αυτή τη σκοπιά.
Αν το δεις μόνο από τη σκοπιά του αποτελέσματος, ναι είναι αλήθεια ότι δεν θα έχουμε πετύχει τον στόχο μας, αλλά πρέπει να βάζεις τον πήχη ψηλά και να παλεύεις να τον φτάσεις.
Μου αρέσει να είμαι στον πάγκο της Ελλάδας, ο τρόπος που προοδεύουμε και δουλεύουμε, αλλά δεν εξαρτάται μονάχα από εμένα η παραμονή μου.
Μου αρέσει εδώ, το απολαμβάνω, βλέπω προοπτική στην Εθνική για να πάμε στο επόμενο επίπεδο. Δεν το σκέφτομαι όμως αυτή τη στιγμή, έχουμε μπροστά μας δυο παιχνίδια και πρέπει να κλείσουμε τον όμιλο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μετά απ’ αυτό, έχουμε τον χρόνο να δούμε τι θα συμβεί.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι εύκολο, είναι πολύπλοκο, έχεις απέναντι 11 ποδοσφαιριστές κάθε φορά που θα προσπαθήσουν να χαλάσουν το πλάνο σου και να επιτύχουν για την δική τους ομάδα.
Ορισμένες φορές νομίζεις ότι το σκεπτικό σου είναι σωστό και το αποτέλεσμα είναι κοντά στο να έρθει, όπως συνέβη με το Κόσοβο που ισοφαριστήκαμε στο τέλος, αλλά στο τέλος κάτι χαλάει.
Δεν μετανιώνω για τις αποφάσεις μου. Ναι, κάποιες φορές μπορεί να έπρεπε να έχεις βάλει άλλον παίκτη, διότι αυτός που επέλεξες, δεν προσέφερε τα αναμενόμενα, αυτά συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο και το κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Υπάρχει όμως ένα σκεπτικό πίσω από κάθε απόφαση.
Αν τελικά δεν πάμε στο Κατάρ, θα φταίνε δύο πράγματα: η έλλειψη εμπειρίας και η ποιότητα Ισπανίας και Σουηδίας.
Βέβαια, η εμπειρία δεν έχει να κάνει μονάχα με την ηλικία. Είχαμε και στο παρελθόν ανεπιτυχή αποτελέσματα με έμπειρους παίκτες στο γήπεδο. Τώρα για παράδειγμα κάναμε ένα φανταστικό πρώτο ημίχρονο με την Σουηδία, παίξαμε καλά αλλά δεν τους σκοτώσαμε. Και η Σουηδία χωρίς να παίξει στο δεύτερο ημίχρονο, κατάφερε να μας σκοτώσει.
Οι λεπτομέρειες έχουν σημασία και μετράνε. Είχαμε 3-4 ευκαιρίες και έπρεπε να εκμεταλλευτούμε έστω τη μια και δεν μπορέσαμε, αυτό οφείλεται και στην έλλειψη εμπειρίας. Για πολλούς παίκτες είναι η πρώτη προκριματική φάση.
Ο Παυλίδης έστειλε τη μπάλα στο δοκάρι, ο Μασούρας είχε τουλάχιστον τρεις μεγάλες ευκαιρίες και ο Μαυροπάνος έκανε μια εσφαλμένη εκτίμηση στη φάση του πέναλτι.
Όμως μπορώ να είμαι υπερήφανος από την εξέλιξή τους, το θάρρος τους. Στη Στοκχόλμη 50.000 άνθρωποι είχαν μείνει ήσυχοι στις θέσεις τους και κυριαρχήσαμε, αλλά δεν ήμασταν αποτελεσματικοί.
Κάναμε λάθη, αλλά δεν φταίει το αν είναι νέοι οι παίκτες. Πηγαίνετε πίσω σε προηγούμενα χρόνια, όταν αγωνίζονταν άλλοι ποδοσφαιριστές και τα αποτελέσματα δεν ήταν καλά.
Οι παίκτες πάντα θα κάνουν λάθη. Με το Λιχτενστάιν είχαμε χάσει στην άμυνα τον επιθετικό και μας ισοφάρισε 1-1, οπότε δεν είναι δίκαιο να το κρίνουμε με βάση την ηλικία. Το ποδόσφαιρο είναι άθλημα λαθών και πάντα θα υπάρχουν οι στιγμές που θα γίνονται.
Τις περισσότερες φορές οι αμυντικοί είναι μέρος αυτών των λαθών. Έχουμε παίκτες που παίζουν στο εξωτερικό όπως οι Χατζηδιάκος, Μαυροπάνος, Τσιμίκας.
Ο Μαυροπάνος που έκανε το πέναλτι με την Σουηδία, είναι ένας αμυντικός με τρομερή προοπτική και μπορεί να παίξει στο υψηλότερο επίπεδο. Αγωνίζεται πολύ καλά, είναι το παρόν και το μέλλον της Εθνικής.
Δεν ξέρω πώς ήταν οι παίκτες ήταν στα χρόνια του Ρεχάγκελ και του Σάντος γιατί δεν έχω δουλέψει με αυτούς τους ποδοσφαιριστές, προφανώς εκείνη η Εθνική ήταν πολύ έμπειρη, όλοι ήταν σε πολύ καλή ηλικία.
Όταν έχεις τέτοιους παίκτες ως προπονητής δεν έχεις πολλά να του πεις για το πώς θα παίξουν, αλλά περισσότερο χρειάζεται να τους διαχειριστείς σωστά. Βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει, ήταν μια άλλη γενιά και το να πηγαίνουμε συνέχεια πίσω και να κάνουμε συγκρίσεις, δεν βοηθάει.
Η σύγκριση είναι ωραία, αλλά ζούμε το τώρα και οι τωρινοί ποδοσφαιριστές έχουν ποιότητα, έχουν φτιάξει μια καλή ομάδα και παίζουν διαφορετικό ποδόσφαιρο σε σχέση με τις ομάδες του Ρεχάγκελ και του Σάντος.
Πρέπει να τους δείξουμε την εμπιστοσύνη και την υπομονή ότι θα καταφέρουν. Μπορεί όχι τώρα, αλλά σε 2-3 χρόνια.
Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να πω ποιον παίκτη από την ομάδα του 2004 θα ήθελα τώρα στην ομάδα, αν και σίγουρα κάθε προπονητής θέλει να έχει έναν ακόμη παίκτη σε κάθε γραμμή του γηπέδου, αυτό είναι δεδομένο.
Τώρα για παράδειγμα ο Μπακασέτας είναι ένας ποδοσφαιριστής που έχει πολύ καλή παρουσία στο γήπεδο και τα πηγαίνει εξαιρετικά στην Τουρκία, αλλά δεν έχουμε τον ποδοσφαιριστή που μπορεί να καθορίσει ένα παιχνίδι σε μια στιγμή.
Το Βέλγιο έχει τον Λουκάκου, η Νορβηγία έχει τον Χάαλαντ, η Ουαλία έχει τον Μπέιλ. Εμείς δεν διαθέτουμε τον σούπερ ποιοτικό ποδοσφαιριστή, αλλά έχουμε καλή ομάδα που πρέπει να εξελίξουμε.
Το 2004 η Εθνική είχε πολλούς ηγέτες και ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, αλλά όχι τον ένα, τον top class.
Τώρα έχουμε κάποιους που μπορούν να ηγηθούν μέσα και έξω από το γήπεδο. Έχουμε τον Μπακασέτα που έχει δείξει πως μπορεί να πάρει την ομάδα από το χέρι, υπάρχει ο Μάνταλος, ο Κουρμπέλης που όμως τώρα είναι τραυματίας, παίκτες σημαντικοί για εμάς.
Ο Μασούρας μπορεί να κάνει το βήμα μπροστά και τον βλέπουμε και στον Ολυμπιακό και στην Εθνική να παίρνει πρωτοβουλίες και να βγαίνει μπροστά.
Οι Χατζηδιάκος, Μαυροπάνος και Τσιμίκας μπορούν επίσης να έχουν έναν ηγετικό ρόλο.
Αυτό που πέτυχε η Ελλάδα το 2004 ήταν απίστευτο, αλλά ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ στη ζωή και στον αθλητισμό, μπορεί να γίνει ξανά, άσχετα αν είναι πολύ δύσκολο.
Το πρώτο βήμα είναι να βρεθείς στην τελική φάση, αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα. Αν δεν καταφέρουμε να πάμε τώρα στο Μουντιάλ, θα ξεκινήσει κάτι καινούργιο, θα μπει ένας νέος στόχος που δεν είναι άλλος από το Euro 2024.
Εφόσον τώρα δεν τα καταφέρουμε, τότε θα κοιτάξουμε τι αλλαγές ενδεχομένως θα πρέπει να κάνουμε, όχι πολλές όμως, διότι νομίζω ότι έχουμε μια καλή βάση.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να διαχωρίσουμε τις περιπτώσεις του Σιόβα με αυτές του Μανωλά και του Παπασταθόπουλου, είναι διαφορετικές ιστορίες.
Αφού είχαμε αποκλειστεί από το Euro 2020, μίλησα με τους Μανωλά - Παπασταθόπουλο και τους είπα ότι γνωρίζω ότι παίζουν σε υψηλό επίπεδο, ξέρω τι μπορούν να κάνουν, αλλά χρειάζομαι χρόνο να δημιουργήσω μεγαλύτερο βάθος στην ομάδα και να εξετάσω και άλλες επιλογές για το μέλλον.
Ήταν εντάξει και οι δυο τους, έγινε αυτό που είπα και ξεκινήσαμε να παίζουμε καλά, ενώ συνεχίσαμε στον ίδιο ρυθμό. Βάλαμε τον Χατζηδιάκο, τοποθετήθηκε ο Σταφυλίδης σε αυτή την θέση, ο Γιαννούλης μπήκε και έπαιζε πολύ καλά, οπότε δεν έβλεπα λόγο εκείνη τη στιγμή να τους καλέσω πίσω.
Μετά όμως το Nations League, κάλεσα τον Μανωλά, μιλήσαμε σε πολύ καλό κλίμα, αλλά λίγες ημέρες αργότερα αποφάσισε ότι δεν ήθελε να επιστρέψει.
Το ‘γιατί’ ο Μανωλάς είπε ότι δεν θέλει να επιστρέψει δεν είναι κάτι που θα το πω εγώ, η πόρτα είναι πάντα ανοικτή.
Του είπα ‘εντάξει, το σέβομαι, ίσως υπήρχε μια απογοήτευση που δεν ήσουν στην ομάδα στο Nations League, τώρα όμως έχουμε πάει σε ένα επόμενο επίπεδο και θεωρούμε ότι είσαι σημαντικός’. Του είπα ακόμα ότι στην ομάδα υπάρχει ένα διαφορετικό κλίμα και αν θέλει να είναι μέρος αυτού του νέου κλίματος στην Εθνική ομάδα.
Και στον Παπασταθόπουλο είπα ότι είναι σημαντικός για εμάς, αλλά και εκείνος διαφέρει κάπως από την περίπτωση του Μανωλά, διότι τότε δεν έπαιζε πολύ στην Άρσεναλ.
Όμως όταν ήρθε πίσω στην Ελλάδα και άρχισε να αγωνίζεται ξανά, του τηλεφώνησα, του είπα ότι τον παρακολουθούμε, ότι είναι εξαιρετικό που αγωνίζεται εδώ, που παίρνει παιχνίδια πάλι και ότι θα τον καλέσω και θέλω να ξέρω ποιες είναι οι σκέψεις του.
Και εκείνος μου είπε, όπως και ο Μανωλάς, ότι δεν θέλει να γυρίσει. Απάντησα και στους δυο ότι το σέβομαι, ότι η πόρτα είναι ανοικτή και ότι η μπάλα βρίσκεται στα πόδια τους. Εμείς προχωράμε με την ομάδα.
Ο Σιόβας είναι διαφορετική περίπτωση, ήταν στην ομάδα, αλλά είπε πράγματα που δεν ήταν πρέποντα για την Εθνική κι για τον τρόπο που δουλεύουμε μαζί. Ήταν μαζί μας, ήμασταν χαρούμενοι γι’ αυτό, αλλά αυτή την στιγμή δεν αγωνίζεται καν.
Ελπίζω να βρει ομάδα τον Ιανουάριο και αν αρχίσει να αγωνίζεται, θα τον κοιτάξουμε επίσης. Είναι όμως μια διαφορετική κατάσταση από τους άλλους.
Βγάλαμε τον Σιόβα εκτός ομάδας για πειθαρχικό παράπτωμα, χάλασε το κλίμα που είχαμε φτιάξει και δεν μπορούσα να το ανεχτώ αυτό.
Του είπα ότι δεν το δέχομαι αυτό, διότι όχι μόνο χάλασε το κλίμα στην ομάδα, αλλά μίλησε για άλλο συμπαίκτη του, ότι θέλουμε άλλους παίκτες που δεν καλούνται. Όπως και να ‘χει, ήταν μια διαφορετική περίπτωση από τις άλλες και φέραμε άλλους ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στην ομάδα.
Δεν αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στη μέση ενός πολέμου των συλλόγων, εγώ επιλέγω τους παίκτες που θέλω, δεν ακούω κανέναν, από την αρχή.
Μιλάω με τους συνεργάτες μου, τους Μιχάλη Βαλκάνη και Άαρον Βίντερ και δεν σκέφτομαι ποιος παίζει σε ποια ομάδα.
Έχουμε παίκτες από τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ. Από τον Ολυμπιακό έχουμε τον Ανδρούτσο, έχουμε τον Μπουχαλάκη, τον Μασούρα και τον Φορτούνη που τώρα είναι τραυματίας.
Από τον Παναθηναϊκό έχουμε τώρα τον Αλεξανδρόπουλο, τον Πούγγουρα, τον Κουρμπέλη όταν είναι καλά, έχουμε τον Διούδη, βλέπουμε τον Ιωαννίδη, έχουμε καλέσει τον Χατζηγιοβάνη κάποιες φορές. Έχουμε τον Μπακάκη, τον Μάνταλο και τον Γαλανόπουλο από την ΑΕΚ που δυστυχώς τώρα είναι τραυματίας.
Είμαστε χαρούμενοι με όσους έχουμε και σκεφτείτε να τους είχαμε όλους διαθέσιμους και αναφέρομαι σε αυτούς που θέλουν να παίζουν στην Εθνική.
Οι κανόνες μας στην ομάδα δεν είναι τίποτα το ξεχωριστό. Θέλουμε μια φυσιολογική συμπεριφορά, να υπάρχει οικογενειακό κλίμα, όλοι να δουλεύουν και να προπονούνται σωστά και με ένταση, ώστε να εκπληρώσουμε τους στόχους που έχουμε θέσει. Έχουμε τα μίτινγκ όπου όλοι πρέπει να είναι συγκεντρωμένοι.
Ζητάμε ταπεινότητα στην ομάδα και όλοι να δημιουργούμε μια ωραία ατμόσφαιρα. Δεν ξέρω πώς ήταν πριν, αλλά όλοι είναι ενθουσιασμένοι όταν έρχονται.
Στο φαγητό δεν θέλουν να σηκωθούν οι παίκτες από το τραπέζι. Δυστυχώς δεν μιλάω ελληνικά για να διασκεδάσω μαζί τους.
Δεν επηρεάζομαι από αυτά που γράφει ο Τύπος. Έμαθα πράγματα που γράφονταν πριν τον αγώνα με την Σουηδία, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό, ούτε να το ελέγξω.
Μόνο όλα όσα γίνονται μέσα στην ομάδα μεταξύ των παικτών και του τιμ. Τα διάβασα όλα αυτά, αλλά δεν επηρέασαν την ομάδα.
Το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην Εθνική είναι ο τρόπος παιχνιδιού μας, το να είμαστε πιο ελκυστικοί και επιθετικοί.
Αυτό που είπα στους παίκτες όταν ήρθα, είναι ότι πρέπει να πιστέψουν στην ποιότητά τους. Όταν ξεκινήσατε να παίζετε ποδόσφαιρο ως παιδιά, θέλατε να έχετε τη μπάλα στα πόδια σας και να παίζετε, όχι να τρέχετε γύρω γύρω και μόνο να αμύνεστε.
Στην Ελλάδα υπήρχε η λογική του αμυνόμαστε και χτυπάμε στην κόντρα. Δεν παίζεται όμως πλέον έτσι το ποδόσφαιρο διεθνώς.
Προφανώς υπάρχει ακόμα το παιχνίδι της αντεπίθεσης, το έπαιζε η Λίβερπουλ στο ξεκίνημα με τον Γιούργκεν Κλοπ στον πάγκο της. Στον αντίποδα, υπάρχει το παιχνίδι του Γκουαρδιόλα με την πίεση στην αντίπαλη περιοχή και ορισμένες στιγμές είναι τόσο καλό που καταντάει... βαρετό. Η Λίβερπουλ παίζει διαφορετικά πλέον και τα δυο όμως είναι πολύ καλά και αποτελεσματικά.
Εμείς δεν θέλουμε να αλλάξουμε τελείως τον τρόπο παιχνιδιού μας, δεν θέλουμε να χάσουμε την αμυντική μας προσήλωση, διότι αν έχεις ισορροπία στην άμυνα, μπορείς να βελτιώσεις και τα υπόλοιπα κομμάτια του παιχνιδιού σου.
Θέλω όταν φύγω ο κόσμος να θυμάται τον τρόπο παιχνιδιού μας, ότι γίναμε πιο επιθετικοί με περισσότερη κατοχή και αμυντική προσήλωση.
Με την Ισπανία εκτός έδρας είχα κάποιες ιδέες για το πώς θα παίζαμε λίγο πιο επιθετικά, αλλά είναι η Ισπανία και μας ανάγκασε να μείνουμε πίσω και να αμυνόμαστε. Είναι τόσο καλοί στην κυκλοφορία της μπάλας που μας υποχρέωσαν να παίζουμε άμυνα.
Εκεί χρειάζεται να προσαρμοστείς λίγο και με την Γεωργία μετά στην Τούμπα έπρεπε να είμαστε πιο δημιουργικοί και αποτελεσματικοί μπροστά και δεν το κάναμε.
Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο αν πεις ότι θα παίξω μόνο άμυνα, μπορεί να σε διαλύσει ο αντίπαλος.
Η Ιταλία που έπαιζε άμυνα παλιά, πλέον παίζει μοντέρνο και απίστευτο ποδόσφαιρο, έχει ισορροπία σε όλες τις γραμμές της. Εμείς πρέπει να προσαρμοζόμαστε κάπως.
Με πιο αδύναμους αντιπάλους θα πρέπει να προσπαθούμε να είμαστε πιο επιθετικοί και με δυνατότερους αντιπάλους είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αμυνθούμε περισσότερο.
Θεωρώ ότι είναι αμυντικό το DNA του Έλληνα ποδοσφαιριστή, υπάρχει περισσότερη έμφαση στην άμυνα απ’ όση στην επίθεση και όλα ξεκινούν από τις ακαδημίες, εκεί πρέπει να εστιάσουμε.
Όταν εστιάζεις περισσότερο στη νίκη, παρά στην εξέλιξη ενός ποδοσφαιριστή, τότε χρησιμοποιούνται παίκτες που είναι πιο δυνατοί σε σχέση με κάποιους άλλους που εκείνη την στιγμή μπορεί να μην είναι έτοιμοι, αλλά να έχουν μεγαλύτερη προοπτική.
Οι ακαδημίες είναι για να φτιάχνουν παίκτες, όχι για να κατακτούν πρωταθλήματα οι ομάδες.
Οι προπονητές σε αυτές τις ηλικίες πρέπει να παραμερίζουν πολλές φορές τον εγωισμό τους και να είναι περισσότεροι δάσκαλοι, όπως στο σχολείο. Είναι μια διαδικασία να βγάλεις έναν ποδοσφαιριστή, πρέπει να δουλέψεις μαζί του και να μην σε νοιάζει το αν θα νικήσεις ή θα χάσεις.
Αν ο στόχος είναι μόνο η νίκη, τότε ο προπονητής βάζει τον πιο έτοιμο και δυνατό παίκτη και ας μην είναι αυτός που μελλοντικά μπορεί να πετύχει περισσότερα πράγματα.
Είναι ένα θέμα το να παίξουν μαζί Τσιμίκας και Γιαννούλης. Βέβαια, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να πάμε πίσω στα παιχνίδια μας, ο Τσιμίκας είχε έναν τραυματισμό και δεν μπορούσε να παίξει.
Μπήκε ο Γιαννούλης να αγωνιστεί και ήταν πολύ καλός και στη συνέχεια δεν υπήρχε λόγος να τον αλλάξουμε, παίζαμε και με τετράδα στην άμυνα.
Αργότερα επέστρεψε ο Τσιμίκας και χτύπησε ο Γιαννούλης, θυμάμαι ότι στο εκτός έδρας με την Ισπανία ξεκίνησε αυτός και ο Γιαννούλης έμεινε έξω γιατί είχε χτύπημα στο κεφάλι και δεν επιτρεπόταν να αγωνιστεί, το ίδιο και με την Ονδούρα στο φιλικό και την Γεωργία στην Τούμπα. Οπότε είτε είχαμε τον έναν διαθέσιμο είτε τον άλλον.
Τώρα έχουμε και τους δυο ετοιμοπόλεμους και μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε μαζί. Με την Σουηδία ζήτησα από τον Τσιμίκα να παίξει αριστερός στόπερ και μου είπε ‘δεν με πειράζει κόουτς, θα το κάνω’.
Το είχαμε κάνει και στο φιλικό με το Βέλγιο να αγωνιστούν και οι δυο, εκεί βέβαια ο Γιαννούλης έπαιξε αριστερός εξτρέμ και το είχα στο μυαλό μου, οπότε είπα ‘οκ, ας το κάνουμε’. Είναι μια επιλογή ώστε να μπορούν να αγωνίζονται και οι δυο μαζί.
Αν παίζουν και οι δυο, ταιριάζει καλύτερα ο Τσιμίκας να είναι ένας από τους τρεις στην άμυνα και ο Γιαννούλης να αγωνίζεται στην αριστερή πλευρά, είναι λίγο πιο αποτελεσματικός στο δεύτερο μισό του γηπέδου.
Ο Τσιμίκας βέβαια είναι μαχητής, πολεμιστής και έχει επίσης καλές επιλογές στο επιθετικό κομμάτι. Πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε ότι κάθε αντίπαλος είναι ξεχωριστός και οφείλουμε να είμαστε ευέλικτοι. Και οι δυο είναι πολύ καλοί ποδοσφαιριστές.
Ο Τζόλης έχει ποιότητα, είναι ακόμα πολύ νέος και πρέπει να αρπάζει την ευκαιρία, όποτε του δίνεται, όπως το έχουν κάνει άλλοι παίκτες που έχουν παίξει.
Ορισμένες φορές ζητάμε πράγματα από τον Τζόλη που δεν έχει συνηθίσει να κάνει, είναι παίκτης με επιθετικές αρετές, αλλά υπάρχουν παιχνίδια με πιο δυνατούς αντιπάλους που χρειάζεται να υπάρχει ισορροπία και στο κομμάτι της άμυνας, όπως το κάνει ο Μασούρας.
H Premier League είναι μεγάλο σχολείο για τον ίδιο, βέβαια και στον ΠΑΟΚ μάθαινε συνέχεια καινούργια πράγματα και βρίσκεται σε μια διαδικασία που ωριμάζει το παιχνίδι του.
Είναι ωραίο να έχουμε νέους παίκτες όπως αυτός, όπως ο Αλεξανδρόπουλος, το να τους βλέπουμε να εξελίσσονται και να βοηθάνε την Εθνική ομάδα όποτε καλούνται.
Όσο για την δεξιά πλευρά, ο Ανδρούτσος έχει δείξει ότι είναι πολύ καλός, δεν φοβάται να επιτεθεί, παίζει όπως εμείς θέλουμε, έχει μια απίστευτη ενέργεια, οπότε είμαστε παραπάνω από ικανοποιημένοι απ’ αυτόν, δεν βλέπω ότι υπάρχει πρόβλημα.
Ο αναπληρωματικός μας, ο Σάλιακας, δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν αγωνίζεται σε μεγαλύτερο σύλλογο, διότι είναι πολύ ποιοτικός παίκτης.
Ο Μπακάκης δυστυχώς είχε αρκετούς τραυματισμούς, δεν παίζει πολύ, αλλά είναι μια τρίτη επιλογή για εμάς. Δεν θεωρώ ότι δεν έχουμε παίκτες να παίξουν στην δεξιά πλευρά.
Ο Γιόχαν κι εγώ
Αυτός που για μένα είναι ο καλύτερος προπονητής, δυστυχώς έχει πεθάνει και είναι ο Γιόχαν Κρόιφ. Υπήρξαμε και συμπαίκτες στον Άγιαξ, τον είχα και προπονητή και ήταν ένας άνθρωπος που άλλαξε το ποδόσφαιρο και έδειξε κάτι διαφορετικό.
Ήμουν 16-17 ετών όταν επέστρεψε στην Ολλανδία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έπαιζα τότε στη Β’ ομάδα του Άγιαξ και έκανε μαζί μας προπονήσεις μια φορά την εβδομάδα και ήμασταν όλοι σε μια κατάσταση ‘τι γίνεται τώρα’.
Σιγά σιγά όμως άρχιζε να αποκτά και πάλι την φόρμα του και ήταν πάλι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής.
Όταν ο Κρόιφ υπέγραψε στον Άγιαξ το 1981 και εντάχθηκε για τα καλά για το ξεκίνημα του πρωταθλήματος, είπε στον τότε προπονητή ότι έπρεπε να ανέβω στην πρώτη ομάδα.
Όχι ότι δεν μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου, αλλά μίλησε για μένα και με πρότεινε, λέγοντας ότι ‘πρέπει να το πάρεις αυτό το παιδί’. Η συνύπαρξη μαζί του ήταν ανεκτίμητης αξίας.
Ήταν ευγενικός, του άρεσε να κάνει πλάκες, αλλά όταν είχε να κάνει με το ποδόσφαιρο, ήθελε πάντα να μιλάει ανοικτά και να λέει το τι πρέπει να γίνει, νοιαζόταν και ασχολούνταν με τους νεότερους παίκτες, έβαζε ενέργεια σε εμάς και ήταν φανταστική περίοδο να προπονούμαι να παίζω δίπλα του.
Όταν αργότερα το 1983 ο Άγιαξ δεν του έδωσε νέο συμβόλαιο και υπήρξε διαφωνία μεταξύ τους, πήγε στη Φέγενοορντ και την επανέφερε στην κορυφή ύστερα από δέκα χρόνια. Έπαιξε 33 από τα 34 παιχνίδια, ήταν πάλι ο κορυφαίος στο πρωτάθλημα.
Ύστερα από δυο χρόνια, γύρισε ως προπονητής στον Άγιαξ και ακόμα ήμουν εκεί εγώ και ο Μάρκο Φαν Μπάστεν. Υπήρξε μεγάλη αλλαγή στο ποδόσφαιρο που παίζαμε και στην τακτική προσέγγιση.
Έπαιζε με λίμπερο τον Κούμαν να έρχεται στο κέντρο και ένας μέσος μας γινόταν δεκάρι και ήταν δεύτερος επιθετικός, έπαιζε με ρόμβο, έδωσε άλλη διάσταση στο πώς έπαιζαν οι πλάγιοι, ο Κούμαν έβαλε πολλά γκολ ανεβαίνοντας στο κέντρο και παίρνοντας την μπάλα από έναν ακραίο χαφ, σούταρε.
Ήταν αυτός που εισήγαγε στο ποδόσφαιρο την υπεραριθμία στη μεσαία γραμμή, πλέον αυτό γίνεται με τους εξτρέμ να συγκλίνουν προς τα μέσα ή με τους ακραίους μπακ, δούλευε πολύ στο κομμάτι της κατοχής της μπάλας.
Ήταν επίσης ο πρώτος ή από τους πρώτους που έβαζε τους ακραίους να παίζουν με ανάποδο πόδι. Στη Μπαρτσελόνα έβαζε τον αριστεροπόδαρο Στόιτσκοφ δεξιά και τον δεξιοπόδαρο Λάουντρουπ αριστερά.
Ήταν μάστερ στην τακτική και στο επιθετικό ποδόσφαιρο και ήταν αυτός που έβαλε τον όρο ‘ψευτοεννιάρι’ στο άθλημα και ο λόγος ήταν ότι ο ίδιος ήταν έτσι ως ποδοσφαιριστής και μετά σκέφτηκε ότι είναι μια καλή τακτική που πρέπει να δουλέψω και να την βάλω στο παιχνίδι μας, χωρίς καθαρό στράικερ.
Ο Κρόιφ ήταν και πολύ καλός μου φίλος. Ήταν αυτός που με πήγε στην Τσίβας Γκουαδαλαχάρα στο Μεξικό, διότι ήταν σύμβουλος τότε στην ομάδα.
Περάσαμε μαζί απ’ όλα τα στάδια. Πρώτα ήμασταν συμπαίκτες, μετά έγινε ο προπονητής μου και στη συνέχεια έγινα εγώ προπονητής σε ομάδα που ήταν σύμβουλος.
Στο μυαλό μου σκέφτομαι πράγματα που κάναμε μαζί και προσπαθώ να τα εφαρμόσω, σκέφτομαι το τι θα έκανε εκείνος αν ήταν στον πάγκο, διότι είχα την εμπειρία μαζί του.
Έλεγε ότι ο πρώτος μου αμυντικός είναι ο επιθετικός μου και ο πρώτος μου επιθετικός είναι ο τερματοφύλακάς μου.
Ο Κρόιφ ήταν ένας άνθρωπος που έλεγε πάντα αυτό που πίστευε, που απολάμβανε τη ζωή και την φιλοσοφούσε. Είχε και ένα ίδρυμα που βοηθούσε ανθρώπους με αναπηρία μέσω του αθλητισμού.
Από την αρχή που ξεκινήσαμε, βλέπαμε αρκετούς νέους ποδοσφαιριστές και ακολουθούμε την πορεία τους, ώστε να γνωρίζουμε σε τι κατάσταση βρίσκονται και αν είναι καλά, να τους καλέσουμε. Πάντα έχουμε το βλέμμα μας σε παίκτες, ειδικά σε θέσεις που δεν έχουμε πολλές επιλογές.
Φυσικά δεν μπορείς να βλέπεις πάντα ταυτόχρονα 60 παίκτες. Αυτό που θέλω, είναι να ‘χτίσω’ ένα σύνολο και από εκεί και πέρα να προσθέτουμε κάποιον παίκτη, ο οποίος βρίσκεται σε καλή φόρμα και μπορεί να μας βοηθήσει.
Έχουμε και πολλούς τραυματίες, υπάρχουν αρκετά προβλήματα, ειδικά στη μεσαία γραμμή με τους τραυματισμούς του Κουρμπέλη, του Ζέκα και του Γαλανόπουλου, ο οποίος να θυμίσω ότι κλήθηκε σε εμάς χωρίς να παίζει πάρα πολύ στην ΑΕΚ, διότι τον πιστεύαμε.
Επίσης, πέρα από τον Μπουχαλάκη που είναι βασικό στέλεχος, υπάρχει τώρα και ο Σιώπης που είναι ένας παίκτης που τρέχει πολύ, είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για εμάς και στο σύγχρονο ποδόσφαιρο πρέπει οι παίκτες να είναι σε πολύ καλή φυσική κατάσταση.
Ναι, ο Έλληνας ποδοσφαιριστής έχει ταλέντο, αλλά πρέπει στις μικρές ηλικίες να μαθαίνουν περισσότερα πράγματα με τη μπάλα στα πόδια.
Όλα ξεκινούν από την δουλειά που γίνεται στις ακαδημίες και αν δίνεται έμφαση στο κομμάτι του τρεξίματος και της φυσικής κατάστασης ή στο επιθετικό κομμάτι.
Γιατί ας πούμε η Δανία που πληθυσμιακά είναι πάνω κάτω τα ίδια με την Ελλάδα, έχει περισσότερους μεσοεπιθετικούς παίκτες; Τι κάνει καλύτερα;
Πρέπει να δουν το πώς δουλεύουν έξω. Πάντα θα υπάρχει ένας Τζόλης που θα μπορεί να κάνει πράγματα με τη μπάλα στα πόδια, αλλά αυτό είναι θέμα περισσότερο ατομικό και λιγότερο ότι προκύπτει μέσα από μια διαδικασία.
Πάντα λέω ότι στην Ελλάδα δεν προστατεύουν και δεν εξελίσσουν το προϊόν και κατ’ επέκταση και τον Έλληνα ποδοσφαιριστή σε σχέση με άλλες χώρες.
Για παράδειγμα η χρησιμοποίηση ξένων διαιτητών στα παιχνίδια στέλνει ένα μήνυμα ώστε κάποιοι να θεωρούν ότι το πρωτάθλημα δεν διεξάγεται δίκαια.
Η Ελλάδα μπορεί να είναι πολύ καλύτερη απ’ όσο δείχνει. Με ρωτάνε για ποιο λόγο έχει ξένους διαιτητές η Ελλάδα και τους απαντάω ότι πραγματικά δεν ξέρω. Επαναλαμβάνω ότι αυτό στέλνει ένα πολύ κακό μήνυμα προς τα έξω.
Επίσης, όπου πάμε οι εγκαταστάσεις των Εθνικών ομάδων είναι καλύτερες από τις δικές μας, πήγαμε στην Αρμενία και είχαν έξι καινούργια γήπεδα στο προπονητικό κέντρο.
Οι Ομοσπονδίες έξω προσφέρουν περισσότερες διευκολύνσεις. Δεν παραπονιέμαι, το γνωρίζουμε και το έχουμε ως δεδομένο, απλά το αναφέρω ως γεγονός. Δεν είναι βέβαια αυτή η δουλειά μου, εγώ αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να έχουμε μια καλή ομάδα.
Ιδεατά θα ήθελα να παίζαμε σε ένα γήπεδο μικρότερο από το ΟΑΚΑ, που θα ‘ναι πιο ζεστό.
Το πρόβλημα είναι ότι πολλά απ’ αυτά δεν πληρούν τις προδιαγραφές της UEFA, όπως για παράδειγμα της Λάρισας που δεν υπάρχει αεροδρόμιο.
Αυτή την στιγμή η Ομοσπονδία δεν έχει πολλές επιλογές, παρά μόνο το ΟΑΚΑ, την Τούμπα και το Καραϊσκάκη. Όταν είναι έτοιμο και το γήπεδο της ΑΕΚ, φυσικά θα είναι και αυτό.
Τον Ζαγοράκη τον συνάντησα μονάχα μια φορά και μιλήσαμε τον Μάρτιο, έκτοτε τον είδα στο ξενοδοχείο στο Βέλγιο που χαιρετηθήκαμε, δεν είχαμε άλλες επαφές πριν ή μετά από την παραίτησή του.
Όσον αφορά στο επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος, έχει πέσει πολύ την τελευταία δεκαετία. Στην αρχή του αιώνα η Ελλάδα έφτασε να έχει τρεις ομάδες στο Champions League και τώρα δεν έχει καμία ομάδα. Αυτό έχει αντανάκλαση παντού, σε όλα τα επίπεδα.
Φέτος υπήρξαν τόσες αλλαγές προπονητών στις ομάδες. Για παράδειγμα ο Παναθηναϊκός παίζει διαφορετικά φέτος με τον Γιοβάνοβιτς σε σχέση με πέρυσι που είχε τον Μπόλονι.
O Ολυμπιακός που έχει τόσα χρόνια τον Μαρτίνς και είναι εξαίρεση, είναι η ομάδα εκείνη που μπαίνει στο γήπεδο με επιθετική διάθεση στα παιχνίδια.
Πιστεύω στη διαδικασία όπου μια ομάδα, όπου και αν παίζει, θα προσπαθεί να κάνει το παιχνίδι της και να έχει το στυλ της και την ισορροπία της.
Ο Γιαννίκης έκανε καλή δουλειά στον ΠΑΣ Γιάννινα και μας άρεσε να τον βλέπουμε. Άξιζε τη δουλειά που πήρε στην ΑΕΚ, διότι έδειξε κάτι διαφορετικό και δούλεψε αυτό σε μια ομάδα που δεν περίμεναν πολλοί.
Ο Βαμβακούλος και ο Ανασταπόπουλος
Στο τέλος της συνέντευξης, είχαμε μια έκπληξη στον ομοσπονδιακό προπονητή. Του δώσαμε ένα χαρτί 35 ετών, το match programme του Ολλανδία – Ελλάδα 1-1, που έγινε στις 25 Μαρτίου 1987, για τα προκριματικά του Εuro του 1988, το οποίο κατέληξε στους Oράνιε.
Ο Φαν Σιπ ήταν βασικός σε εκείνο το ματς και διάβασε τις δυο ενδεκάδες με τον δικό του ξεχωριστό και απολαυστικό τρόπο...
Ευχαριστούμε τον Παύλο Κοσμόπουλο και το εστιατόριο "Γαρμπή", όπως και τον Αθλητικό Όμιλο Βουλιαγμένης.
Φωτογράφιση: Andreas Papakonstantinou / Tourette Photography
Image credits: ALAMY / VISUALHELLAS.GR / AFP
Αρχισυνταξία: Θέμης Καίσαρης
Κάμερα: Boris Anchev
Μοντάζ: Δημήτρης Κουλελής